Στα τέλη του 12ου αιώνα η Θεσσαλλονίκη ήταν μια ακμαία εμπορική πρωτεύουσα ξεπερνώντας σε αίγλη και πλούτο ακόμα και την Κωνσταντινούπολη, που εκείνη την εποχή δοκιμαζόταν από εσωτερικές έριδες και διαμάχες για την κυριαρχία στο θρόνο.
Στις 15 Αυγούστου 1185, κι ενώ στην πόλη αντηχούσαν οι ήχοι των μεγάλων θρησκευτικών εορτασμών, 200 νορμανδικά πλοία από το βασίλειο της Σικελίας υπό τον Ριχάρδο, κόμητα των Αχερρών και τον κόμητα Βαλδουίνο εισήλθαν στον Θερμαϊκό κόλπο και αποβίβασαν 80.000 άνδρες στην παραλία της Θεσσαλονίκης πολιορκώντας την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Ο κυβερνήτης της πόλης, Δαυίδ Κομνηνός, έχοντας παραμελήσει τις οχυρώσεις της πόλης, έκανε λίγα για να οργανώσει την άμυνα απαγορεύοντας ακόμα και πρωτοβουλίες της φρουράς για να επιτεθούν στους Νορμανδούς ενώ προετοίμαζαν υπονομεύσεις προς τα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Μέσα σε λίγες μέρες, στις 24 του Αυγούστου, ένας νορμανδικός υπόνομος (υπόγεια σήραγγα που σκάφτηκε κάτω από τα τείχη διαλύοντας τα θεμέλιά τους) σε συνδυασμό με τον βομβαρδισμό με λιθοβόλες πολιορκητικές μηχανές πέτυχε την κατάρρευσση τμήματος των τειχών και οι εξαγριωμένοι Νορμανδοί μπήκαν στην πόλη καταστρέφοντας και σκοτώνοντας τους πάντες. Ο κυβερνήτης Δαυίδ Κομνηνός τη στιγμή εκείνη πέταξε από πάνω του τα επίσημα ρούχα και διακριτικά του και διέφυγε εγκαταλείποντας τους κατοίκους της. Δεν επέζησε όμως, ποδοπατούμενος από το πλήθος μέσα στον γενικό πανικό και την καταστροφή. Παρά την απελπισμένη μάχη που έδωσαν οι στρατιώτες της φρουράς σκοτώνοντας 3.000 Νορμανδούς, η πόλη έπεσε λεηλατήθηκε για μέρες βίαια ενώ 7.000 Θεσσαλονικείς σφαγιάστηκαν.
Η άλωση της Θεσσαλονίκης σόκαρε και αποδυνάμωσε την αυτοκρατορία ακόμα περισσότερο, προκαλώντας τελικά την πτώση και θανάτωση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Κομνηνού, που η δημοτικότητά του ήταν έτσι κι αλλιώς χαμηλή. Οι ενέργειές του να σταματήσει τους Νορμανδούς είχαν αποτύχει όλες και το άκουσμα της φριχτής άλωσης της Θεσσαλονίκης φαίνεται να ήταν το αποκορύφωμα. Οι Νομανδοί θα παραμείνουν στην Θεσσαλονίκη που θα της συμπεριφερθούν σαν στάβλο, υποβάλλοντας τον πληθυσμό που απέμεινε στο μαρτύριο της πείνας και των ασθενειών. Τελικά, με την παγίωση στο θρόνο του αυτοκράτορα Ισσακίου Αγγέλου, ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς θα νικήσει σε ανοιχτό πεδίο τους Νορμανδούς και θα τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν την πόλη. Το χάσμα μεταξύ Δυτικών-Καθολικών και Ανατολικών-Ορθοδόξων βάθυνε ακόμα περισσότερο για να κορυφωθεί 20 περίπου χρόνια αργότερα.
(Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 24 Αυγούστου 2020 στην Πτήση)