Η Ουκρανία, μια χώρα με πλούσια ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά, έχει βρεθεί στο επίκεντρο μιας από τις πιο δραματικές και καθοριστικές συγκρούσεις του 21ου αιώνα. Ο πόλεμος που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, έχει ήδη διαρκέσει ήδη χίλιες μέρες, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι στους Ευρωπαίους (με τους Ρώσους να συνυπολογίζονται), την κοινωνία των Εθνών και την παγκόσμια πολιτική σκηνή.
1000 μέρες πολέμου στην Ουκρανία, ουσιαστικά ένας πόλεμος που έχει αλλάξει ριζικά το γεωπολιτικό τοπίο της Ευρώπης και έχει δοκιμάσει τις διεθνείς σχέσεις και τις συμμαχίες όπως ποτέ άλλοτε. Αυτή η σύγκρουση, που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο παρατεταμένες και καταστροφικές συγκρούσεις της σύγχρονης εποχής, με σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τις δύο χώρες αλλά και για την παγκόσμια κοινότητα.
Η ρίζα της σύγκρουσης μπορεί να ανιχνευτεί σε ιστορικά, πολιτιστικά και γεωπολιτικά ζητήματα που χρονολογούνται από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Η πτώση του σοβιετικού καθεστώτος άφησε ένα κενό που η Ουκρανία προσπάθησε να γεμίσει με την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και ανεξαρτησίας της. Ωστόσο, η παρουσία της Ρωσίας στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδιαίτερα στην Κριμαία και το Ντονμπάς, δημιούργησε ένα σκηνικό αντιπαλότητας που κλιμακώθηκε σε πλήρη κλίμακα σύγκρουσης το 2022.
Η απόφαση της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν ένα αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των φόβων για την δυτική επιρροή, την επιθυμία για αναδιάρθρωση της γεωπολιτικής ισορροπίας στην περιοχή και την άρνηση της Ουκρανίας να αποδεχτεί τις ρωσικές απαιτήσεις για ουδετερότητα και μη ένταξη στο ΝΑΤΟ. Μετά από σχεδόν τρία χρόνια πολέμου, η κατάσταση στην Ουκρανία παραμένει εξαιρετικά τεταμένη.
Αν όμως θέλουμε μια νέα πραγματική άποψη σχετικά με τη ρωσική εισβολή, και το γιατί αυτή έγινε, αφορά το άγχος του Πούτιν και των ανθρώπων γύρω από αυτόν, σχετικά με την διατήρησή τους στην εξουσία. Η Δύση έχει αποδείξει, πως επιθυμεί την επιβολή της Δημοκρατίας παντού, και προφανώς σε κάποια στιγμή που θα ήταν “βολική”, η Ρωσία θα γνώριζε κι αυτή μια “πορτοκαλί επανάσταση”, που θα έφερνε το σύστημα Πούτιν, και τους ολιγάρχες γύρω από αυτόν, εκτός εξουσίας. Αυτός ο φόβος είναι ουσιαστικά ο λόγος που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, θέλοντας να εξορκίσει τον “κίνδυνο” που αποτελεί η Αστική Δημοκρατία για τη ρωσική δομή εξουσίας του σήμερα (που διαδέχτηκε τη σοβιετική εξουσία, που είχε διαδεχτεί την τσαρική εξουσία κοκ).
Η Ουκρανία έχει υποστεί σημαντικές απώλειες, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υποδομές, με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και εκατομμύρια άλλους να έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά. Οι μάχες έχουν πλέον επικεντρωθεί σε διάφορα στρατηγικά σημεία, όπως το Ντονμπάς, το Χάρκοβο, και τη Χερσώνα, με το μέτωπο να μετακινείται αργά αλλά με μεγάλες απώλειες και καταστροφές.
1000 days since the beginning of the illegal and unprovoked invasion of Ukraine.
The video highlights the critical medical support that the Defence Medical Services have provided to Ukrainian Armed Forces throughout this period. #StandWithUkraine 🇺🇦 pic.twitter.com/ZBQ0jcxrlm
— Defence Medical Services (@DMS_MilMed) November 19, 2024
Το πρώτο έτος του πολέμου ήταν εξαιρετικά σκληρό. Η Ουκρανία αντιμετώπισε την πλήρη δύναμη της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής, αλλά παρά τις αρχικές απώλειες, έδειξε μια απρόσμενη αντοχή και ευελιξία, καταφέρνοντας να αναχαιτίσει τους εισβολείς, και να αντεπιτεθεί. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ουκρανίας, με την υποστήριξη δυτικών όπλων και της συνεχούς ροής πληροφοριών, κατάφεραν να αντισταθούν και να επανακτήσουν κάποια από τα απολεσθέντα εδάφη. Η πόλη του Κίεβου μάλιστα αντιστάθηκε στην πολιορκία, ενώ πόλεις όπως το Χάρκοβο και η Οδησσός έγιναν σύμβολα της ουκρανικής αντίστασης.
Οι επιπτώσεις του πολέμου ήταν τεράστιες. Η ανθρωπιστική κρίση ήταν άνευ προηγουμένου, με εκατομμύρια ανθρώπους να εκτοπίζονται εσωτερικά ή να γίνονται πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες. Η οικονομική κατάρρευση, η καταστροφή υποδομών και η απώλεια ζωών ήταν καθημερινά φαινόμενα. Η Ουκρανία, αν και βοηθήθηκε οικονομικά και στρατιωτικά από τη δύση, αγωνίστηκε να διατηρήσει τις βασικές λειτουργίες του κράτους και να προστατεύσει τους πολίτες της.
Η διεθνής κοινότητα, ιδιαίτερα η Δύση, αντέδρασε με αυστηρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, προσπαθώντας να απομονώσει οικονομικά τη χώρα και να περιορίσει την ικανότητά της να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, αυτές οι κυρώσεις δεν είχαν την επιθυμητή επίδραση στην απόφαση της Ρωσίας να συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με την ίδια σφοδρότητα. Η παγκόσμια ενεργειακή αγορά επηρεάστηκε αναμφίβολα σημαντικά, με την τιμή του φυσικού αερίου και του πετρελαίου να αυξάνεται (ευτυχώς προσωρινά), δημιουργώντας μεγάλες οικονομικές δυσκολίες σε πολλές χώρες, κυρίως όμως της Δύσης.
Η Κίνα, αν και διατηρεί μια στάση “μη φανερής επέμβασης”, έχει προσφέρει σιωπηρή υποστήριξη στη Ρωσία, διατηρώντας τις σχέσεις εμπορίου και αποφεύγοντας να καταδικάσει τις ενέργειες της Ρωσίας. Αυτό έχει προκαλέσει ανησυχίες για την πιθανή μετατόπιση της γεωπολιτικής ισορροπίας προς την ανατολή. Υπάρχει μεγάλο “άγχος” στη Δύση, σχετικά με το τι θα συμβεί αν η Κίνα αποφασίσει να υποστηρίξει ενεργά τη Ρωσία, με όπλα και πυρομαχικά δηλαδή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε και την αθρόα υποστήριξη του Άξονα του Κακού, δηλαδή του Ιράν και της Βόρειας Κορέας, προς τη Ρωσία. Και οι δυο χώρες στέλνουν όπλα και πυραύλους στη Ρωσία (που έχει ουσιαστικά εξαντλήσει τις παραγωγικές της δυνατότητες), ενώ η Βόρεια Κορέα προσφέρει πλέον και στρατιώτες σαν “τροφή για τα κανόνια”. Επίσης, η Τουρκία παίζει τον ίδιο ρόλο που έπαιξε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, του “Επιτήδειου Ουδέτερου”. Έτσι, πουλά φρεγάτες και Bayraktar στην Ουκρανία, αλλά βοηθά τη Ρωσία να καλύψει τα κενά στην προμηθευτική της αλυσίδα, με το αζημείωτο πάντα.
Μετά από χίλιες μέρες πολέμου, η επίτευξη ειρήνης φαίνεται μακρινή. Οι όποιες συνομιλίες ειρήνης που έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα, φανερές ή μυστικές, είναι περιορισμένες και συχνά αποτυγχάνουν πριν καταφέρουν να φτάσουν σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Και είναι αναμενόμενο καθώς η Ουκρανία, ζητά την αποκατάσταση της κυριαρχίας της σε όλα τα εδάφη της, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που έχουν ανακηρυχθεί ως ανεξάρτητες από τις φιλορωσικές δυνάμεις.
Από την άλλη, η Ρωσία επιδιώκει την αναγνώριση της “νέας πραγματικότητας” που έχει δημιουργήσει μέσω των στρατιωτικών της επιτυχιών. Και η αλήθεια είναι πως κανείς, ή μάλλον, σχεδόν κανείς, δεν έχει παραδόσει οικειοθελώς εδάφη που κέρδισε με τα όπλα. Η μόνη φορά που συνέβη αυτό, ήταν όταν το Ισραήλ επέστρεψε τη Χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο, για να πετύχει πλέον ειρήνη με τον πανίσχυρο γείτονά του.
Η διεθνής κοινότητα συνεχίζει να παίζει ρόλο, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση να προσφέρουν στήριξη στην Ουκρανία, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και με προοπτικές για την ενσωμάτωση της Ουκρανίας σε δυτικές δομές όπως η ΕΕ. Ωστόσο, αυτή η υποστήριξη έρχεται με το τίμημα της πλήρους αποσταθεροποίησης των σχέσεων με τη Ρωσία, κάτι που έχει μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές συνέπειες.
Ο πόλεμος έχει ασκήσει τεράστια οικονομική πίεση τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία, με τις δυτικές κυρώσεις να πλήττουν σημαντικά την τελευταία. Η παγκόσμια οικονομία έχει επίσης επηρεαστεί, και αυτό είναι πλέον ορατό παντού στην καθημερινότητα της Δύσης, με αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, και αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η σύγκρουση έχει επαναφέρει τις εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου, με την Ευρώπη να αναζητά τρόπους να ενισχύσει την ασφάλειά της ανεξάρτητα από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία, και οι Βαλτικές χώρες έχουν αυξήσει τις στρατιωτικές τους δαπάνες σε επίπεδο δεκαετίας ’80, κι έχουν ενισχύσει τη στρατηγική τους συνεργασία μεταξύ τους.
Η Χρήση Δυτικών Πυραύλων (ATACMS, SCALP EG, Storm Shadow) σε στόχους εντός Ρωσίας
Μία από τις πιο σημαντικές πρόσφατες εξελίξεις σε αυτόν τον πόλεμο ήταν η απόφαση των ΗΠΑ και άλλων δυτικών συμμάχων πριν λίγες μέρες να επιτρέψουν στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει δυτικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εναντίον στόχων στη ρωσική επικράτεια. Αυτό το βήμα αντιπροσωπεύει μια κλιμάκωση της σύγκρουσης, καθώς προηγουμένως υπήρχε μια ανεπίσημη συμφωνία για να μην χρησιμοποιηθούν αυτά τα όπλα εναντίον της Ρωσίας (ρωσικού εδάφους), για να αποφευχθεί η ευρύτερη ανάφλεξη του πολέμου, και να μην υπάρχουν σκληρές ρωσικές αντιδράσεις.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τη ρωσική πλευρά, με τον Πρόεδρο Πούτιν να προειδοποιεί για τις συνέπειες τέτοιων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας για πυρηνική κλιμάκωση. Αυτό έχει αυξήσει τις φωνές που μιλούν ακόμη και για τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πολλούς αναλυτές να τονίζουν ότι η κατάσταση είναι πλέον πιο επικίνδυνη από ποτέ.
Η Επικείμενη Προεδρία Τραμπ
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Πρόεδρος των ΗΠΑ (θα αναλάβει ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 2025) προσθέτει ένα νέο στοιχείο, μια νέα μεταβλητή στην εξίσωση που λέγεται Πόλεμος στην Ουκρανία. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του, ο Τραμπ είχε εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την εμπλοκή των ΗΠΑ σε διεθνείς συγκρούσεις, προωθώντας μια πολιτική “America First”.
Αυτό έχει οδηγήσει σε πολλές εικασίες σχετικά με το πώς θα διαχειριστεί την ουκρανική κρίση. Μερικοί αναλυτές προβλέπουν ότι μπορεί να αναζητήσει μια γρήγορη λύση, ίσως και μια εκεχειρία, για να δώσει τέλος στη συνεχιζόμενη εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ενώ άλλοι φοβούνται ότι θα ελαττώσει τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Καθώς όμως ο Τραμπ είναι ο τελείως απρόβλεπτος ηγέτης, υπάρχουν κι αρκετοί που υποστηρίζουν πως δεν θα αφήσει την Ουκρανία να καταρρεύσει, και την αξιοπιστία των ΗΠΑ να καταρρακωθεί. Πιθανότερο είναι απλά να μεταβιβάσει το κύριο κόστος της βοήθειας προς την Ουκρανία στους “συνήθεις ύποπτους”, Ευρωπαίους.
Συμπέρασμα
Οι 1000 μέρες πολέμου στην Ουκρανία είναι μια σκληρή μαρτυρία για την ανθρώπινη αντοχή σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αλλά και για την κτηνωδία του πολέμου. Οι Ουκρανοί έχουν δείξει ένα εκπληκτικό πνεύμα αντίστασης, ενώ η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει μια πρόκληση που δοκιμάζει την ακεραιότητα και την ικανότητα της να επιβάλλει μια δίκαιη ειρήνη. Το μέλλον παραμένει αβέβαιο, με την ελπίδα για ειρήνη να συγκρούεται με τις πραγματικότητες των γεωπολιτικών συμφερόντων και των εθνικών φιλοδοξιών. Η ιστορία ακόμα γράφεται, και οι επόμενες μέρες θα καθορίσουν το μέλλον όχι μόνο της Ουκρανίας αλλά και της παγκόσμιας τάξης.