Το Northrop P-61 «Black Widow» ήταν το μόνο κατ’ εξοχήν νυκτερινό δικινητήριο αμερικανικό μαχητικό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ένα από τα μεγαλύτερα αεροσκάφη του είδους του. Αν και οι εργασίες γύρω από την εξέλιξή του άρχισαν προς τα τέλη του 1940, δεν μπόρεσε να τεθεί εν υπηρεσία πριν το 1944, όταν οι τύχες του πολέμου είχαν κριθεί κατά πολύ και οι συμμαχικές δυνάμεις κυριαρχούσαν στον αέρα.
Η ιδέα γύρω από το P-61 γεννήθηκε στη Μάχη της Αγγλίας, όπου ο Jack Northrop και ο τότε υπολοχαγός Delos Emmons προσκλήθηκαν στο Λονδίνο και βίωσαν ιδίοις όμμασι μερικούς από τους καταστρεπτικούς βομβαρδισμούς του. Οι Βρετανοί περιέγραψαν στον Northrop τις απαιτήσεις τους για ένα ταχύ νυκτερινό μαχητικό με δυνατότητα διαρκούς πτήσεως οκτώ ωρών και με οπλισμό τέτοιον που θα επέτρεπε στον πιλότο να μην αποσπάται από την αναχαίτιση των γρήγορων γερμανικών βομβαρδιστικών. Λόγω της βραδείας του εξελίξεως, το P-61 δεν πέρασε ποτέ στην υπηρεσία της RAF η οποία προτίμησε τελικά για τους σκοπούς της το Bristol Beaufighter, καθώς και τη νυκτερινή έκδοση του de Havilland DH.98 «Mosquito».
Επιστρέφοντας από το Λονδίνο, ο Emmons αντιλήφθηκε ότι το Αεροπορικό Σώμα του Αμερικανικού στρατού (USAAC) χρειαζόταν κι εκείνο έναν δικό του νυκτερινό αναχαιτιστή. Έτσι κατάρτισε τις σχετικές προδιαγραφές τις οποίες παρουσίασε στις 21 Οκτωβρίου του 1940 στον επικεφαλής ερευνών της Northrop, τον Τσεχο-αμερικανό σχεδιαστή Vladimir Pavlecka.
Οι Pavlecka και Northrop κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μαχητικό που σχεδίαζε η εταιρεία τους για τους Βρετανούς κάλυπτε σε υπέρτατο βαθμό και τις προδιαγραφές που είχε θέσει ο Emmons. Μετά από μία εβδομάδα σχεδιαστικών εργασιών, η Northrop παρουσίασε τα αποτελέσματά της στην USAAC. Ήταν 5 Νοεμβρίου του 1940. Ενάμησι περίπου μήνες αργότερα, έλαβε εντολή κατασκευής δύο πρωτοτύτων με την ονομασία XP-61 και υπέγραψε την επίσημη σύμβαση στις 10 Ιανουαρίου του 1941.
Ο αρχικός σχεδιασμός της Northrop ήταν ένα ευμεγέθες δικινητήριο αεροσκάφος τρίκυκλου συστήματος προσγειώσεως, τροφοδοτούμενο με δύο δεκαοκτακύλινδρους αστεροειδείς αερόψυκτους κινητήρες Pratt & Whitney R2800-10 των 2.000 ίππων έκαστος. Οι μετέπειτα πολλαπλές τροποποιήσεις αφορούσαν τη θέση και το είδος του οπλισμού για ακόμη ακριβέστερη στόχευση και με επιπλέον διαθέσιμο χώρο στις πτέρυγες για μεγαλύτερες δεξαμενές καυσίμων. Έτσι ο αρχικοί πυργίσκοι στο ρύγχος και την ουρά άλλαξαν και τοποθετήθηκαν επάνω και κάτω από την άτρακτο. Εν συνεχεία, ο κάτω πυργίσκος αντικαταστάθηκε από τέσσερα πυροβόλα των 20 χιλιοστών, ενώ ο επάνω έμεινε ως είχε.
Το πρώτο XP-61 πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 26 Μαΐου 1942, αλλά παρά τις επιτυχημένες και πολλά υποσχόμενες δοκιμές, πέρασαν άλλα δύο χρόνια πριν το αεροσκάφος τεθεί σε υπηρεσία. Το σοβαρότερο των προβλημάτων αφορούσε την αξιοπιστία του χειρισμού που ήταν υποδεέστερη λόγω των zap flaps (το όνομά τους οφείλεται στον καινοτόμο μηχανικό της Northrop, Edward Zap), τα οποία άλλαξαν με συμβατικά πηδάλια ανόδου-καθόδου, ενώ τοποθετήθηκαν και μικρότερα πτερύγια κλίσεως (ailerons). Τα νέα πρωτότυπα YP-61 δεν ήταν έτοιμα μέχρι το Σεπτέμβριο του 1943, ενώ το πρώτο P-61A ολοκληρώθηκε ένα μήνα αργότερα.
Το P-61 ξεκίνησε να συμμετάσχει σε αεροπορικές επιχειρήσεις κατά το 1944, καταφθάνοντας στις μονάδες σε περιορισμένους αριθμούς αρχικά, γιαυτό η όλη συμβολή του στον πόλεμο δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως καθοριστικής σημασίας. Παρ’όλα αυτά, το P-61 ήταν μια εν δυνάμει επιτυχημένη κατασκευή με την ταχύτητα, τη σταθερότητα και την ισχύ πυρός που απαιτούνταν για να γίνει ένα πρώτης τάξεως υπολογίσιμο νυκτερινό μαχητικό. Η πρώτη μονάδα που παρέλαβε το νέο αεροσκάφος ήταν η 348η Μοίρα νυκτερινών μαχητικών στη Φλόριντα όπου εκπαίδευε προσωπικό πριν το αποστείλει στην Ευρώπη. Πρόσθετες εγκαταστάσεις εκπαιδεύσεως με το νέο αεροσκάφος υπήρχαν επίσης και στην Καλιφόρνια.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η δράση του ήταν εν συνόλω περιορισμένη, καθότι οι μονάδες της RAF έδιναν σαφή προτεραιότητα στο πιο αξιόπιστο και ήδη δοκιμασμένο de Havilland DH.98 έναντι του νέου μαχητικού. Η 422η καναδική Μοίρα, με έδρα τη Βόρεια Ιρλανδία, παρέλαβε τα πρώτα P-61 τον Ιούνιο και ξεκίνησε αποστολές επάνω από τη Βρετανία κατά τον επόμενο μήνα. Η πρώτη επιτυχία καταγράφηκε στις 16 Ιουλίου με την κατάρριψη ενός πυραύλου V-1. Αργότερα, το καλοκαίρι, περισσότερα P-61 άρχισαν πιο ενεργά να συμμετέχουν σε αερομαχίες με αξιοσημείωτα ποσοστά επιτυχίας. Κάποια από αυτά καταστράφηκαν από ατυχήματα, άλλα από αντιαεροπορικά πυρά, αλλά κανένα δεν κατέπεσε από αεροπλάνο της Luftwaffe. Το Δεκέμβριο του 1944, καθώς ελάχιστα γερμανικά αεροσκάφη απογειώνονταν πια, τα P-61 άλλαξαν ρόλο, λαμβάνοντας μέρος στη Μάχη των Αρδεννών με άκρως επιτυχημένες επιθέσεις εναντίον κινητών ή ακινήτων στόχων εδάφους. Τοποθετήθηκαν βέβαια και σε βάσεις στη Μεσόγειο, αλλά έφτασαν πολύ αργά για να κάνουν αισθητή τη μαχητική τους ικανότητα.
Στο θέατρο του Ειρηνικού, τα πρώτα P-61 εντάχθηκαν στην 6η Μοίρα νυκτερινών μαχητικών στο Γκουανταλκανάλ των νησιών Σολομώντος, με την πρώτη κατάρριψη να χρονολογείται στις 30 Ιουνίου το 1944 εναντίον ενός Mitsubishi G4M «Betty». Οι μονάδες σταδιακά ενισχύθηκαν με περισσότερα αεροπλάνα τα οποία επιχειρούσαν εναντίον σποραδικών ιαπωνικών στόχων, οι οποίοι διαρκώς μειώνονταν όσο περνούσε ο καιρός και ο πόλεμος έφτανε στη δύση του. Η τελευταία γενικά επιτυχία του P-61 έλαβε χώρα την 14η προς 15η Αυγούστου εναντίον ενός Nakajima Ki-44 «Tojo».
Το αεροσκάφος, παρά τις όποιες αμφιβολίες για την απόδοσή του, δεν αποσύρθηκε από όλες τις μονάδες μετά τον πόλεμο, αλλά εξακολουθούσε να υπάρχει, διότι η USAAF δεν διέθετε ακόμη ένα αποτελεσματικό jet νυκτερινό μαχητικό.