Τι παιχνίδι παίζει η Κίνα; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που έχει τεθεί μετά την ξαφνική εγκατάλειψη από την Κίνα του δόγματος «Zero Covid». Το άνοιγμα των συνόρων και το πράσινο φως στους Κινέζους να ταξιδέψουν στο εξωτερικό ύστερα από μήνες εγκλεισμού συνιστούν μια υγειονομική πρόκληση για όλο τον πλανήτη.
Τι έκανε το καθεστώς να βιαστεί; Οι διαδηλώσεις στις αρχές Δεκεμβρίου κατά της καραντίνας; Μάλλον όχι. Ο αριθμός των διαδηλωτών και τα συνθήματα κατά του Σι που φώναζαν μπορεί να προκάλεσαν ανησυχία, αλλά η αστυνομική καταστολή και τα ηλεκτρονικά μέσα παρακολούθησης δεν άφηναν αμφιβολία ότι η εξέγερση θα καταπνιγεί.
Μια διαφωνία ανάμεσα στον Σι Τζινπίνγκ και άλλα στελέχη του Πολιτικού Γραφείου; Εγινε ένας παραλληλισμός με τον Μάο, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν η πρωτοβουλία του για τη μαζική εκβιομηχάνιση της υπαίθρου οδήγησε στον θάνατο 30 ως 50 εκατομμυρίων ανθρώπων από λιμό. Προς το παρόν, πάντως, ο Σι παραμένει στο προσκήνιο και η απόλυτη εξουσία του δεν απειλείται.
Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης; Ο παράγων αυτός είναι σοβαρός. Τρία έτη εγκλεισμού απομόνωσαν την Κίνα από τον υπόλοιπο κόσμο, με αποτέλεσμα την κατάρρευση των εμπορικών ανταλλαγών και την πτώση της παραγωγής. Οι επίσημες εκτιμήσεις για φέτος αναφέρουν ανάπτυξη 3%, κάτι που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980, το Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξε την αξιοπιστία του στην οικονομική επιτυχία, καθώς κανείς δεν πιστεύει πλέον στις λαμπρές προοπτικές του σοσιαλισμού τις οποίες προβάλλει η κρατική προπαγάνδα. Αν η ανάπτυξη πέσει, το κόμμα χάνει την αξιοπιστία του, κυρίως απέναντι στη μεσαία τάξη που αποτελεί το 25% του πληθυσμού. Αυτή η μεσαία τάξη είναι που διαδήλωσε τον Δεκέμβριο, καθώς με τον εγκλεισμό έχασε πολλά από τα πλεονεκτήματά της, κυρίως τα ταξίδια στο εξωτερικό. Το κόμμα έπρεπε λοιπόν να αλλάξει επειγόντως πολιτική. Κι αν για έναν δυτικό η άρση όλων των περιοριστικών μέτρων ήταν βέβαιο ότι θα είχε τεράστιες συνέπειες για έναν πληθυσμό εν πολλοίς ανεμβολίαστο, και κυρίως τους ηλικιωμένους, οι κομμουνιστές ηγέτες δεν σκέπτονται έτσι.
Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για την κομμουνιστική ηγεσία, που καλείται να χρηματοδοτεί μια όλο και πιο πολυπληθή τάξη συνταξιούχων (πάνω από 300 εκατομμύρια το 2030). Σε ένα κομμουνιστικό πλαίσιο λοιπόν όπου η προστασία της ανθρώπινης ζωής δεν αποτελούσε ποτέ ύψιστη προτεραιότητα, η ιδέα να θυσιαστούν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι με μια βίαιη άρση των περιορισμών δεν φοβίζει ούτε τον Σι ούτε τους συντρόφους του.
Υπάρχει ακόμη ένα σενάριο, ακόμη πιο κυνικό. Το όνειρο του Σι να δει τη χώρα του να ηγείται τα επόμενα χρόνια του πλανήτη δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα από την πανδημία. Αίροντας τα περιοριστικά μέτρα, ο Σι επιχειρεί ίσως να γυρίσει τον υπόλοιπο κόσμο τρία χρόνια πίσω, όταν αυτή η φιλοδοξία έμοιαζε ρεαλιστική. Οι κινεζικές αρχές απεχθάνονται τον καπιταλισμό, που είναι γι’αυτές υπεύθυνος για όλα τα δεινά. Δεν βλέπουν με καθόλου κακό μάτι λοιπόν ένα πισωγύρισμα, όχι για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, αλλά για να βυθίσουν όλο τον πλανήτη σε μια νέα υγειονομική κρίση, λιγότερο φονική αλλά εξίσου παραλυτική.
Του Τιερί Βολτόν, ιστορικού, ειδικού για τα κομμουνιστικά και μετασοβιετικά καθεστώτα
(Πηγή: Le Figaro)