Ξεκινάμε σήμερα μια δεύτερη τριλογία ιστορικών άρθρων σχετικά με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή τη φορά εστιάζοντας σε αεροπορικές εκστρατείες. Για την ακρίβεια, θα προβούμε σε αντίστοιχες «σχολιασμένες βιβλιοκριτικές» τριών βιβλίων τα οποία κυκλοφορούν στην αξιόλογη σειρά AIR CAMPAIGN της OSPREY. Το πρώτο εξ αυτών αφορά τη Μάχη της Αγγλίας, γνωστή και ως Μάχη της Βρετανίας (1940), το δεύτερο -μεγάλου ελληνικού ενδιαφέροντος- τη Βαλκανική Εκστρατεία του Άξονα εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας (1940/41) και το τρίτο τη Μάχη της Μάλτας (1940/42).
Douglas Dildy, BATTLE OF BRITAIN 1940, Osprey Air Campaign, αριθμός 1,
πρώτη έκδοση 2018, 98 σελίδες, με έγχρωμα γραφήματα, τιμή 16,99 λίρες.

Οποιαδήποτε σειρά για τις μεγάλες εναέριες μάχες του Β΄Π.Π. δε θα μπορούσε να μην ξεκινάει με την πιο θρυλική όλων αυτών: τον επικό αγώνα που έδωσε το 1940 η RAF εναντίον της ισχυρότερης αριθμητικά, αλλά και πιο ετοιμοπόλεμης (με εμπειρία ήδη από τον Ισπανικό Εμφύλιο του 1936-39 και από πρότερες επιχειρήσεις στο Β’ Π.Π.) Luftwaffe. Για την τελευταία, η από αέρος Επιχείρηση ήταν γνωστή ως Adlerangriff, «Επίθεση του Αετού».
Σε μια πάρα πολύ κρίσιμη ιστορική συγκυρία, με τη σύμμαχο Γαλλία να έχει ήδη καταρρεύσει και με τις ΗΠΑ/ΕΣΣΔ να μην έχουν ακόμη εισέλθει στον Πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία όρθωσε, μονάχη ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, το ανάστημά της απέναντι στον προελαύνοντα Χίτλερ και, ως εκ θαύματος, επέζησε. Η απόφαση επ’ αόριστον αναβολής, στις 17/9/1940, της (σχεδιαζόμενης) αποβατικής επιχείρησης με τον κωδικό «Θαλάσσιος Λέων» εναντίον των Βρετανικών Νησιών, έσωσε τον ελεύθερο κόσμο και, επίσης, διέλυσε το μύθο του γερμανικού αήττητου, έστω και στον αέρα.
Με συνοπτικό αλλά περιεκτικό (θα λέγαμε σχεδόν αριστουργηματικό) τρόπο, ο συγγραφέας αναλύει τις δυνατότητες των επιτιθέμενων, τις δυνατότητες των αμυνόμενων με έμφαση στο πρώτο παγκοσμίως δίκτυο επίγειων σταθμών ραντάρ, τους αντικειμενικούς σκοπούς της εκστρατείας και, βεβαίως, την ίδια την εκστρατεία, που τυπικά τελείωσε στις 31/10/1940, αν και ουσιαστικά 1,5 μήνα πριν.
Ειδικά, δε, οι τακτικές εναέριας μάχης παρουσιάζονται σε έγχρωμα και άκρως διαφωτιστικά διαγράμματα.
Ήδη από τα πρώτα δύο κεφάλαια καθίσταται σαφέστατη η υστέρηση της Luftwaffe σε επίπεδο ηγεσίας: ο φαφλατάς Γκαίρινγκ ελάχιστη σχέση είχε με τις εμβληματικές, όπως τελικά αναδείχτηκαν, μορφές της Fighter Command, μολονότι οι τρεις άμεσοι υφιστάμενοί του, Διοικητές των Αεροπορικών Στόλων 2, 3 και 5 (ο τελευταίος με βάση στη Νορβηγία με περιορισμένη εμπλοκή στις επιχειρήσεις), ήταν αξιόλογοι αξιωματικοί.
Ως προς τον εξοπλισμό, στα τέλη Ιουλίου 1940 οι δύο βασικοί Αεροπορικοί Στόλοι της Luftwaffe, εκείνοι της Μάγχης, διέθεταν μαζί 1.131 βομβαρδιστικά και εκείνος της Νορβηγίας άλλα 129. Από τα γερμανικά μαχητικά, το μεν μικροσκοπικό Bf109E (από το οποίο 813 μονάδες υπηρετούσαν πέριξ της Μάγχης την 1/8/1940) ήταν όντως πολύ αποτελεσματικό, χάρη και στους κορυφαίους πιλότους του, επιτυγχάνοντας, στις πιο πυκνές αερομαχίες του 1940, λόγο καταρρίψεων προς καταρριφθέντα 1,77 προς 1. Εντούτοις, το δικινητήριο Bf110C ή «Καταστροφέας» αποδείχτηκε αποτυχία.
Κυρίως, όμως, η Luftwaffe υπέφερε (και δη διαχρονικά, όπως αποδείχτηκε) από την έλλειψη ενός βαρέος στρατηγικού βομβαρδιστικού κι αυτό το πλήρωσε ακριβά: ακόμη και επιδρομές με μεγάλο αριθμό εξόδων δεν μετέφεραν το απαραίτητο τονάζ βομβών, ώστε να καταστούν πραγματικά αποτελεσματικές. Το ικανότερο επιθετικό της εργαλείο τότε ήταν το Ju88A, με μέγιστη μεταφορική ικανότητα 2.400 κιλών σε μια ακτίνα δράσης μάχης (combat radius) μόλις 360 μιλίων… Η δε εμπλοκή του επιθετικού κάθετης εφόρμησης Ju87 Stuka, πολύ λίγα προσέφερε και δη με μεγάλες απώλειες.
Από βρετανικής πλευράς, την 1/8/1940 υπηρετούσαν στις μοίρες της RAF που κάλυπταν γεωγραφικά την περιοχή γύρω στα 570 μονοθέσια μαχητικά, εκ των οποίων μόλις τα 367 ήταν ικανά για επιχειρήσεις (serviceable)! Στις 54 μέρες κορύφωσης της Μάχης, από 8/8 μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου, η Διοίκηση Μαχητικών (Fighter Command) εκτέλεσε σχεδόν 35.000 εξόδους αναχαίτισης, από τις οποίες, όμως, μόλις το 23% κατέληξαν σε πραγματικές εμπλοκές, ήτοι αερομαχίες. Το ρεκόρ ημερήσιων εξόδων ήταν 1.320.
Ο «κορμός» των βρετανικών μοιρών δίωξης ήταν το φθηνότερο, πολύ πιο απλό σχεδιαστικά και εύκολο στη συντήρηση Hurricane, που επικεντρώθηκε ιδίως στα εχθρικά βομβαρδιστικά και τα Bf110, τα οποία όντως «λιάνισε», το δε ταχύτερο Spitfire στράφηκε στα θανατηφόρα Bf109.
Αναφορικά, δε, με τα διθέσια μαχητικά Defiant και τα δικινητήρια Blenheim (σύνολο δύναμης 138 αεροσκάφη την 1/8/1940), η προσφορά τους υπήρξε αμελητέα, καίτοι το τελευταίο πιστώθηκε με μια πολύ σημαντική πρωτιά στην παγκόσμια αεροπορική Ιστορία: ήταν το βράδυ της 2ας προς 3 Ιουλίου 1940, όταν ένα τροποποιημένο σε νυχτερινό μαχητικό Blenheim, εφοδιασμένο με το πρωτοποριακό, για την εποχή, ραντάρ αναχαίτισης AI Mk III, κατέρριψε ένα Do17.
Γεγονός είναι ότι κάποια στιγμή η RAF έφτασε στα όρια της εξάντλησης, ιδίως λόγω μεγάλων απωλειών σε χειριστές, αλλά η βλακώδης αλλαγή στοχοθεσίας εκ μέρους των Γερμανών, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1940 (με έμφαση στα αστικά κέντρα και ιδίως το Λονδίνο) «έσωσε την παρτίδα»!
Ο τρίτος παράγοντας της βρετανικής νίκης -με δεύτερο το προαναφερθέν επίγειο δίκτυο ραντάρ- ήταν πως, το 1940, τα βρετανικά εργοστάσια κατασκευής αεροπλάνων νίκησαν σαφώς τα γερμανικά στο ρυθμό αναπλήρωσης των απωλειών μάχης.
Και ο τέταρτος ήταν η εμφάνιση, στις 15/9, σε αντίθεση με το μέχρι τότε ισχύον βρετανικό δόγμα αναχαίτισης, της περίφημης BIG WING («Μεγάλης Πτέρυγας») εκ μέρους του ανορθόδοξου Τράφορντ Λη-Μάλορυ, επικεφαλής της 12 Fighter Group με έδρα το Ντάξφορντ και 14 συνολικά μοίρες δίωξης. Αυτός ο 48χρονος απόφοιτος του Cambridge και βετεράνος του Α΄Π.Π. είχε μια επική «κόντρα» με το Νεοζηλανδό Κηθ Παρκ, τον επικεφαλής της 11 Fighter Group, που, ομολογουμένως, σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος της προσπάθειας. Παρά τις αντιδράσεις, ο L-M, όπως τον αποκαλούσαν στη RAF, υιοθέτησε ενθέρμως την ιδέα του θρυλικού «άσσου» Ντάγκλας Μπέηντερ για έναν τεράστιο σχηματισμό μαχητικών, που σηκώθηκε για πρώτη φορά σύσσωμος στον αέρα την ημέρα κλιμάκωσης της Μάχης (15/9) τρομοκρατώντας τους υπερόπτες Γερμανούς, που νόμιζαν ότι είχαν επικρατήσει…
Ο συγγραφέας επισημαίνει, με ικανή τεκμηρίωση σε επίπεδο πηγών, τους υπερβολικούς ισχυρισμούς καταρρίψεων (claim kills) και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών: τα νούμερα τα οποία επί χρόνια θεωρούσαμε λίγο-πολύ δεδομένα, όπως φαίνεται δεν ισχύουν… Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ο γερμανικός ισχυρισμός ότι στις 7 Σεπτεμβρίου έριξαν 93 βρετανικά μαχητικά αφορούσε, στην πραγματικότητα, «μόνο» 15 Hurricane και 13 Spitfire.
Τι ισχύει, λοιπόν, τελικά; Εδώ, κατά την άποψή μας, έγκειται η μεγαλύτερη ίσως αδυναμία του βιβλίου του Dildy, καθώς δεν παραθέτει συγκεντρωτικό πίνακα απωλειών για ολόκληρη τη Μάχη. Εξ ου και πρέπει να στραφούμε σε έναν άλλο τίτλο της Osprey από τη σειρά Duel, το RAF Fighters vs Luftwaffe Bombers του Andy Saunders (2020). Έως και την τελευταία, τυπικά, ημέρα της Μάχης (στις 31/10/1940), χάθηκαν συνολικά 1.887 γερμανικά αεροπλάνα -αν και άλλες πηγές μιλάνε για 1.977- έναντι 1.049 μονοθέσιων βρετανικών μαχητικών. 753 από αυτά ήταν Hurricane και τα υπόλοιπα Spitfire. Επιπλέον, περί τα 500 Α/Φ έχασαν μαζί, την περίοδο εκείνη, η Bomber Command και η Coastal Command, αλλά τα εν λόγω δεν είχαν καμία σχέση με την αεράμυνα, δηλαδή με την ίδια τη Μάχη. Από τις απώλειες της Luftwaffe, ένα σημαντικό ποσοστό αφορούσε μέσα/πολυκινητήρια βομβαρδιστικά: 303 Ju88Α, 252 He111Η και 132 Do17, σύνολο 687. Τα υπόλοιπα 1.200 ήταν κυρίως Bf109, αλλά και 243 βαρέα μαχητικά συνοδείας Bf110, 65 Ju87 Stuka και περίπου 100 Α/Φ λοιπών τύπων. Ακόμη χειρότερα, οι Γερμανοί αεροπόροι που χάθηκαν στη Μάχη ή αιχμαλωτίστηκαν ή τραυματίστηκαν έφτασαν, την περίοδο εκείνη, τους 6.047, έναντι μόλις 545 της Fighter Command, μια αναλογία 11 προς 1! Όλες αυτές ήλθαν να προστεθούν στις ήδη σημαντικές απώλειες κατά την εισβολή στη Δύση.
Μόνο κατά τη μοιραία, για τους Γερμανούς, 15η Σεπτεμβρίου, σε 218 εξόδους βομβαρδισμού της Luftwaffe απωλέσθησαν 32 αεροπλάνα ή ποσοστό 15% -απαράδεκτα υψηλό- και σε 799 εξόδους δίωξης/συνοδείας άλλα 26, όσα περίπου έχασαν την ίδια ημέρα και οι Βρετανοί (28). Τότε ήταν που οι Γερμανοί επιτελείς κατάλαβαν ότι η Μάχη της Αγγλίας δεν μπορούσε να κερδηθεί, εξ ου και η οριστική απόφαση, δύο μόλις ημέρες μετά, περί αναβολής του «Θαλάσσιου Λέοντα» (καίτοι βομβαρδισμοί εξακολούθησαν κατά τη διάρκεια της νύκτας έως και το Μάιο του 1941, το περίφημο Night Blitz, με πιο σημαντική την πολύνεκρη επιδρομή στο Κόβεντρυ). Παρά τις επικές αερομαχίες, η Fighter Command τελείωσε τη Μάχη, στις 31/10, με μια θεωρητική δύναμη 734 μαχητικών, 90 περισσότερων από όσα διέθετε στην αρχή της (10/7).
Τον Οκτώβριο του 1940, η θεωρητική δύναμη μέσων βομβαρδιστικών των Αεροπορικών Στόλων 2 και 3 είχε μειωθεί λίγο κάτω από 800 αεροπλάνα, από τα οποία μόλις το 52% ήταν επιχειρησιακά… Το γεγονός ότι οκτώ περίπου μήνες αργότερα, στις 22/6/1941, η Luftwaffe ξεκίνησε την κολοσσιαία επιχείρηση Barbarossa εναντίον της ΕΣΣΔ διαθέτοντας συνολικά 1.511 μέσα βομβαρδιστικά, 200 λιγότερα από όσα διέθετε την 10/5/1940 (ημέρα της εισβολής στη Δύση) λέει πάρα πολλά για την «αιμορραγία» που υπέστη το 1940, σε συνδυασμό με την αδυναμία των γερμανικών εργοστασίων να αναπληρώσουν τις απώλειες. Συμπερασματικά, το εν λόγω βιβλίο συνιστάται ανεπιφύλακτα ως μία από τις πλέον εμπεριστατωμένες και διαφωτιστικές καταγραφές των γεγονότων εκείνης της τόσο σημαντικής για την ανθρωπότητα αναμέτρησης.