Ένας νεαρός άντρας, μόλις 18 ετών, θέλει να παρατήσει τα πάντα και να γίνει μισθοφόρος που προστατεύει εμπορικά πλοία από πειρατές στη Σομαλία. Ένας άλλος, γύρω στα 30, ο οποίος κάνει ήδη αυτή τη δουλειά και βρίσκεται στο πλοίο, έχει βαρεθεί τη ρουτίνα. Τέλος, ένας τρίτος, που συμπλήρωσε τα 50 του έτη, αφού κάνει το τελευταίο του ταξίδι, κλείνει αυτό το κεφάλαιο της ζωής του και επιστρέφει στην Αθήνα για να αναζητήσει μία δουλειά σε γραφείο. Οι τρεις αυτές περιπτώσεις, που θα μπορούσαν να αποτελούν την ιστορία ενός ατόμου σε τρεις χρονικές περιόδους της ζωής του, είναι η υπόθεση της ταινίας “Βάρδια” (Dogwatch) του Γρηγόρη Ρέντη, που κάνει την ελληνική της πρεμιέρα σήμερα στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ο τρίτος χαρακτήρας ήταν και αυτός που ενέπνευσε μέσα από την ιστορία του τον σκηνοθέτη, αφού πρόκειται για τον θείο του, έναν από τους πρώτους μισθοφόρους που εργάστηκαν στην περιοχή ανοιχτά της Σομαλίας. «Η πειρατεία υπάρχει στην ιστορία σχεδόν από πάντα, από τότε που υπάρχει ναυτιλία. Η πειρατεία της Σομαλίας όμως, είναι μία πολύ ιδιαίτερη κατάσταση η οποία ξεκίνησε το 2007. Οι πρώτοι μισθοφόροι που πήγαν εκεί προκειμένου να προφυλάξουν τα πλοία από τους πειρατές για να μπορέσουν να διασχίσουν την επικίνδυνη υδάτινη ζώνη, στην αρχή είχαν απλώς συμβουλευτικό ρόλο -δεδομένου ότι στα διεθνή ύδατα απαγορεύονται τα όπλα, κάτι που αργότερα άλλαξε για το συγκεκριμένο σημείο. Έτσι λοιπόν άρχισαν να οπλοφορούν και το σημείο ονομαστηκε high risk area (περιοχή υψηλού κινδύνου)», εξηγεί ο κ. Ρέντης.
Η παρουσία των μισθοφόρων στην περιοχή πέτυχε να μειωθουν οι επιθέσεις, οι οποίες όμως είναι αυτές που ορίζουν τη δουλειά αυτών των ανθρώπων. «Βλέπουμε στην ταινία να προετοιμάζονται διαρκώς και να ελπίζουν να έρθουν σε επαφή με τον εχθρό, κάτι που στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ δεν συμβαίνει. Οπότε είναι σαν μία διαδρομή προσδοκιών, όπου αυτοί οι άνθρωποι περιμένουν μια μεγάλη στιγμή που δεν έρχεται ποτέ, αλλά υπάρχει διαρκώς δίψα γι’ αυτή και μία αίσθηση αναμονής της δράσης», λέει ο σκηνοθέτης.
«Μέσα από την ταινία θέλω να πω ότι πολλές φορές προσδιορίζουμε τη ζωή μας μέσα από ένα στόχο, από κάτι μεγάλο το οποίο νιώθουμε ότι πρέπει να καταφέρουμε και κυνηγώντας το όνειρο, η ζωή μας προσπερνά», λέει και συμπληρώνει: «Επίσης, μιλάω και για το πρότυπο ανδρισμού με το οποίο μεγάλωσε η γενιά μου, που ορίζει ότι πρέπει να είσαι πιο δυνατός απέναντι στον άλλον και δείχνω πόσο τοξικό είναι αυτό την πραγματικότητα».
Η ταινία έχει τρία μέρη. Το πρώτο είναι γυρισμένο στη Σρι Λάνκα, σε μία πόλη – λιμάνι που λέγεται Γκάλε, όπου ο Γρηγόρης Ρέντης και η ομάδα του παρέμειναν για σχεδόν ένα μήνα στα γυρίσματα με τον πρώτο τους ήρωα. Σε κάποια άλλη χρονική στιγμή ακολούθησαν τον δευτερο χαρακτήρα, ο οποίος επιβιβάστηκε από το Γκάλε και ταξιδεψαν μαζί του μέχρι το Σουέζ, περνώντας από το πιο στενό κομμάτι της Ερυθράς Θάλασσας όπου γίνονται οι περισσοτέρες πειρατικές επιθέσεις, ενώ το τρίτο μέρος γυρίζεται στην Αθήνα.
«Το δεύτερο κομμάτι ήταν κάτι επικίνδυνο για εμάς, γιατί βρισκόμασταν σε ένα σημείο του κόσμου που είναι εκτεθειμένο. Κινδυνεύαμε όχι μόνο από τους πειρατές, αλλά και από την Υεμένη, από όπου -εκείνη την περίοδο, υπήρχε κίνδυνος για τρομοκρατικές επιθέσεις. Όλα αυτά ήταν αστάθμητοι παράγοντες, όμως επρόκειτο για μία διαδρομή που την είχαν κάνει πολλές φορές και επιπλέον, υπάρχει μία στατιστική που λέει ότι κανένα ένοπλο πλοίο δεν έχει απαχθεί, αν και έχουν γίνει επιθέσεις σε αυτό», εξηγεί ο κ. Ρέντης
Για την ολοκλήρωση της «Βάρδιας» απαιτήθηκαν περίπου οκτώ χρόνια, ενώ χρειάστηκαν πολλά χρόνια προσπαθειών για μπορέσει ο σκηνοθέτης να βρει πρόσβαση σε κάποιο πλοίο. «Είχα απευθυνθεί σε πολλές ναυτιλιακές εταιρείες μέχρι να βρω τη συγκεκριμένη, που ήταν κάπως …ανοιχτή, είχε μία αγάπη για το σινεμά και είδε το όφελος του να μείνει κάτι πίσω από όλο αυτό που συμβαίνει εκεί πέρα», λέει. Μάλιστα ο ίδιος και οι συνεργάτες του χρειάστηκε να περάσουν νωρίτερα από μία σχετική εκπαίδευση σε βασικά πράγματα.
Η ταινία προβλήθηκε ήδη στα Φεστιβάλ Visions du Reel, True/False, Θεσσαλονίκης και Raindance αποσπώντας πολύ θετικές κριτικές από το διεθνή τύπο. Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εντάσσεται στο Διαγωνιστικό τμήμα Film Forward και προβάλλεται απόψε στις 9 στην Αίθουσα Παύλος Ζάννας και αύριο στις 3 το μεσημέρι στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Βαρβάρα Καζαντζίδου
(Φωτογραφία αρχείου)