Κατά τη διάρκεια του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου – γνωστού και ως πολέμου των χαρακωμάτων – οι μάχες διεξαγάγονταν από σχετικά κοντινές αποστάσεις, με τις επιθέσεις να ξεκινούν από τις τάφρους. Τέτοιου είδους εχθροπραξίες πραγματοποιούνται όταν οι δύο πλευρές βρίσκονται σε αδιέξοδο, χωρίς καμία να μπορεί να προχωρήσει υποτάσσοντας ή παρακάμπτοντας την άλλη. Ο πόλεμος των χαρακωμάτων δεν ήταν ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, αλλά ουδέποτε στην ιστορία έλαβε χώρα σε τέτοια κλίμακα απ’ ότι στο Δυτικό Μέτωπο.
Πως ξεκίνησαν τα χαρακώματα
Τις πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του πολέμου (στα τέλη δηλαδή του καλοκαιριού του 1914), τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Γάλλοι επιτελάρχες υπoλόγιζαν σε μία γενική σύγκρουση που θα περιλάμβανε τη χρήση πολυάριθμων στρατευμάτων, καθώς η κάθε πλευρά προσπαθούσε να κερδίσει ή να υπερασπιστεί εδάφη. Οι Γερμανοί αρχικώς προήλασαν στο Βέλγιο και τη Βορειοανατολική Γαλλία, κερδίζοντας τον έλεγχο μεγάλων περιοχών. Κατά τη διάρκεια όμως της πρώτης μάχης του Μάρνη (Σεπτέμβριος του 1914), απωθήθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις. Εν συνεχεία άρχισαν το σκάψιμο, ώστε να καθηλωθούν εκεί αμυνόμενοι και να αποφύγουν τις περαιτέρω απώλειες των έως τότε κεκτημένων τους. Αδυνατώντας να διαπεράσουν αυτές τις γραμμές της γερμανικής αμύνης, οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν κι εκείνοι να σκάβουν προστατευτικά χαρακώματα.
Μέχρι τον Οκτώβριο του 1914, κανένας στρατός δεν μπορούσε να βρει τρόπο προωθήσεως, κυρίως επειδή ο πόλεμος διεξαγόταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι κατά τον προηγούμενο αιώνα. Η προέλαση, όπως και οι μετωπικές επιθέσεις πεζικαρίων, δεν ήταν πλέον αποτελεσματικές ή εφικτές απέναντι στα σύγχρονα όπλα, όπως τα πολυβόλα και το βαρύ πυροβολικό. Έτσι προήλθε το τεράστιο αδιέξοδο. Αυτό που ξεκίνησε ως προσωρινή στρατηγική (η καθήλωση δηλαδή των στρατευμάτων σε ένα μέρος και αναμονή) εξελίχθηκε σε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πολέμου στο Δυτικό Μέτωπο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Τα πρώτα χαρακώματα ήταν κυριολεκτικά τρύπες ή μικρές τάφροι που παρείχαν κάποια προστασία κατά τη διεξαγωγή συντόμων συγκρούσεων. Καθώς το αδιέξοδο συνεχιζόταν και η προέλαση της μίας ή της άλλης πλευράς δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί, έγινε αντιληπτό πως χρειαζόταν κάτι πιο περίτεχνο και αποδοτικό. Οι πρώτες μεγάλες γραμμές χαρακωμάτων ολοκληρώθηκαν το Νοέμβριο του 1914. Μέχρι το τέλος του έτους, εκτείνονταν σε απόσταση μήκους 765 χλμ, ξεκινώντας από τη Βόρεια Θάλασσα, περνώντας μέσα από το Βέλγιο και τη Βόρεια Γαλλία και καταλήγοντας στα σύνορα της Ελβετίας.
Δομή των χαρακωμάτων
Η συγκεκριμένη κατασκευή καθορίστηκε ασφαλώς από τη μορφολογία του εδάφους. Όμως τα περισσότερα χαρακώματα είχαν τον ίδιο βασικό σχεδιασμό. Το μπροστινό τοίχωμα, γνωστό ως στηθαίο, είχε ύψος περίπου τριών μέτρων και καλυπτόταν με σάκους άμμου. Επάνω από την επιφάνεια του εδάφους του στηθαίου, υπήρχε περίπου ένα ακόμη μέτρο στοιβαγμένων σάκων. Αυτοί παρείχαν επιπλέον προστασία, αλλά και έκρυβαν τη θέα του χώρου. Μια προεξοχή ήταν φτιαγμένη στο κάτω μέρος της τάφρου, το επωνομαζόμενο «σκαλοπάτι πυρός», η οποία επέτρεπε σε έναν στρατιώτη να ανέβει και να εποπτεύσει το χώρο μπροστά. Συνήθως η επόπτευση πραγματοποιείτο μέσα από ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα σε σάκους όπου τοποθετούσε και το όπλο του. Υπήρχαν ακόμη τα περισκόπια και οι καθρέπτες που επέτρεπαν την ορατότητα χωρίς τον κίνδυνο να πυροβοληθεί ο παρατηρητής. Αμμόσακοι κάλυπταν επίσης και το πίσω τμήμα της τάφρου, παρέχοντας έτσι προστασία από κάποια απρόσμενη επίθεση. Επειδή οι συνεχείς βομβαρδισμοί, όπως και οι συχνές βροχοπτώσεις, μπορούσαν να προκαλέσουν την κατάρρευση των τοιχωμάτων, γινόταν επιπρόσθετη ενίσχυση με άλλους σάκους, κορμούς και κλαδιά δέντρων.
Η συνέχεια στο Military History