Για τον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στην “Πτήση”, με το αδιέξοδο στις εξελίξεις στην αραβική χώρα να είναι προφανές. Σήμερα όμως, μετά την αλλαγή της ηγεσίας στις ΗΠΑ και τις γενικότερες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στη Μέση Ανατολή, ίσως ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου.
Ο εχθροπραξίες στην Υεμένη με τις σφοδρές και πολύνεκρες μάχες από το 2015 ίσως έχει φθάσει σε ένα σημείο καμπής. Παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς, η αραβική συμμαχία υπό το Ριάντ δεν φαίνεται να έχει καταφέρει πολλά.
Αντιθέτως, οι αντάρτες Χούθι, οι οποίοι έχουν τη σταθερή υποστήριξη του Ιράν, προχωρούν στην κατάληψη νέων εδαφών και παρά τις ανθρώπινες απώλειες, δείχνουν να έχουν σταθεροποιήσει την εξουσία τους σε μεγάλες περιοχές της χώρας.
Αλλά δεν είναι μόνο οι Χούθι αυτοί οι οποίοι διεκδικούν ένα κομμάτι της χώρας: η Αλ Κάιντα και το ISIS δραστηριοποιούνται έντονα στην Υεμένη, ήδη από το 2004, και έχουν ορίσει με τα όπλα τη δική τους επικράτεια.
Το αποτέλεσμα είναι μια ένοπλη διαμάχη, η οποία ενώ σύμφωνα με τη Σαουδική Αραβία θα κρατούσε μόνο “μερικές εβδομάδες”, να αποτελεί έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας εδώ και έξι χρόνια, με οδυνηρές συνέπειες σε ζωές, τις υποδομές της χώρας και την οικονομία της.
Οι εκκλήσεις του ΟΗΕ και άλλων μεμονωμένων χωρών δεν έχουν εισακουσθεί μέχρι σήμερα. Η μόνη ελπίδα να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα είναι η προσπάθεια επαναπροσέγγισης των ΗΠΑ με το Ιράν, με όλες τις “καραμπόλες” που αυτή φέρνει στο διπλωματικό πεδίο στη Μέση Ανατολή.
Οι “μυστικές” επαφές της Τεχεράνης με το Ριάντ
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ήδη επιχειρεί ένα προσεκτικό “άνοιγμα” στην Τεχεράνη, μετά την -για πολλούς- καταστροφική πολιτική του προκατόχου του στον Λευκό Οίκο στο θέμα των πυρηνικών του Ιράν. Αυτή η εξέλιξη δεν έχει περάσει απαρατήρητη από το Ριάντ, το οποίο έχει ξεκινήσει μυστικές συνομιλίες με την Τεχεράνη από την περασμένη άνοιξη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, αντικείμενο των συνομιλιών είναι η απόσυρση της υποστήριξης του Ιράν στους Χούθι με αντάλλαγμα την προώθηση της επανέναρξης των συνομιλιών για την αναβίωση της διεθνούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που υπεγράφη το 2015.
Το Ιράν έχει ιδιαίτερη ανάγκη τα οφέλη αυτής της συμφωνίας, προκειμένου να σπάσει την απομόνωση και να αναθερμάνει την οικονομία του, η οποία έχει δεχτεί ιδιαίτερο πλήγμα (και) με την πανδημία.
Έτσι, οι δηλώσεις του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκηπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν πως αναζητά μία αναβαθμισμένη συνεργασία με την Τεχεράνη, η οποία θα βοηθήσει την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, μοιάζουν να εντάσσονται στο ίδιο σχέδιο.
Ο μέχρι πρότινος “απόλυτος” εχθρός του Ριάντ, οι σιίτες μουλάδες του Ιράν, σε περίπτωση που προχωρήσει αυτή η “μυστική” συμφωνία, θα αφήσουν ανοιχτό το πεδίο στη σουνιτική συμμαχία να επιβληθεί στα νότια της αραβικής χερσονήσου.
Προφανώς και μόνο αυτή η κίνηση δεν αρκεί για να λήξει ο πόλεμος. Ούτε είναι βέβαιο ότι αυτή η εξέλιξη θα είναι προς όφελος του λαού της Υεμένης. Ίσως όμως είναι η μόνη ευκαιρία να δοθεί ένα τέλος στον αιματηρό εμφύλιο, η χώρα να αποκτήσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας να κυνηγήσουν την Αλ Κάιντα και το ISIS, για να σταματήσει να είναι η χώρα πεδίο εκπαίδευσης τρομοκρατών.