Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν σήμερα κυρώσεις σε Ρώσους αξιωματούχους και οντότητες καθώς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία επιχείρησε να δολοφονήσει τον ηγέτη της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι με νευροτοξικό παράγοντα, δήλωσαν αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Οι αξιωματούχοι, απευθυνόμενοι σε δημοσιογράφους μέσω τηλεδιάσκεψης, δήλωσαν ότι οι κινήσεις αυτές έγιναν σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση και επανέλαβαν ότι ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει ζητήσει από τη Ρωσία να απελευθερώσει τον Ναβάλνι, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή.
Οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι κυρώσεις επιβλήθηκαν σε επτά υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ρωσικής κυβέρνησης, στους οποίους επιβάλλεται πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων. Επιπλέον, ανέφεραν ότι επιβλήθηκαν κυρώσεις σε 14 οντότητες της Ρωσίας που συνδέονται με την παραγωγή βιολογικών και χημικών παραγόντων της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων 13 εμπορικών επιχειρήσεων και ενός κυβερνητικού ερευνητικού ινστιτούτου.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε επιδιώκουν να επαναρυθμίσουν τις σχέσεις μας με τη Ρωσία, ούτε επιδιώκουμε αυτές να κλιμακωθούν», δήλωσε ένας αξιωματούχος.
«Πιστεύουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι μας πρέπει να είναι σαφείς και να επιβάλουν κυρώσεις όταν η συμπεριφορά της Ρωσίας υπερβαίνει τα όρια που γίνονται σεβαστά από τα υπεύθυνα έθνη και πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρχουν μέτρα που θα προστατεύουν τις σχέσεις μας από τέτοιου είδους ανταγωνιστικές πτυχές», δήλωσε ο αξιωματούχος.
Μέχρι στιγμής, μεταδίδει το πρακτορείο TASS αναφερόμενο στις αμερικανικές κυρώσεις, οι κατάλογοι με τα πρόσωπα και τους οργανισμούς στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα. Όσον αφορά τα πρόσωπα, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι μίλησαν για επτά υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ρωσικής κυβέρνησης. Όσον αφορά τις οντότητες, το ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο αναφέρει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του, πρόκειται για δέκα ρωσικούς οργανισμούς, τρεις γερμανικούς και έναν ελβετικό, καθώς και για ένα «κρατικό ερευνητικό ινστιτούτο», εναντίον των οποίων θα ισχύσουν «οι μεγαλύτεροι περιορισμοί στο πλαίσιο των κανόνων που αφορούν τις εξαγωγές».