Η διπλωματία των ΗΠΑ τόνισε χθες Δευτέρα ότι είναι «βαθιά προβληματισμένη και απογοητευμένη» για την καταδίκη του τούρκου μαικήνα Οσμάν Καβάλα, που κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε ισόβια κάθειρξη. «Αυτή η άδικη καταδίκη αντίκειται προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους του δικαίου», τόνισε στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Νεντ Πράις.
«Καλούμε ξανά την Τουρκία να αφήσει ελεύθερο τον Οσμάν Καβάλα», καθώς και «όλους όσοι έχουν φυλακιστεί αυθαίρετα» στη χώρα, τονίζεται στην ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. «Παραμένουμε πολύ ανήσυχοι για τον συνεχιζόμενο δικαστικό κατατρεγμό της κοινωνίας των πολιτών, των μέσων ενημέρωσης, πολιτικών και επιχειρηματιών στην Τουρκία», συνεχίζει το δελτίο Τύπου του αμερικανικού ΥΠΕΞ.
Αναφέρεται σε «παρατεταμένες προφυλακίσεις, υπερβολικά ευρείες κατηγορίες περί υποστήριξης της τρομοκρατίας και διώξεις για προσβολές» του αρχηγού του κράτους ή δημοσίων λειτουργών. Η Ουάσινγκτον παροτρύνει την Άγκυρα να «σταματήσει τις διώξεις με πολιτικά κίνητρα και να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των τούρκων πολιτών», καταλήγει η ανακοίνωση που υπογράφει ο κ. Πράις.
Ο κ. Καβάλα κρίθηκε ένοχος για απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης της Τουρκίας μέσω της χρηματοδότησης διαδηλώσεων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δυτικές κυβερνήσεις χαρακτηρίζουν τη δίκη του επιχειρηματία και φιλάνθρωπου, “μαύρου προβάτου” της κυβέρνησης Ερντογάν, πολιτικό διωγμό.
Ο κ. Καβάλα, που αρνείται πάντα τις κατηγορίες σε βάρος του και είναι φυλακισμένος επί τεσσεράμισι χρόνια, καταδικάστηκε παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των συνηγόρων υπεράσπισής του να απαλλαγεί εξαιτίας έλλειψης αποδείξεων. Δεν προβλέπεται επ’ ουδενί αποφυλάκισή του με περιοριστικούς όρους, ξεκαθάρισαν οι δικαστές.
Μορφή της τουρκικής κοινωνίας των πολιτών, ο Οσμάν Καβάλα, 64 ετών, κατηγορήθηκε πως είχε χρηματοδοτήσει τις κινητοποιήσεις εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν που έγιναν γνωστές με την ονομασία «κίνημα του (πάρκου) Γκεζί» το 2013 και όταν έγινε η απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.