Οι συνομιλίες του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία ξεκίνησαν “παγωμένα”, συνεχίστηκαν με εκατέρωθεν δηλώσεις που έθεταν τα “θέλω” των δύο πλευρών και ολοκληρώθηκαν με τη Μόσχα να τις χαρακτηρίζει “ανεπιτυχείς”.
Αυτό όμως το οποίο έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η επισήμανση του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ότι ενδεχόμενες κυρώσεις από τις ΗΠΑ εναντίον του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν θα “ξεπερνούσαν ένα όριο”.
Και αν ξεπεραστεί αυτό το όριο, αυτή η “κόκκινη γραμμή”, ο κ. Πεσκόφ ξεκαθάρισε ότι θα οδηγούσε στη διακοπή των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Η δήλωση αυτή αφορούσε το νομοσχέδιο το οποίο παρουσίασαν Δημοκρατικοί γερουσιαστές, το οποίο προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε Ρώσους ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του Πούτιν, σε περίπτωση που η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία.
Αυτό το νομοσχέδιο – το οποίο έχει τη στήριξη του Λευκού Οίκου “ερέθισε” για τα καλά τη ρωσική πλευρά, καθώς η συγκυρία της ανακοίνωσης του μόνο τυχαία δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι.
Και αυτό γιατί οι συνομιλίες μεταξύ Δύσης – Ρωσίας συνεχίζονται και αύριο, αυτή τη φορά στα πλαίσια του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και το Κρεμλίνο προφανώς εξέλαβε τη συγκεκριμένη ενέργεια ως μία υπολογισμένη πρόκληση προς τη Μόσχα.
Μάλιστα, ο εκπρόσωπος της ρωσικής κυβέρνησης χαρακτήρισε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ως “εξαιρετικά αρνητικό” ενώ επεσήμανε ότι “δεν διευκολύνει τη δημιουργία μιας εποικοδομητικής ατμόσφαιρας για τις συνομιλίες” μεταξύ Ρωσίας και Δύσης που διεξάγονται αυτή την εβδομάδα με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στην Ουκρανία.
Οι σχέσεις των δύο χωρών δείχνουν να βρίσκονται στο ναδίρ. Οι επαφές που πραγματοποιούνται αυτήν την εβδομάδα μοιάζουν να είναι ωστόσο ένα θετικό βήμα προς την αποκλιμάκωση της έντασης.
Διεθνείς αναλυτές πάντως εκτιμούν ότι αυτές οι συνομιλίες πραγματοποιούνται κυρίως για να ξεκαθαριστούν τι ακριβώς… δεν θέλει η μία πλευρά να κάνει η άλλη.
Η Ρωσία από την πλευρά της θέλει να υπογραμμίσει ότι δεν θα κάνει άλλες υποχωρήσεις πια – όπως τουλάχιστον αντιλαμβάνεται η ίδια την επέκταση του ΝΑΤΟ στη “σφαίρα επιρροής” της – και είναι σε θέση να “επιβάλλει” τις θέσεις της.
Η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, οι στρατιωτικές ασκήσεις και η μεταφορά βαρύ οπλισμού στέλνουν ένα μήνυμα στη Δύση, “παίζοντας” ταυτόχρονα με το μυαλό των Ουκρανών.
Η κρίση δε στο Καζακστάν έδωσε μία έξτρα ευκαιρία στη Μόσχα να δείξει ότι μπορεί να κινητοποιήσει τάχιστα στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τις στρατιωτικές συμμαχίες της με όμορες χώρες.
Καζακστάν: H Ρωσία και άλλες γειτονικές χώρες στέλνουν στρατό
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να οριοθετήσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, μετά την αλλοπρόσαλλη στάση που κράτησε απέναντι της επί προεδρίας Τραμπ.
Η Ουάσινγκτον θέλει να δείξει στους ίδιους τους Αμερικανούς – ιδιαίτερα τους προοδευτικούς ψηφοφόρους του Δημοκρατικού κόμματος – ότι θα ασκήσει πίεση στο καθεστώς του ρώσου προέδρου και δεν θα στηρίξει χώρες – όπως την Ουκρανία – οι οποίες θέλουν να συνεργαστούν στενότερα με τη Δύση.
Η αποφασιστικότητα του αμερικανού προέδρου βεβαίως δοκιμάζεται ήδη. Ο Πούτιν του βάζει “δύσκολα” και ο Μπάιντεν – αν και έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι θα στηρίξει το Κιέβο – δεν πρόκειται όπως και ο ίδιος έχει πει, να στείλει αμερικανούς στρατιώτες στην Ουκρανία.
Η λύση της διπλωματίας είναι προφανώς η βέλτιστη λύση και αυτήν προσπαθεί να ακολουθήσει η αμερικανική κυβέρνηση. Αυτή τη στιγμή όμως, οι διαφορές που τη χωρίζουν με τη Ρωσία είναι είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και “απλώνονται” σε μια σειρά ζητημάτων. Στα οποία τη δεδομένη στιγμή και οι δύο πλευρές δείχνουν ανυποχώρητες.
Αρκούν όμως όλα αυτά για να οδηγηθούμε σε ένα νέο “Ψυχρό Πόλεμο”;
Δύσκολο να πει κάποιος με βεβαιότητα κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή.
Το σίγουρο είναι ότι διαμορφώνονται νέες ισορροπίες μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων – και όχι μόνο – οι οποίες και θα συντελέσουν στη διαμόρφωση του μελλοντικού γεωπολιτικού τοπίου και θα επηρεάσουν αποφασιστικά και την Ευρώπη.