του Erik Linstrum (*)
Το να μιλάμε, από συνταγματική άποψη, για ένα διχασμένο βασίλειο όταν αναφερόμαστε στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι κάτι καινούργιο. Το βιβλίο του σκωτσέζου πολιτειολόγου Τομ Ναϊμ με τίτλο «Η Διάλυση της Βρετανίας» έχει ηλικία 45 ετών. Εντάσεις υπήρχαν πάντα στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου. Σήμερα, όμως, η πιθανότητα μιας έκρηξης είναι πιο ισχυρή, πιο μεγάλη. Στην Ουαλλία, η υποστήριξη στην ανεξαρτησία έχει αυξηθεί από πέρυσι, αν και εξακολουθεί να είναι μειονοτική. Και στη Σκωτία, το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας εμφανίζεται πλειοψηφικό στις δημοσκοπήσεις. Το ερώτημα είναι αν η εκστρατεία του εμβολιασμού, που είναι μάλλον επιτυχημένη, θα μετριάσει τις αποσχιστικές τάσεις.
Οι κυριότερες αιτίες αυτών των τάσεων είναι η αποαποικιοποίηση, η αποβιομηχάνιση και η παρακμή. Σε ένα πρώτο στάδιο, η βρετανική ταυτότητα άρχισε να υποχωρεί προς όφελος της αγγλικής, της σκωτικής, της ουαλλικής και της ιρλανδικής ταυτότητας. Οι κλασικοί βρετανικοί θεσμοί που είχαν συμβάλει στη δημιουργία ενός αισθήματος κοινότητας – η μοναρχία, η προτεσταντική θρησκεία, το Εργατικό Κόμμα, ακόμη και το BBC – έχουν είτε εξαφανιστεί είτε χάσει την επιρροή τους. Τα κινήματα υπέρ της ανεξαρτησίας τροφοδοτήθηκαν έτσι από το κενό που άφησε η παρακμή της βρετανικότητας.
Η αποκέντρωση που τέθηκε σε εφαρμογή τη δεκαετία του ’90 είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που είχε προβλέψει το Εργατικό Κόμμα. Ενίσχυσε τις τοπικές πολιτικές κουλτούρες, διογκώνοντας τις διαφορές μεταξύ των εθνοτήτων. Αυτό είχε επίσης ως αποτέλεσμα να γεννηθεί ένα είδος αγγλικού εθνικισμού, που ευνόησε στις διαπραγματεύσεις ένα «σκληρό» Brexit έναντι της διατήρησης του καθεστώτος του alter ego για τη Βόρεια Ιρλανδία. Τέλος, ορισμένα πρόσφατα γεγονότα επιδείνωσαν τις διαιρέσεις: το Brexit, που απορρίφθηκε από τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, και η πανδημία, που έφερε στο φως τον σημαντικό ρόλο των υγειονομικών αρχών της Σκωτίας και της Ουαλλίας σε μια αποκεντρωμένη κυβέρνηση.
Το κατά πόσον η Σκωτία μπορεί να προσδοκά στην ανεξαρτησία θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών. Αν το Εθνικό Κόμμα κερδίσει την πλειοψηφία, η κυβέρνηση θα μπορέσει να ζητήσει ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Άγνωστο παραμένει τι θα κάνει τότε ο Μπόρις Τζόνσον. Υπάρχουν επίσης πολλά ερωτήματα για το τι σημαίνει «ανεξαρτησία». Τι νόμισμα θα χρησιμοποιεί η Σκωτία; Πώς θα ελέγχονται τα σύνορα; Πώς θα μοιραστούν οι κοινοί βρετανικοί θεσμοί; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε καθυστέρηση του δημοψηφίσματος.
Όμως οι δομικές αιτίες των κινημάτων υπέρ της ανεξαρτησίας δεν θα εξαφανιστούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανεξαρτησία είναι αναπόφευκτη: οι δημοσκοπήσεις δεν είναι το ίδιο με τις εκλογές, ο κόσμος αλλάζει γνώμη, οι περιστάσεις αλλάζουν. Τίποτα από αυτά όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί ή να προβλεφθεί από μια κυβέρνηση, ιδίως αν είναι συντηρητική. Γιατί αν δεν υπάρξει μια ριζική συνταγματική αλλαγή – όπως η δημιουργία ενός αγγλικού κοινοβουλίου και η μετατροπή του Ηνωμένου Βασιλείου σε ομοσπονδία – , το Ουεστμίνστερ θα χάσει κι άλλο έδαφος στις αντιπαραθέσεις γύρω από τον εθνικισμό.
(*) Ο Έρικ Λίνστραμ είναι ιστορικός του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, ειδικός για τη σύγχρονη Βρετανία