Στην σημερινή τριμερή συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη (έκτακτη που ανακοινώθηκε την τελευταία στιγμή) που είχαν η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Μοχάμεντ Ντμπάιμπα, πρωθυπουργό της Λιβύης (κυβέρνηση της Τρίπολης), βασικό σημείο συζήτησης ήταν το μεταναστευτικό.
Σύμφωνα με το ιταλικό πρακτορείο Ansa, “… η Μελόνι συζήτησε μια σειρά από γραμμές δράσης για την καταπολέμηση των διεθνών εγκληματικών δικτύων διακινητών ανθρώπων, τη βελτίωση της πρόληψης των παράτυπων μετακινήσεων και την υποστήριξη της Λιβύης στη διαχείριση της μεταναστευτικής πίεσης που αντιμετωπίζει. Ακόμη η πρωθυπουργός επανέλαβε επίσης τη δέσμευση της Ιταλίας για τη σταθερότητα, την ενότητα και την ανεξαρτησία της Λιβύης και την υποστήριξή της για μια πολιτική διαδικασία υπό την ηγεσία της Λιβύης, με τη διευκόλυνση των Ηνωμένων Εθνών, που θα οδηγήσει σε εκλογές”.
Για την Ιταλία που από την αρχή του έτους έχει καταμετρήσει πάνω από 21.000 αφίξεις μεταναστών από τη Λιβύη δια θαλάσσης, το ζήτημα πρέπει να ελεγχθεί άμεσα, καθώς η Ρώμη επιχειρεί να περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές ενώ ταυτόχρονα θέλει να δημιουργήσει κέντρα διαχείρισης τους, αλλά στην Αλβανία (εκτός δηλαδή δικού της εδάφους), μετά από σχετική συμφωνία με την εκεί κυβέρνηση. Κάτι που όμως έχει βρει σοβαρά εμπόδια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο με χθεσινή απόφαση του μπλόκαρε την εξέλιξη. Οπότε η Ρώμη δεν μπορεί να δεχθεί νέα αύξηση μεταναστών, καθώς σχηματοποιούνται και σημαντικές εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις, άρα είναι υποχρεωτικό να “μιλήσει” με την Λιβύη απευθείας.
Η λιβυκή πλευρά εστιάζει περισσότερο σε θέματα “κοινής ασφάλειας” των τριών κρατών όπως και περιφερειακής ισορροπίας, καθώς η κυβέρνηση της Λιβύης στην Τρίπολη αντιμετωπίζει και εσωτερική αστάθεια, οπότε αναζητά τη διεθνή στήριξη. Ενώ παραμένει υπόκωφη η αντιπαλότητα της με την κυβέρνηση της Βεγγάζης (του Χαφτάρ), η οποία από την πλευρά της πολλαπλασιάζει τις δικές της επαφές με την Τουρκία (και έμμεσα με την Ιταλία), ελπίζοντας να αναδυθεί ως ο ισχυρότερος πόλος εξουσίας στην χώρα.
Όσο για την Τουρκία, αυτή σκιαγραφεί ένα πολυεπίπεδο πλαίσιο τριμερούς συνεργασίας, εστιάζοντας στο δικό της ρόλο στην εξερεύνηση για υδρογονάνθρακες των θαλάσσιων οικοπέδων της Λιβύης, αναλαμβάνοντας και ρόλο “γεφυροποιού” έως και “προστάτη” μεταξύ Λιβύης και υπόλοιπου κόσμου, με την Ιταλία συνεργαζόμενη για το “κοινό συμφέρον στην Ανατολική Μεσόγειο”.
Το προφανές “κενό”; Είναι γεωγραφικής αλλά φυσικά κυρίως γεωπολιτικής φύσης, καθώς αν δει κανείς το χάρτη, η χώρα που μεσολαβεί μεταξύ Ιταλίας, Λιβύης και Τουρκίας είναι η Ελλάδα, η οποία έχει όλα τα παραπάνω ζητήματα ανοιχτά. Και αυτή αντιμετωπίζει μεταναστευτικές ροές από τη Λιβύη και αυτή αναζητά διερεύνηση υδρογονανθράκων στη θάλασσα και φυσικά έχει λόγο σε θέματα ασφαλείας στην περιοχή της, ενώ μετέχει στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Αλλά στην συνάντηση της Κωνσταντινούπολης “εξαφανίζεται”, καθώς οι άλλοι παράγοντες βρίσκουν πιο ευχερές και λογικό να διαπραγματευθούν απευθείας, χωρίς καν μια τυπική πρόσκληση προς τον “απόντα”.
Άλλωστε οι “τρεις” έχουν ήδη δημιουργήσει και καλλιεργούν εντατικά ειδικά πλέγματα διμερών επαφών και σχέσεων μεταξύ τους. Η Ιταλία με την Τουρκία οικονομικά και αμυντικά, η Λιβύη με την Ιταλία οικονομικά και ενεργειακά, η Τουρκία με την Λιβύη πολιτικά, στρατιωτικά, ενεργειακά, οικονομικά και επενδυτικά. Άρα είναι προφανές πως η “απούσα” Ελλάδα δεν μπορεί καν να διαμαρτυρηθεί, καθώς δεν έχει να επιδείξει και τίποτα αντίστοιχο, πρόσφατο και εξειδικευμένο, σε επίπεδο σύναψης διμερών σχέσεων. Ή έστω να έχει κάνει τέτοια προβολή ισχύος στην περιοχή, που θα την καθιστούσε απαραίτητο συνομιλητή.