Η Τουρκική προκλητικότητα έχει χτυπήσει «κόκκινο» τις τελευταίες ημέρες και όλα αρχίζουν να θυμίζουν το καλοκαίρι του 2020. Ωστόσο η πρωτοφανής πρόκληση με τα δυο τουρκικά F-16 που πέταξαν βόρεια της Σαμοθράκης στα 2,5 ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη, ήταν το έναυσμα να ασχοληθούμε με ένα διαχρονικό ζήτημα ασφαλείας στην Θράκη, που έχει χαθεί στην δίνη της τρέχουσας επικαιρότητας που εστιάζει στους εξοπλισμούς και τις τουρκικές προκλήσεις. Στην Θράκη το «μειονοτικό» ζήτημα μπορεί να πυροδοτήσει απρόσμενες εξελίξεις σε καταστάσεις έντασης και να αποτελέσει την βάση για μια εν δυνάμει Τουρκική 5η φάλαγγα. Κάτι που Άγκυρα μεθοδευμένα προσπαθεί εδώ και δεκαετίες…
Το «μειονοτικό» ως μοχλός πίεσης
Δυστυχώς, η κατάσταση στη Θράκη σε σχέση με τη μουσουλμανική μειονότητα καθίσταται καθημερινά όλο και περισσότερο επικίνδυνη. Η Τουρκία, αφού πέτυχε από το 2007 να εγγράψει στη διμερή -με την Ελλάδα-ημερήσια διάταξη ως θέμα το «μειονοτικό», σήμερα κυριαρχεί στα κοινωνικά, και πολιτικά-οικονομικά δρώμενα της περιοχής. Δεν είναι μόνο εμφανής ο τρόπος διείσδυσης και ελέγχου που επιχειρεί η επίσημη Τουρκία στη Θράκη, αλλά το πλέον ανησυχητικό είναι η ισχύς και η τόλμη των ηγετικών κύκλων της μειονότητας. Αυτό έχει επιτευχθεί αφενός λόγω της πολιτικής των κεντρικών, περιφερειακών και τοπικών αρχόντων να συναλλάσσονται ψηφοθηρικά μαζί τους, και αφετέρου λόγω της παραίτησης της ελληνικής πολιτείας από τις ευθύνες, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές της.
Το μακρύ χέρι της Τουρκίας, το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή, ενεργεί (και συμπεριφέρεται) πλέον ως κεντρική διοίκηση στη Θράκη, «προσηλυτίζοντας» με οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές ενέργειες και δράσεις το σύνολο των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής, που τους θεωρεί συλλήβδην Τούρκους ή ως παλαιά κοινότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Τουρκία αντιμετωπίζει πλέον τη μουσουλμανική μειονότητα ως δική της πέμπτη φάλαγγα και καταρτίζει τα σχέδιά της.
Σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν, είναι γεγονός ότι η κατάσταση έχει σημαντικά επιβαρυνθεί, για πληθώρα λόγων. Μερικοί από αυτούς είναι οι ακόλουθοι:
– Έχει επιβληθεί και έχει γίνει αποδεκτή από την ελληνική πολιτεία η εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας και στους Πομάκους αλλά και τους Αθίγγανους. Αποτέλεσμα αυτού είναι η «απορρόφηση» και καταγραφή τους από την Άγκυρα ως «τουρκική» μειονότητα, κάτι που φυσικά την εξυπηρετεί αφού αυξάνει την αριθμητική της δύναμη. Δυστυχώς, οι προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας στα μέσα της δεκαετίας του 1990 για την ανάδειξη των πολιτιστικών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Πομάκων έμειναν χωρίς συνέχεια μέχρι που ατόνησαν.
– Η παράνομη λειτουργία «τουρκικών» νηπιαγωγείων όχι μόνο υφίσταται αλλά και επεκτείνεται χωρίς οι ελληνικές αρχές να προβαίνουν σε οποιαδήποτε ενέργεια εφαρμογής των νόμων.
– Στα μειονοτικά δημοτικά σχολεία αντί των Ελλήνων μουσουλμάνων αποφοίτων της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ), η ελληνική πολιτεία έχει αποδεχθεί μεγαλύτερο αριθμό δασκάλων από την Τουρκία.
– Σε αντίθεση με τον πληθυσμό των Ελλήνων χριστιανών Θρακιωτών, που μειώνεται αριθμητικά συνεχώς, οι μουσουλμάνοι αυξάνονται συνεχώς δίνοντας, ακουσίως, μεγαλύτερη βαρύτητα στους σχεδιασμούς της Άγκυρας η οποία απλώς τους αντιλαμβάνεται ως κρίσιμη μάζα.
– Με την άμεση ή συγκαλυμμένη οικονομική και νομική υποστήριξη του προξενείου και τα τελευταία χρόνια με την εμπορική δραστηριοποίηση στη Θράκη της τουρκικής τράπεζας Ziraat, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας προχωρεί στο δανεισμό σε κάθε ενδιαφερόμενο με χαμηλότερο (και συνεπώς εξαιρετικά ανταγωνιστικό επιτόκιο, κρίσιμη παράμετρο την εποχή οικονομικής δυσπραγίας που ζούμε), το μεγαλύτερο μέρος των αγορών γαιών και ακινήτων γίνεται πλέον από μουσουλμάνους. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν στα ορεινά και πεδινά χωριά της μειονότητας σε εβδομαδιαία βάση διανέμονταν από στελέχη του τουρκικού προξενείου 80.000 γερμανικά μάρκα με σκοπό να εξαγοραστούν συνειδήσεις (σε αντάλλαγμα για την κάλυψη του κόστους διαβίωσης) και να δημιουργηθεί ένα πλέγμα συναλλαγής και απόλυτου ελέγχου, σήμερα η τουρκική διείσδυση χρησιμοποιεί τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά εργαλεία.
-Το σύνολο των Ελλήνων μουσουλμάνων παρακολουθούν αποκλειστικά τουρκικά δορυφορικά τηλεοπτικά προγράμματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση πολιτιστικού, γλωσσικού και υποσυνείδητα πολιτικού αισθητήριου.
– Η εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου από τη μειονότητα δεν εξυπηρετεί μόνο τις κοινωνικές, ενημερωτικές και οικονομικές ανάγκες, αλλά συστηματικά κατευθύνεται και χρησιμοποιείται από ορισμένους κύκλους για την προώθηση της πολιτικής συνένωσης με τη μητέρα-πατρίδα, την Τουρκία, και συνωμοτικές και ανθελληνικές ενέργειες.
Όπως περιγράφηκε και συστηματικά διαμορφώνεται η συγκεκριμένη κατάσταση, είναι αυτονόητο ότι το όποιο ενδιαφέρον της Άγκυρας δεν αποσκοπεί απλώς στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και οικονομικής-κοινωνικής δραστηριότητας των Ελλήνων μουσουλμάνων, αλλά στη μετατροπή τους σε απόλυτα ελεγχόμενη συμπαγή «τουρκική» μειονότητα που φυσικά «καταπιέζεται» στυγνά από την ελληνική πολιτεία και συνεπώς δικαιούται να διεκδικήσει την απόσχιση και συνένωση της με τη μητέρα-πατρίδα.
Μία μητέρα-πατρίδα η οποία σε καθημερινή βάση, λόγω της δράσης του Προξενείου Κομοτηνής, αποτελεί τον προστάτη της απέναντι στην «ελληνική αυθαιρεσία». Με άλλα λόγια, η μειονότητα αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως στρατηγική εφεδρεία, η οποία όχι μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ηθικό και νομικό έρεισμα για την τουρκική δράση, αλλά σε στρατιωτικό επίπεδο να επιφέρει σημαντικά επιχειρησιακά αποτελέσματα δρώντας ως πέμπτη φάλαγγα.
Στο Β’ Μέρος θα εξετασθεί «Η στρατιωτική διάσταση του ζητήματος»…