Έχοντας την ακλόνητη πεποίθηση ότι η επιστήμη πρέπει να είναι ανοιχτή και προσβάσιμη σε όλους, από την Ελλάδα, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ έως την Ονδούρα και το Σουδάν, ο Έλληνας πρόεδρος της ACM (του μεγαλύτερου διεθνούς οργανισμού επιστημόνων και επαγγελματιών Πληροφορικής), Γιάννης Ιωαννίδης, εισηγείται και αποφασίζει με το συμβούλιο της ACM την από 1ης Ιανουαρίου 2026 ελεύθερη πρόσβαση για όλους στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του οργανισμού.

Η ACM (Association for Computer Machinery) απονέμει τα σημαντικότερα βραβεία Πληροφορικής: το βραβείο A.M. Turing, που θεωρείται το “Νόμπελ Πληροφορικής”, και το δεύτερο τη τάξει, ACM Prize in Computing, που δίνεται σε επιστήμονες στο μέσον της ερευνητικής πορείας τους. Αριθμεί περισσότερα από 100.000 μέλη και η ψηφιακή βιβλιοθήκη της περιλαμβάνει περισσότερα από 600.000 επιστημονικά άρθρα που έχουν γίνει αποδεκτά έπειτα από κρίση, αλλά και το υλικό που τα συνοδεύει, κώδικες και δεδομένα.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης ανακοίνωσε την απόφαση για ανοιχτή πρόσβαση στην ψηφιακή βιβλιοθήκη της ACM από το βήμα του 12ου Heidelberg Laureate Forum, με το οποίο η ACM έχει στενή σχέση, καθώς πολλοί από τους βραβευμένους επιστήμονες που συμμετέχουν έχουν λάβει τα μεγάλου κύρους βραβεία της.
«Υπάρχει ανάγκη για εμπιστοσύνη και διαφάνεια απέναντι στην κοινωνία», εξηγεί ο κ. Ιωαννίδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο περιθώριο του Φόρουμ, περιγράφοντας στη συνέχεια: «Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι γιατί η ανοιχτή επιστήμη είναι ανάγκη. Η κλειστή πρόσβαση σημαίνει ότι πρέπει να πληρώσεις για να διαβάσεις τα επιστημονικά άρθρα. Αυτός που δεν έχει να πληρώσει, δεν μπορεί να διαβάσει και αυτό ενισχύει το χάσμα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Ο δεύτερος λόγος είναι η ανάγκη για επαναληψιμότητα της έρευνας. Πρέπει να έχουμε όλα τα άρθρα ανοιχτά, καθώς και τα άλλα ερευνητικά παράγωγα, όπως τα σχετικά δεδομένα, για να μπορεί ο ερευνητής να τα χρησιμοποιήσει, να βεβαιωθεί ότι αυτά που έκαναν οι προηγούμενοι είναι σωστά ή να βρει νέα στοιχεία». Αναφέρει, όμως, και έναν τρίτο λόγο, ίσως τον σημαντικότερο: «Η επιστήμη είναι κάτι ιερό. Τα αυθεντικά αποτελέσματά της είναι κάτι ιερό και αποτελούν κεφάλαιο της κοινωνίας. Δεν είναι επιχείρηση και δεν μπορούν να αποτελέσουν επιχείρηση. Και ας μην ξεχνάμε ότι η έρευνα χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από την κοινωνία, από χρήματα του φορολογούμενου πολίτη».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραθέτει, ετησίως δαπανώνται περίπου 30 δισεκατομμύρια δολάρια για πρόσβαση σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και επιστημονικά βιβλία. Στις μεγάλες κρίσεις, όμως, η ελεύθερη πρόσβαση στις δημοσιεύσεις αυτές έγινε πιο επιτακτική από ποτέ. Ο κ. Ιωαννίδης δίνει το παράδειγμα της πανδημίας του Covid-19, όταν οι εταιρείες και οι επιστημονικές ενώσεις που εκδίδουν επιστημονικά περιοδικά έδωσαν ανοιχτή πρόσβαση στα αρχεία τους, προκειμένου να συμβάλουν στην έρευνα γύρω από το εμβόλιο.
Πρώτος πρόεδρος με δεύτερη θητεία
Ο Γιάννης Ιωαννίδης είναι μόλις ο πέμπτος πρόεδρος της ACM που δεν προέρχεται από τις ΗΠΑ και μόλις ο δεύτερος από την ηπειρωτική Ευρώπη. Επιπλέον, στα 78 χρόνια ιστορίας του οργανισμού είναι η πρώτη φορά που ένας πρόεδρος εκλέγεται για δεύτερη συνεχόμενη θητεία (από το 2022 έως σήμερα).
Η θητεία του γίνεται σε μια περίοδο που οι εξελίξεις γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη είναι ραγδαίες και η ACM καλείται να δώσει το δικό της στίγμα γύρω από αυτές. «Έχουμε ευθύνη να κοιτάξουμε τον χώρο μας, την τεχνολογία αυτή καθ’ αυτή, αλλά και να δαπανήσουμε ένα μέρος του ερευνητικού χρόνου μας, ώστε να βοηθήσουμε στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων του κόσμου και της κοινωνίας», τονίζει ο κ. Ιωαννίδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Έχουμε ευθύνη για το τι θα κάνουμε για τις μεγάλες προκλήσεις του κόσμου, την κλιματική αλλαγή, τη φτώχεια, την έλλειψη τροφής, αλλά και να βοηθήσουμε στην επίτευξη των 17 Παγκόσμιων Στόχων του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, κανένας από τους οποίους δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς υπολογιστική τεχνολογία. Σε όλα αυτά έχουν γίνει βήματα, αλλά έχουμε πολύ δρόμο για να διανύσουμε», συμπληρώνει αποκαλύπτοντας εξάλλου, ότι σε έναν χρόνο προγραμματίζεται στις ΗΠΑ από την ACM η διοργάνωση μιας πολύ μεγάλης επιστημονικής συνόδου σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την αλληλεπίδρασή της με άλλες επιστήμες.
«Η βάση μου παραμένει στην Ελλάδα»
Μπορεί να έχει κάνει μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στις ΗΠΑ (Χάρβαρντ και Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, αντίστοιχα), και να έχει διατελέσει στο παρελθόν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, ωστόσο ο Γιάννης Ιωαννίδης έχει επιλέξει η βάση του να παραμένει στην Ελλάδα. Είναι καθηγητής Υπολογιστικών Συστημάτων και Εφαρμογών στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής Πληροφορικής στο Ερευνητικό Κέντρο «Αθηνά», όπου υπήρξε επιπλέον πρόεδρος και γενικός διευθυντής για δέκα χρόνια.
Πόσο δύσκολο ήταν για έναν Έλληνα επιστήμονα να βρεθεί στο τιμόνι του διεθνούς οργανισμού, τον ρωτάμε. «Σε καμία περίπτωση δεν θα πω ότι ήταν εύκολο. Είναι πιο εύκολο να το πετύχεις αν είσαι στην Αμερική, αλλά μπορεί να γίνει και από την Ελλάδα. Και μέχρι τώρα αυτό μπορεί να ήταν θεωρητικό, αλλά τώρα υπάρχει απτό παράδειγμα. Πολλές διεθνείς επιτυχίες μπορούν να συμβούν από την Ελλάδα, αν έχεις να συνεισφέρεις κάποια θετικά στοιχεία που εκτιμώνται», τονίζει.
Παρατηρεί, εξάλλου, ότι «καθώς ο κόσμος γίνεται πιο πολύπλοκος με τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς, ενώ παράλληλα η τεχνολογία αρχίζει να αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού και όχι συνεργασίας, το γεγονός ότι είμαι από την Ευρώπη βοηθάει πολύ. Ακόμη και όσοι δεν είναι θετικά διακείμενοι απέναντι στη Δύση, βλέπουν έναν Έλληνα, από μια μικρή χώρα, αλλά από έναν πολύ ιστορικό και πολιτιστικά πλούσιο λαό και αυτό έχει μεγάλη επίδραση στο πώς σε αντιμετωπίζουν και πιθανώς το πώς αντιμετωπίζουν την ACM».
Καθώς, λοιπόν, συνεχίζει και εργάζεται στην Ελλάδα, παραμένει δραστήριος στα ερευνητικά του πρότζεκτ. Μετά την ολοκλήρωση του εμβληματικού διεθνούς ερευνητικού προγράμματος «Human Brain Project», στο οποίο είχε ηγετικό ρόλο, έχει αναλάβει τώρα τον τεχνικό συντονισμό της ψηφιακής υποδομής «EBRAINS», που αποτελεί συνέχειά του, αλλά και τη δημιουργία λογισμικού στην ερευνητική περιοχή του «Federated Learning» (Ομοσπονδιακή μάθηση), που αφορά στην εκπαίδευση μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης πάνω σε ευαίσθητα δεδομένα ασθενών με νευροεκφυλιστικές ασθένειες σε όλη την Ευρώπη χωρίς να διακυβεύεται το απόρρητο.
Επιπλέον, συμμετέχει στο δίκτυο λύσεων των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη «UN Sustainable Development Solutions Network», μια σύμπραξη πανεπιστημίων και άλλων ερευνητικών οργανισμών σε όλο τον κόσμο για την ανάδειξη της αξίας των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης. Τέλος, ασχολείται με τη διαδραστική ψηφιακή ιστόρηση σε περιβάλλον μουσείων και άλλων σημείων ενδιαφέροντος, με έργα της ερευνητικής του ομάδας να είναι προς αξιοποίηση σε ξεναγήσεις σε μουσεία όλης της Ευρώπης.
Μαρία Κουζινοπούλου