Ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP) ξεκίνησε την Τετάρτη την εισαγωγή φυσικού αερίου στο τελευταίο τμήμα του αγωγού στην Ελλάδα, από τις Σέρρες έως την Ιεροπηγή (Καστοριά) και τα ελληνοαλβανικά σύνορα, στο πλαίσιο της δοκιμαστικής λειτουργίας του έργου.
Η εισαγωγή φυσικού αερίου και στα 550 χλμ του ελληνικού τμήματος του αγωγού ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2019 και θεωρείται ορόσημο στην πορεία προς την ολοκλήρωση του έργου.
Η διαδικασία δοκιμής ελέγχει την ασφάλεια της υποδομής σύμφωνα με τα εθνικά και διεθνή πρότυπα.
Ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP), είναι ένα από σπουδαιότερα ενεργειακά έργα στη χώρα μας. Ο TAP στοχεύει να παρέχει άμεση μεταφορά φυσικού αερίου από το κοίτασμα Σαχ Ντενίζ II του αζέρικου τμήματος της Κασπίας Θάλασσας προς την Ευρώπη, ως μέρος του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου. Ο αγωγός έχει μήκος περίπου 878 χιλιόμετρα, από τα οποία 547 στην Ελλάδα, 211 στην Αλβανία, 104 υποθαλάσσια και 5 στην Ιταλία.
Στο μετοχικό κεφάλαιο της κοινοπραξίας TAP μετέχουν οι εταιρείες: BP (20%), SOCAR (20%), Snam (20%), Fluxys (19%), Enagas (16%) και Axpo (5%). Στο έργο συμμετείχαν (και κάποιες εξακολουθούν να συμμετέχουν) πάνω από 150 ελληνικές εταιρείες, ανάμεσά τους η J&P AΒΑΞ Α.Ε., η Σωληνουργεία Κορίνθου Α.Ε., η ΤΕΡΝΑ κτλ. Ο TAP σχεδιάζεται να μεταφέρει αρχικά περί τα 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον χρόνο (bcm/a) και διαθέτει δυνατότητα διπλασιασμού της δυναμικότητάς του έως τα 20 bcm/a.
Η Ελλάδα (έχοντας την σθεναρή υποστήριξη των ΗΠΑ) μέσω μιας σειρά σημαντικών έργων στον τομέα της ενέργειας, μετατρέπεται σταδιακά σε σημαντικό περιφερειακό ενεργειακό κόμβο. Για παράδειγμα, ο Διασυνδετήριος Αγωγός Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), ένα ακόμη σημαντικό έργο, θα συνδεθεί με τον αγωγό φυσικού αερίου ΤΑΡ και με τον πλωτό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη.
Εκτός από τον Διασυνδετήριο Αγωγό Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), τη δημιουργία σταθμού υγροποιημένου αερίου στα ανοιχτά της Αλεξανδρούπολης, η περίπτωση του αγωγού East Med, που θα φέρει το αέριο της Ανατολικής Μεσογείου στις αγορές τις Ευρώπης, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, για το τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει (ακόμη πιο) σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μέλλον της ευρύτερης περιοχής.