Ολοκληρώνουμε εδώ την παρουσίαση των όπλων που έχουν χρησιμοποιήσει κατά την πολύχρονη θητεία τους τα Phantom της Ισραηλινής Αεροπορίας.
Β. ΟΠΛΑ ΑΕΡΟΣ-ΕΔΑΦΟΥΣ (συνέχεια)
Rafael Tadmit: Είναι ισραηλινής κατασκευής κατευθυνόμενη βόμβα ανεμοπορίας ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης και μεγάλης ακτίνας δράσης, απορρήτων ακόμη, ειδικοτέρων τεχνικών προδιαγραφών, προϊόν της δεκαετίας του ‘70. Έχει φωτογραφηθεί μόνο σε ισραηλινά F-4E και όχι σε άλλους τύπους. Αποτελεί εμβληματικό όπλο της μετά Yom Kippur εποχής, ως υλοποίηση των τακτικών stand-off attack, τις οποίες τα πορίσματα του πολέμου κατέστησαν αναγκαίες προς επιβίωση της ΗΗΑ από την πυραυλική αεράμυνα των αραβικών εθνών.
Φέρεται στους έσω υποπτερύγιους φορείς, σε συνδυασμό με ατρακτίδιο ζεύξεως δεδομένων (data link pod, αναγκαίο προς αξιοποίηση της μακράς – απόρρητης πάντως – εμβελείας της βόμβας για αναμετάδοση της εικόνας της τηλεοπτικής κάμερας επί του ρύγχους της στο κόκπιτ του Phantom) υπό τον έξω δεξιό υποπτερύγιο αντί της εξωτερικής δεξαμενής των 370 γαλλονίων, σε ασύμμετρη φόρτωση με τέτοια δεξαμενή αριστερά και με κεντρική 600 γαλλονίων υπό την άτρακτο, σε συνδυασμό κατά κανόνα με AIM-9D ή/και ατρακτίδιο AN/ALQ-119 στις πρόσθιες θέσεις ΑΙΜ-7 με τους αντιστοίχους προσαρμογείς.
Η γενική διάταξη και όψη της βόμβας δίδει την εντύπωση μιας reverse-engineered AGM-62 Walleye (I). Από την οποία όμως διαφοροποιείται οπτικώς κατά το ότι οι πτέρυγες είναι τραπεζοειδείς (παρόμοιες με της GBU-15) και όχι δέλτα, και το σώμα απλούστερο (κορμός βόμβας με σκευή καθοδήγησης και λοιπά παρελκόμενα, αντί τελείου κυλίνδρου με γόμωση όπως η AGM-62).
Μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα με τη Walleye II, διαφορετικής πτερυγικής διαμόρφωσης από τη Walleye I.
Πάντως η διάταξη των επιφανειών ελέγχου στα χείλη εκφυγής των πτερύγων και η ram-air turbine στην κωνική πίσω απόληξη του όπλου είναι τυπικά κοινά χαρακτηριστικά των Walleye και Tadmit.
Είναι βάσιμη η εικασία ότι το Ισραήλ, ένθερμος θιασώτης των όπλων ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης (τη χρήση των οποίων ευνοεί το περιβάλλον και το κλίμα της χώρας και της περιοχής), βρήκε στη Walleye αυτό που αναζητούσε, ιδίως σε επίπεδο ακριβείας και εμβελείας, αλλά το εξαιρετικά υψηλό κόστος της λειτουργούσε αποθαρρυντικά για την απόκτηση μεγαλύτερου αριθμού. Σε εποχές προ του ετησίου αμερικανικού πακτωλού βοηθείας (που άρχισε να ρέει το 1979, μετά τη σύναψη των ειρηνευτικών συμφωνιών του Camp David με την Αίγυπτο), με τη χώρα διαρκώς στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και τον πληθυσμό της καθηλωμένο για δεκαετίες σε εξαιρετικά λιτό βίο, η ανάγκη για ένα παρόμοιο όπλο χωρίς εκροή του σπανίου συναλλάγματος ήταν προφανής.
Δεν έγινε προσπάθεια εξαγωγής του όπλου, γεγονός που επιτείνει την υποψία περί reverse engineering. Πάντως ισραηλινές βιβλιογραφικές πηγές αναφέρουν ως χρόνο έναρξης ανάπτυξης της βόμβας την περίοδο ήδη προ του πολέμου του Yom Kippur και ως χρόνο έναρξης παραδόσεων στην ΗΗΑ το Νοέμβριο του 1974. Με ασυνήθιστο ζήλο εξαίρεται από τις ίδιες πηγές ότι ήταν «η πρώτη ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης βόμβα της ΗΗΑ», ενώ είναι γνωστό ότι τόσο η GBU-8B/B HoBoS όσο και η AGM-62 Walleye ευρίσκονταν ήδη σε υπηρεσία με την ΗΗΑ κατά τον Πόλεμο του Yom Kippur το 1973, η δεύτερη μάλιστα (ως Ι, χωρίς data link) ως μέρος του πακέτου ανταμοιβής και εξευμενισμού του Ισραήλ για την κατόπιν αμερικανικών πιέσεων συναίνεση στην ανακωχή με την οποία έληξε ο Πόλεμος της Φθοράς το 1970. Ο υπερβάλλων αυτός ζήλος των Ισραηλινών στην προχρονολόγηση εξέλιξης της Tadmit και στη μεταχρονολόγηση παραλαβής των Walleye & HoBoS επιτείνει έτι περαιτέρω την υποψία ότι αυτές «αξιοποιήθηκαν» για την εξέλιξη της πρώτης.
Επειδή οι παραπάνω – ελάχιστα πειστικοί και ευχερώς διαψεύσιμοι – ισχυρισμοί προκαλούν τη νοημοσύνη, οι ίδιες ακριβώς ισραηλινές πηγές επανήλθαν κατόπιν ετών στο θέμα, πραγματοποιώντας στροφή 180 μοιρών: Κατά το νεότερο αφήγημα, η πρώτη ισραηλινή ηλεκτροοπτικώς κατευθυνόμενη βόμβα ανεμοπορίας ήταν η GBU-8 HoBoS (εβραϊστί “Rahat”), στην οποία έγινε αναφορά στο Β΄ μέρος της μελέτης μας, δοκιμές με την οποία η ΗΗΑ αξιοποίησε ήδη το 1970, πριν καν γίνει επιχειρησιακή χρήση της GBU-8 από την USAF στο Βιετνάμ (10/5/1972).
Μόνο μία από τις 4 τότε μοίρες Kurnass της HHA, η 119η («Νυχτερίδα») στο Tel Nof, αξιοποιούσε επιχειρησιακά το όπλο. Η GBU-8 χρησιμοποιήθηκε σε πολεμική αποστολή για πρώτη φορά το πρωί της 16/10/1973, διαρκούντος του πολέμου του Yom Kippur: Δύο Kurnass με μία βόμβα το καθένα εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον αιγυπτιακού σταθμού διοίκησης, αλλά καμία από τις δύο δεν εξερράγη λόγω ελαττωματικών πυροσωλήνων. Το ίδιο απόγευμα, τα ίδια (!) αεροσκάφη εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον γέφυρας βαθιά στο συριακό έδαφος, με δύο στα δύο πλήγματα και ολοσχερή κατεδάφιση της. Στη διάρκεια του πολέμου πραγματοποιήθηκαν 18 έξοδοι με άφεση 31 HoBoS: 21 βόμβες σημείωσαν απευθείας πλήγματα, 7 αστόχησαν και 3 δεν εξερράγησαν λόγω ελαττωματικών πυροσωλήνων. Υπενθυμίζεται ότι το όπλο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τα F-4E Peace Icarus 2000 της ΠΑ.
Κατά τις ίδιες ισραηλινές πηγές, ήδη το Φεβρουάριο του 1971 τέθηκε σε υπηρεσία, ως δεύτερη κατευθυνόμενη βόμβα, η AGM-62 Walleye (εβραϊστί “Egrof Tsa’how”, ήτοι «κίτρινη γροθιά»), και πάλι με την 119η Μοίρα («Νυχτερίδα»). H Walleye όμως – συνεχίζει το νεότερο αφήγημα των ιδίων πηγών – κρίθηκε από το Ισραήλ «ανεπαρκούς ακριβείας» για το “silver bullet” Kurnass, και παραδόθηκε σύντομα στο στόλο των «αναλώσιμων» A-4E/N Skyhawk. Μάλιστα, η εξέλιξη της Tadmit από τη Rafael φέρεται να ζητείται ήδη το 1972 προς αντικατάσταση των «ανεπαρκών» Walleye από ένα «ακριβέστερης πρόσκτησης στόχου και μεγαλύτερης εμβελείας όπλο», προδιαγραφές που φέρεται να πέτυχε η Tadmit.
Ασφαλώς, οι πτέρυγες και μόνον της βόμβας επιτρέπουν την υπόθεση ότι η Tadmit είχε μεγαλύτερη εμβέλεια από τη Walleye (όχι όμως και από τη Walleye II). Όμως οι περί «ανεπαρκούς ακριβείας» ισχυρισμοί δεν συνάδουν με τις καλώς τεκμηριωμένες δάφνες που η Walleye έδρεψε στο Βιετνάμ, όπου μάλιστα τα Α-4E/F του Ναυτικού (βασικοί φορείς της Walleye) δεν είχαν το προνόμιο ενός μέσου όπως το TISEO των Kurnass της ΗΗΑ, και οι συνθήκες οπτικού κοντράστ των τυπικών στόχων σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο ήταν λιγότερο πρόσφορες για ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης όπλα συγκριτικώς προς το μεσανατολικό τοπίο.
Ακόμη περισσότερο, οι ισχυρισμοί αυτοί αδυνατούν να ερμηνεύσουν το λόγο, για τον οποίο το Ισραήλ επανήλθε με μαζικές αγορές Walleye (100 AGM-62 Walleye II το 1978, 200 AGM-62 Walleye II ER/DL το 1979, και άλλες 100 του ιδίου τύπου το 1980) αρκετά χρόνια αφότου αυτά τα «ανεπαρκή» όπλα αντικαταστάθηκαν από τις «ανώτερες» Tadmit. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για το διαχρονικό φαινόμενο της εξαιρετικά επιτηδευμένης εξιδανίκευσης των ισραηλινής κατασκευής οπλικών συστημάτων στο πλαίσιο εμπορικών στοχεύσεων, με κάρπωση της αίγλης των λαμπρών ενόπλων δυνάμεων της μεσανατολικής χώρας. Αν εν προκειμένω συντρέχει και σκοπιμότητα συσκότισης ιχνών reverse engineering, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Tales from the Phantom Diaries, vol. 2: Ο Δαυΐδ κρατούσε βαριοπούλα, όχι σφεντόνα (μέρος Α΄)
Οι παραπάνω επιφυλάξεις μας για το ως άνω ισραηλινό αφήγημα επιρρωνύονται και από φωτογραφίες των Kurnass της ΗΗΑ με GBU-8 HoBoS & AGM-62 Walleye I (των αρχικών «ανεπαρκών») εντός της δεκαετίας του ’80.
Η Tadmit (εβραϊστί “Egrof Hoom”, ήτοι «καφέ γροθιά») δεν υπηρετεί πλέον, καθώς νεότερα, ανωτέρων επιδόσεων όπλα τηλεοπτικής καθοδήγησης (GBU-15, Rafael Popeye, Rafael SPICE) εισήλθαν στο ισραηλινό οπλοστάσιο τόσο πριν όσο και μετά την απόσυρση των F-4E. Υπηρέτησε με τις μοίρες 107η «Ιππότες της Πορτοκαλί Ουράς» (σήμερα με F-16I “Shufa” και βάση το Hatzerim κοντά στη Beer Sheba), 69η «Σφυριά» (κατ’ εξοχήν μοίρα κρούσεως της ΗΗΑ από την εποχή του Πολέμου της Ανεξαρτησίας το 1948 με τα Β-17 ως και σήμερα με τα F-15I “Raam” και βάση το Hatzerim) και 119η «Νυχτερίδα» (σήμερα με F-16I “Shufa” και βάση το Ramon στην έρημο Negev), κατά την περίοδο που αυτές ήταν εξοπλισμένες με τα Kurnass (κοινό F-4E) και Kurnass 2000.
Τεκμηριώνεται επιχειρησιακή χρήση της Tadmit στην επιχείρηση «Ειρήνη στη Γαλιλαία» (Λίβανος 1982), με φωτογραφίες να απεικονίζουν σχηματισμούς ως και 6 (!) Kurnass με μία ή δύο Tadmit έκαστο να τροχοδρομούν. Δεν έχει γίνει ποτέ αναφορά στα αποτελέσματα των επιδρομών αυτών από τις αρχές του Ισραήλ ή από Ισραηλινούς συγγραφείς, παρά το ότι γενικώς είναι λαλίστατοι στις αφηγήσεις θριάμβων των ισραηλινής κατασκευής οπλικών συστημάτων στο πεδίο της μάχης.
Η Tadmit θεωρείται ως τεχνική αφετηρία της εξέλιξης του πυραύλου αέρος – εδάφους Popeye, επίσης ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης, της ιδίας κατασκευάστριας.
Κλείνοντας το κεφάλαιο του πρώτου σημαντικού κατευθυνόμενου όπλου αέρος – εδάφους ισραηλινής κατασκευής, ας σημειωθεί ότι σε δυτικές πηγές έως και της δεκαετίας του ’80 γινόταν λόγος για κάποιο ισραηλινής κατασκευής σπουδαίο όπλο τηλεοπτικής κατεύθυνσης ονόματι Luz ή Luz-1. Στην πραγματικότητα νοείτο η Tadmit.
Ο πραγματικός πύραυλος Luz, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ήταν η πρώτη προσπάθεια του Ισραήλ, το 1961, για κατασκευή ενός πυραύλου εδάφους – εδάφους και αέρος – εδάφους. Ένα πρωτόγονο βλήμα με ευθείες πτέρυγες και βραχύτατη εμβέλεια, που δεν ετέθη ποτέ σε επιχειρησιακή χρήση ούτε με το Στρατό ούτε με την Αεροπορία.
Rockwell International (αργότερα Boeing) GBU-15 CWW: Η εξέλιξη του όπλου ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης, διαδόχου της GBU-8B/B HoBoS, άρχισε από το Armament Development and Test Center (Eglin AFB, στη Φλόριδα) της USAF ήδη το 1974. Με στόχο ένα όπλο μεγαλύτερης εμβελείας και με δυνατότητα πρόσκτησης στόχου το πρώτον μετά την άφεση (LOAL, lock-on-after-launch), με διατήρηση αυτονόητα της δυνατότητας απευθείας βολής με πρόσκτηση στόχου προ της αφέσεως (LOBL).
Το όπλο, γνωστό και ως Cruciform-Wing Weapon (CWW), τέθηκε σε υπηρεσία με άκρως εξειδικευμένες στην αποστολή αυτή μοίρες κρούσεως της USAF (με F-111F & F-4E/ARN-101) το 1983, αλλά η Heyl Ha’ Avir, λάτρης και δεινός χρήστης των κατευθυνομένων βομβών ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης, την απέκτησε ήδη το 1977 ως πρώτος πελάτης στον κόσμο.
Στο όπλο αποδίδεται τυπική εμβέλεια 15-24 χλμ., η οποία όμως μπορεί να ανέλθει στα 37 χλμ. με υπερηχητική άφεση από μεγάλο ύψος, τεχνική που κατεξοχήν χρησιμοποιεί η ΗΗΑ σε επιθέσεις της κατά συριακών στόχων στον 21ο αιώνα. Φυσικά, στις αποστάσεις αυτές είναι απίθανη η οπτική πρόσκτηση του στόχου με μέσα του αεροσκάφους – φορέως, οπότε χρησιμοποιείται το ατρακτίδιο ζεύξεως δεδομένων ΑΝ/ΑΧQ-14 (από το αεροσκάφος – φορέα ή και τρίτο αεροσκάφος) για να αναμεταδίδει την εικόνα του οπτικού αισθητήρα από το ρύγχος της βόμβας στο κόκπιτ.
Η έκδοση GBU-15(V)1/B (τυπική για την ΗΗΑ) έχει τα μακράς χορδής πτερύγια που προσδίδουν τη μέγιστη ακτίνα και χρησιμοποιεί τον τηλεοπτικό ερευνητή ημερησίου φωτός, οπτικού κοντράστ DSU-27A/B TV, ενώ η ιδίας αεροδυναμικής διαμόρφωσης GBU-15(V)2/B τον ερευνητή υπέρυθρης απεικόνισης (IIR) WGU-10/B του AGM-65D Maverick για νυχτερινές (όχι όμως παντός καιρού) προσβολές. Το όπλο με τα βραχείας χορδής πτερύγια καλείται αντίστοιχα GBU-15(V)21/B & 22/Β.
Tales from the Phantom Diaries, vol. 2: Ο Δαυϊδ κρατούσε βαριοπούλα, όχι σφεντόνα (μέρος Β΄)
Όλες οι παραλλαγές του ικανότατου, πολυσχιδούς και ακριβού ($227.600, έναντι $ 1.871 για μια κοινή Mk. 84, σε τιμές 1991) όπλου μπορούν να φέρουν ως κορμό είτε την εκρηκτική Mk. 84 των 2.000 λιβρών είτε την ιδίου βάρους διατρητική BLU-109. Τέλος, το βάρος του όπλου, με 2.450 λίβρες, δηλαδή πάνω από 1,1 τόνο, είναι μεγάλο (αναφορές για 3.640 – 3.655 λίβρες δεν φαίνονται ακριβείς).
Ενώ τεκμηριώνεται χρήση της GBU-15 από ισραηλινά Phantom στο Λίβανο το 1982, η πλέον προβεβλημένη και επιτυχής χρήση της σε ισραηλινή υπηρεσία είχε ως φορέα τα διθέσια F-15D και σημειώθηκε την 1/10/1985 με την επιδρομή κατά του Αρχηγείου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) στην Τύνιδα της Τυνησίας (Operation “Wooden Leg”), όπου η Οργάνωση ήδρευε μετά τη βίαιη έξωσή της από τη Βηρυτό το 1982.
Μετά τη σφαγή των τριών επιβατών ισραηλινής θαλαμηγού ανοικτά της Λάρνακας Κύπρου από κλιμάκιο της ειδικής καταδρομικής μονάδος Force 17 της PLO την 25/9/1985, ενεργοποιήθηκε πάραυτα το πάγιο – γνωστό και από τη σφαγή των Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972 – δόγμα του Ισραήλ που προβλέπει απηνή καταδίωξη και θανάτωση κάθε φυσικού ή ηθικού αυτουργού φόνου πολιτών του, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και χωρίς υπολογισμό δαπανών και απωλειών.
Έτσι 6 F-15D (2 Χ ΑIM-9L συν δεξαμενή υποπτερυγίως δεξιά, 2 Χ ΑΙΜ-7F υπό την άτρακτο δεξιά, FAST packs άμφω, GBU-15(V)1/B υποπτερυγίως αριστερά, AN/AXQ-14 data link pod υπό την άτρακτο κεντρικώς) με συνοδεία 2 F-15A (4 AIM-7F, 4 Python 3, 2 υποπτερύγιες δεξαμενές & 6 X Mk. 82 500 lb. σε εξαπλό φορέα υπό την κεντρική άτρακτο), όλα με πληρώματα επίλεκτους MiG-killers, διέσχισαν τη Μεσόγειο σε απόσταση 2.000 χλμ. από το Tel Nof ως την Τύνιδα με ανεφοδιασμό από Boeing 707 της ΗΗΑ. Τα 4 στα 6 όπλα ακριβείας βρήκαν το στόχο, το ίδιο και οι 12 βόμβες των 500 λιβρών, οπότε το αρχηγείο της PLO και ο στρατώνας της Force 17 ισοπεδώθηκαν αφήνοντας 75 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση. Η αποστολή διήρκεσε 6 ακριβώς ώρες.
Αργότερα, η βόμβα (στην υπέρυθρης καθοδήγησης έκδοση V2/B) έγινε διάσημη με την αποστολή καταστροφής του αντλιοστασίου των διυλιστηρίων Mina al Ahmadi στο κατεχόμενο από το Ιράκ Κουβέιτ στις 27/1/1991, με στόχο τη διακοπή της ροής πετρελαίου προς τη θάλασσα, την οποία οι Ιρακινές δυνάμεις κατοχής είχαν ελευθερώσει με τραγικές για το περιβάλλον συνέπειες. Δύο F-111F της 493ης Μοίρας της 48ης Τακτικής Πτέρυγας Μάχης της USAFE (RAF Lakenheath, αποσπασμένη στο Taif της Σ. Αραβίας) εξαπέλυσαν δύο GBU-15 με ταχύτητα 1,2 Mach από 40.000 πόδια, προς επίτευξη της μεγίστης εμβελείας 37 χιλιομέτρων της βόμβας.
Οι βόμβες κατευθύνθηκαν από άλλο F-111F που έφερε το data link pod και ευρίσκετο σε τροχιά 80 χιλιόμετρα (!) μακριά από το στόχο στα ανοικτά του Κουβέιτ με απόλυτη ακρίβεια, τερματίζοντας τη ρύπανση. Αεροσκάφη ιδίου τύπου χρησιμοποίησαν επιτυχώς τις GBU-15 και κατά καταφυγίων αεροσκαφών από οπλισμένο σκυρόδεμα σε βάσεις του Ιράκ.
Ακολούθως, το Σεπτέμβριο του 1995, στο πλαίσιο της επιχείρησης Deliberate Force για τον εξαναγκασμό των Σέρβων της Βοσνίας σε αποδοχή συμφωνίας ειρήνευσης της τριεθνούς χώρας, αμερικανικά F-15E Strike Eagle, σε μια μίμηση ισραηλινών τακτικών, έπληξαν επιτυχώς με GBU-15 ορισμένα γνωστών θέσεων κινητά συστήματα 2K12 Kub (SA-6) των Σερβοβοσνίων από απόσταση εκτός του βεληνεκούς των ακόμη επίφοβων συστημάτων – αστέρων του πολέμου του Yom Kippur. Τα τελευταία είχαν μόλις τον Ιούνιο του 1995 επιτύχει την κατάρριψη του F-16C Block 40 της USAF με χειριστή τον μετέπειτα διάσημο για τη μυθιστορηματική του διάσωση Scott O’ Grady, πάλι στη Βοσνία. Το τυπικό προφίλ πτήσεως ήταν το ίδιο με την αποστολή στο Mina al Ahmadi, προς αξιοποίηση της μέγιστης κινηματικής ακτίνας της βόμβας.
Το Ισραήλ χρησιμοποιεί και την έκδοση με πτέρυγες βραχείας χορδής GBU-15(V)21/22 (TV / IIR αντίστοιχα) μέχρι και σήμερα στα διθέσια αεροσκάφη κρούσεως F-16D “Barak” & F-16I “Shufa”, με έναν μικρό προσαρμογέα που «κατεβάζει» το πίσω μέρος του βλήματος (ανάρτηση υπό γωνία με το ρύγχος προς τα πάνω) διότι άλλως το τεραστίου εκπετάσματος πτέρωμα της βόμβας δεν επιτρέπει πλήρους εύρους κίνηση στα φλαπς χείλους εκφυγής του κλασικού μονοκινητήριου.
Από το 1999, η EGBU-15 (E=Enhanced) για την USAF παρεδίδετο με κατεύθυνση INS/GPS, πέραν του ερευνητή ορατού ή υπερύθρου φάσματος, ώστε τυχόν απροσδόκητη κακοκαιρία να μη ματαιώνει την αποστολή.
Ακολούθως, η USAF πειραματίσθηκε, στο πλαίσιο του προγράμματος EDGE, με μία GBU-15 μακράς χορδής με καθοδήγηση μόνο INS/GPS, αλλά πολύ ανώτερης ακρίβειας σε σχέση με τις JDAM, και βέβαια ασύγκριτα ανώτερης εμβέλειας.
Μια εξαιρετικά προηγμένη, πυραυλοκίνητη έκδοση της GBU-15, με τον προσήκοντα (λόγω πυραυλοκινητήρος) χαρακτηρισμό AGM-130, ουσιωδώς ανώτερη σε κάθε τεχνικό χαρακτηριστικό και όχι μόνο σε εμβέλεια (75+ χλμ.), εξελισσόταν για την USAF από το 1984. Εισήλθε σε υπηρεσία το 1999, παρήχθη σε 502 συνολικά μονάδες, απέτυχε παταγωδώς σε επιχειρησιακή χρήση στην Επιχείρηση Iraqi Freedom του 2003 (μετά από ανάμεικτες εντυπώσεις στην Επιχείρηση Allied Force κατά της Σερβίας το 1999), και τελικώς αποσύρθηκε οριστικώς το 2013, με τα εναπομείναντα τεμάχια να διαλύονται. Δεν εξήχθη ποτέ, και βέβαια ούτε και προς το Ισραήλ, που διέθετε άλλωστε τον Rafael Popeye στην κατηγορία.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όπως πληροφορείτο το ελληνικό κοινό από άρθρο του Φαίδωνος Γ. Καραϊωσηφίδη στην ΠΤΗΣΗ τ. 168 Μαΐου 1999, η Ελλάς εκλιπαρούσε τις ΗΠΑ να αποδεσμεύσουν τον AGM-130 για τα υπό αναβάθμιση τότε F-4E Peace Icarus 2000, συναντώντας όμως επίμονη άρνηση λόγω προοπτικής διατάραξης της ισορροπίας στο Αιγαίο εις βάρος της Τουρκίας, ή εξάρτηση της προμήθειας από την ταυτόχρονη κτήση των Rafael Popeye (βλ. και παρακάτω) από την Τουρκία.
Εκσυγχρονισμένα F-4E AUP της ΠΑ. Μια νέα καριέρα πάνω από το Αιγαίο (ΑΡΧΕΙΟ ΠΤΗΣΗ)
Η στάση αυτή των ΗΠΑ επιβεβαιωνόταν και σε άρθρο της «ΠΤΗΣΗΣ» τον Ιανουάριο του 2000 για τον ΑΜ.39 Exocet.
AM39 Exocet, όταν τα Mirage άρχισαν να εξουσιάζουν το Αιγαίο (κι όχι μόνο)
Ευτυχώς, ο ελληνικός λαός δεν χρειάστηκε να βάλει τελικώς το χέρι στην τσέπη για το απροσδόκητο αλλά ηχηρό ναυάγιο που στάθηκε κατ’ αποτέλεσμα ο AGM-130, ο οποίος για σειρά ετών είχε γίνει το «Άγιο Δισκοπότηρο» της ΠΑ και του ελληνικού αμυντικού τύπου, με την αγανάκτηση για την εξαγωγική πολιτική των ΗΠΑ στο θέμα να «χτυπά κόκκινο». Βεβαίως, όλα αυτά σε χρόνο που η πρόδηλη επιχειρησιακή ανεπάρκεια του βλήματος δεν είχε γίνει ακόμη γνωστή.
General Dynamics (Pomona Division) AGM-78 Standard ARM: Η ανεπαρκής εμβέλεια (16-40 χλμ., αναλόγως της εκδόσεως) του AGM-45 Shrike στο Βιετνάμ οδηγούσε συχνά σε «μονομαχίες» αεροσκαφών καταστολής αεράμυνας με SA-2, από τις οποίες η επιβίωση ήταν αμφίβολη για το αεροσκάφος (περίφημη η αποστολή που εξασφάλισε στον Mike Estocin, με Α-4Ε του Ναυτικού, μετά θάνατον το Μετάλλιο Τιμής του Κογκρέσσου). Η ευχερής λύση βρέθηκε στη διασκευή του τεραστίου βλήματος επιφανείας – αέρος RIM-66A Standard (μετέπειτα SM-1MR, 46 χλμ. εμβέλεια) του Ναυτικού των ΗΠΑ, με προσθήκη ερευνητή εκπομπών ραντάρ. Εκτοξευόμενος από αέρος, ο ταχύτητος 1,9 Mach πύραυλος επιτύγχανε εμβέλεια 90 χλμ., και ήταν ήδη έτοιμος το 1968-69.
Το βλήμα αποκτήθηκε τόσο από την USAF, με αρχικό φορέα τα F-105F/G Wild Weasel III και αργότερα τα F-4G Wild Weasel V, όσο και από το USN, με μόνο φορέα τα A-6B “Iron Hand” & A-6E PAT/ARM Intruder, ενώ τα κλασικά αεροσκάφη καταστολής αεράμυνας A-4E/F & A-7A/B/C/E διετήρησαν τους Shrike.
Στον κλασικό Shrike περιορίσθηκαν και τα 36 «ενδιάμεσης λύσης» EF-4C Wild Weasel IV της USAF, εξοπλισμένα με AN/APR-25 Radar Homing and Warning System (RHAWS), σύστημα προειδοποίησης εκτόξευσης SAM AN/APR-26 και δέκτη ενεργοποίησης ηλεκτρονικών αντιμέτρων ER-142, που έδρασαν στο Β. Βιετνάμ το 1972 συνεπικουρώντας τα 48 F-105G Wild Weasel III.
Το όπλο ήταν τόσες φορές ακριβότερο του Shrike, που μετά από κάθε εκτόξευσή του στο Βιετνάμ το πλήρωμα έπρεπε να υποβάλλει ειδικό φύλλο δημοσιονομικού ελέγχου προς το Πεντάγωνο και το GAO («Ελεγκτικό Συνέδριο», θα λέγαμε παρ’ ημίν…), με εξαντλητική τεκμηρίωση των επιχειρησιακών λόγων για τους οποίους ήταν αναγκαία η βολή του και δεν αρκούσε ένας Shrike!
Σε αντίθεση με διαδόσεις, το Ισραήλ δεν έλαβε ποτέ από τις ΗΠΑ αεροσκάφη F-4G Wild Weasel V (από τα οποία 116 προμηθεύτηκε η USAF, όλα μετατροπές δικών της F-4E οικονομικού έτους 1969), αλλά η τελευταία παρτίδα (12 ή 24 α/φ) νέας παραγωγής F-4E που του παραδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 (πρόγραμμα Peace Echo V) έφερε καλωδιώσεις για δύο AGM-78 στους έσω υποπτερύγιους φορείς.
Κανονικά, για επαρκή αξιοποίηση τέτοιων πυραύλων απαιτούνται μέσα RHAWS/ESM κλάσεως AN/APR-38 του F-4G, με πλήθος δεκτών που «χαρτογραφούν» με ύψιστη ακρίβεια το ηλεκτρονικό πεδίο μάχης και αντιπαραβάλλουν τα ευρήματα με πλουσιότατη και ενημερούμενη σε τακτική βάση ψηφιακή βιβλιοθήκη απειλών. Λόγω διαβάθμισης όμως του ανεπανάληπτων ικανοτήτων συστήματος, τα χρησιμοποιούμενα στο ρόλο όψιμης παραγωγής ισραηλινά F-4E έφεραν μάλλον το σχετικώς απλό (αλλά επαναπρογραμματιζόμενο, με ψηφιακή βιβλιοθήκη απειλών) RWR AN/ALR-46, τυπικό εξοπλισμό των τακτικών μαχητικών της USAF της εποχής. Εναλλακτικώς πιθανολογείται η ύπαρξη ενός πιο εξεζητημένου συστήματος της Loral. Πρόκειται, ασφαλώς, για το είδος θεμάτων για τα οποία δεν εκδίδεται δα και δελτίο τύπου… Πάντως, τα αεροσκάφη αυτά έφεραν και το ψηφιακό ολοκληρωμένο σύστημα ναυτιλίας/επίθεσης LW-33 της Litton αντί του απηρχαιωμένου αδρανειακού συστήματος πλοήγησης AN/ASQ-63, της ιδίας εταιρίας, των έως τότε F-4E.
Οι πύραυλοι που έλαβε το Ισραήλ ήταν οι ΑGM-78D Standard ARM, έσχατη βαθμίδα εξέλιξης του τύπου, με ερευνητή ευρύτατου φάσματος συχνοτήτων της Maxson, ικανότητα πλήγματος κατά ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης, ελέγχου πυρός SAM, GCI αναχαιτιστικών αεροσκαφών κ.λπ., δυνατότητα διακράτησης της θέσεως του ραντάρ – στόχου και αν ακόμη αυτό παύσει την εκπομπή του διαρκούσης της πτήσεως του πυραύλου, βελτιωμένο πυραυλοκινητήρα, δραστικότατη θραυσματογόνο εκρηκτική κεφαλή 100 κιλών και άλλες βελτιώσεις.
Ο SA-6 είχε πλέον βρει τη Νέμεση του! Για δεκαετίες είχε βρει διεθνώς διάδοση – ως συνήθως – ο θρύλος ενός υπερόπλου αντιραντάρ ισραηλινής κατασκευής, του Egrof Sagol («πορφυρά γροθιά»). Σήμερα είναι γνωστό ότι πρόκειται απλώς για το εβραϊκό όνομα του Standard ARM. Για την επιχειρησιακή του αξιοποίηση συγκροτήθηκε ιδιαίτερη μοίρα, η 105η «Σκορπιός» στη βάση του Hatzor, που έκανε χρήση των Phantom στο ρόλο καταστολής αεράμυνας το διάστημα 1975-87. Ακολούθως, ο ρόλος αυτός (και τα αντίστοιχα F-4E) πέρασε στην 107η Μοίρα (“Iππότες της πορτοκαλί ουράς», σήμερα με F-16I “Shufa” και βάση το ιστορικό Hatzerim), ως το 1997.
Ο πύραυλος κατέστησε το μυθικό Phantom πρωταγωνιστή του τρίτου κατά σειρά πολέμου (κατόπιν εκείνων της Φθοράς και του Yom Kippur), στο Λίβανο το 1982 με την ολοσχερή καταστροφή του πλέγματος κινητών συστοιχιών SAM της Συρίας στην κοιλάδα Μπεκάα, πλέον επιτυχημένη επιχείρηση καταστολής αεράμυνας στην ιστορία. Τα Phantom Diaries θα αφιερώσουν ειδικό άρθρο για αυτή την επιχείρηση – σταθμό στην ιστορία του αεροπορικού όπλου, η οποία ανέτρεψε το «κεκτημένο» της υπεροχής του αντιαεροπορικού πυραύλου που χρονολογείτο από την εποχή του Yom Kippur και απεκατέστησε την πρωτοκαθεδρία του μαχητικού αεροσκάφους στο πεδίο της μάχης, για πρώτη φορά στη ιστορία με παραστάτες του τα UAV.
Είχαμε δει στο β΄ μέρος ότι η απόγνωση του Ισραήλ σε σχέση με την επιβιωσιμότητα των τακτικών αεροσκαφών σε ένα κεκορεσμένο από SAM πεδίο μάχης, κατόπιν της εμπειρίας του Yom Kippur, είχε οδηγήσει σε ευφάνταστες λύσεις απελπισίας, όπως οι πύραυλοι αντιραντάρ εδάφους – εδάφους. Μετά τον Shrike, και ο AGM-78 Standard ARM διασκευάστηκε για τέτοια χρήση, με τρία κάνιστρα εκτόξευσης να φέρονται από στρατιωτικό φορτηγό Μ35 ή Μ809 των 5 τόνων.
Το σύστημα, που έλαβε το όνομα Keres, γνώρισε επιχειρησιακή χρήση στην επιχείρηση της κοιλάδας Μπεκάα το 1982 ως τμήμα της γενικότερης προσπάθειας καταστολής της συριακής αεράμυνας. Σε αντίθεση με το Kilshon (ΑGM-45 εδάφους – εδάφους), το Keres γνώρισε επιτυχία: Σε τρεις εκτοξεύσεις, τρία βλήματα πέτυχαν πλήγματα επί συριακών ραντάρ. Σύντομα όμως, με την ανάκτηση της κυριαρχίας στο πεδίο της μάχης από το μαχητικό αεροσκάφος και την παρακμή των SAM που σηματοδότησε η σαρωτική επιτυχία της επιχείρησης, το Keres αποσύρθηκε, όπως και το Kilshon.
Rafael Tal 1 & Tal 2: Βόμβες διασποράς ισραηλινής κατασκευής, ανεπτυγμένες περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, φερόμενες από όλους τους τύπους αεροσκαφών κρούσεως της ΗΗΑ. Και οι δύο υποτύποι έχουν κοινό τον περιλήπτη, ο οποίος φθάνοντας σε ορισμένο υψόμετρο μετά την άφεση σχίζεται στα τέσσερα και απελευθερώνει τα βομβίδια, τα οποία οπλίζουν αεροδυναμικώς (με την επίδραση του αέρος στο σώμα τους). Η Tal 1 εισήχθη σε υπηρεσία το 1981 και φέρει 270 βομβίδια, η Tal 2 το 1983 και φέρει 315. Κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούνται ως σήμερα, καθώς το Ισραήλ δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στη Συνθήκη απαγόρευσης των πυρομαχικών διασποράς.
Israel Military Industries (IMI) ATAP: Οικογένεια βομβών διασποράς ισραηλινής κατασκευής, σε τρία μεγέθη: ΑΤΑΡ-300 με 320 βομβίδια, ΑΤΑΡ-500 με 512 βομβίδια και ΑΤΑΡ-1000 με 900 βομβίδια. Συμβατές με όλους τους τύπους αεροσκαφών κρούσεως της ΗΗΑ.
Israel Aircraft Industries (IAI) Gabriel III A/S: Πρόκειται για έκδοση αέρος – επιφανείας του κλασικού αντιπλοϊκού βλήματος Gabriel της ΙΑΙ, η οποία όμως δεν έχει το παραμικρό κοινό σε αεροδυναμική διαμόρφωση με τους πασίγνωστους αρχικούς Gabriel ευθείας πτέρυγας, επιφανείας – επιφανείας, οι οποίοι εξαπολυόμενοι από τις ΤΠΚ του ισραηλινού ναυτικού σάρωσαν τις ναυτικές δυνάμεις Συρίας και Αιγύπτου στον Πόλεμο του Yom Kippur, χωρίς απώλειες του Ισραήλ.
Χρονολογείται στο 1978. Πρόκειται για βλήμα με αυτόνομη καθοδήγηση ενεργού ραντάρ, I μπάντας, σε συνδυασμό με αδρανειακή ενδιαμέσου σταδίου προ της πρόσκτησης του στόχου από το ραντάρ του πυραύλου, με πυραυλοκινητήρα μονού σταδίου, εκρηκτική κεφαλή 150 kg (για σύγκριση: AM.39 Exocet 165 kg, AGM-84 Harpoon 227 kg), ολικό βάρος 590 kg (τυπικό για την κατηγορία) και εμβέλεια 40 ή κατ’ άλλη εκδοχή 60 χλμ. Η γενική αεροδυναμική διαμόρφωση θυμίζει τον Harpoon, αλλά το επίπεδο επιδόσεων μάλλον πρώιμη έκδοση του Exocet (MM.38). Η κατασκευάστρια ισχυριζόταν ότι το βλήμα έχει δυνατότητα διατήρησης ύψους πτήσεως 2,5 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο ανίχνευσης από το πλοίο – στόχο, και εξαίρετες ιδιότητες ECCM (αντοχής σε παρεμβολές) του ραντάρ του πυραύλου.
Το Phantom ήταν το δεύτερο αεροσκάφος δοκιμών του πυραύλου περί τα έτη 1983-84 (αναφέρεται ότι αυτές είχαν αρχίσει με φορέα Α-4 το 1982), και απεικονίζεται με δύο Gabriel III A/S σε διαφημιστικές καταχωρήσεις της ΙΑΙ κατά τη δεκαετία του ’80.
Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι το βλήμα αυτό εισήλθε ποτέ σε υπηρεσία με τα Kurnass της ΗΗΑ. Απαντάται ο ισχυρισμός ότι το βλήμα φέρεται επιχειρησιακώς από αεριωθούμενα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας ΙΑΙ 1124Ν SeaScan, ήτοι έκδοση του επιχειρηματικού τζετ ΙΑΙ Westwind, δηλαδή του 1121 Jet Commander της Aero Commander, του οποίου τα δικαιώματα κατασκευής είχε αποκτήσει η ΙΑΙ το 1968 από τη Rockwell.
Ο τύπος αυτός της ΗΗΑ (στο Ισραήλ όλα τα ιπτάμενα μέσα ανήκουν ανέκαθεν στην Heyl Ha’ Avir, δεν υπάρχει αεροπορία στρατού ή ναυτική αεροπορία) φέρει πράγματι δύο φορείς στην άτρακτο, οι οποίοι όμως φαίνονται καταλληλότεροι για συσκευές MAD ή τορπίλες, και όχι για πυραύλους με πτέρυγες μεγάλου σχετικώς εκπετάσματος.
Στην πραγματικότητα, ουδείς γνωρίζει αν αεροεκτοξευόμενη έκδοση του Gabriel (ο οποίος εξελίσσεται συνεχώς σε προηγμένες εκδόσεις επιφανείας – επιφανείας, με εξαγωγικές επιτυχίες εσχάτως) τέθηκε ποτέ σε παραγωγή για οιονδήποτε πελάτη.
Ο σύγχρονος Gabriel 5, σε υπηρεσία με τις ναυτικές δυνάμεις Ισραήλ, Φινλανδίας και Εσθονίας (στην τελευταία στην έκδοση Blue Spear με δυνατότητα πλήγματος και κατά στόχων ξηράς) ως βλήμα επιφανείας – επιφανείας, με πολυφασματικούς αισθητήρες, πρόωση turbofan και εμβέλεια 200 – 400 χλμ., δεν έχει την παραμικρή σχέση με το εδώ συζητούμενο βλήμα ως προς την αεροδυναμική, την πρόωση και την καθοδήγηση. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ΙΑΙ δεν προσέφερε ποτέ ξανά στην αγορά κάποιο βλήμα αέρος – επιφανείας με βάση τους Gabriel 4 & 5.
IAI Griffin: Πρόκειται για ισραηλινής κατασκευής βόμβα κατευθυνόμενη με laser, παρόμοια σε σύλληψη και όψη με τις κλασικές Paveway της Texas Instruments, με σκευή καθοδήγησης και πτερύγια ανεμοπορίας επί σώματος βόμβας ισραηλινής κατασκευής (250 κιλών στην πλέον διαδεδομένη έκδοση). Κατά τους ισχυρισμούς της κατασκευάστριας πλεονεκτεί έναντι της κλασικής Paveway λόγω της δυνατότητας επιλογής μεταξύ πληθώρας προφίλ πτήσεως προς το στόχο, από πολύ ρηχό (κατάλληλο για πλήγματα επί στόχων όπως π.χ. αεροσκάφη σε ανοικτού τύπου HAS) έως σχεδόν κατακόρυφο (top attack), που προτιμάται για περιορισμό παραπλεύρων απωλειών. Το CEP (circular error probable, ήτοι η διάμετρος κύκλου εντός του οποίου προσδοκάται ότι θα προσπέσει το ήμισυ των βομβών) εκτιμάται από την κατασκευάστρια στα 5 μέτρα (αριθμός όχι εντυπωσιακός πάντως για LGB με τα μέτρα της εποχής).
Η βόμβα έχει εξαχθεί στην Ινδία και στην Κολομβία, υπηρετεί δε με τη ΗΗΑ ήδη από 1988 το αργότερο, οπότε και χρησιμοποιήθηκε σε επιχειρήσεις κατά της PLO (Πρώτη Intifada), ενώ δράση είδε και το 1996 στο Νότιο Λίβανο κατά της Hesbollah (επιχείρηση «Τα Σταφύλια της Οργής»). Φέρεται και από τα A-4 H/E/N και Kfir όλων των εκδόσεων, πιθανώς δε και από τα F-16.
Rafael Popeye (AGM-142 “Have Nap”): Ισραηλινής κατασκευής πύραυλος αέρος – εδάφους, αρχικά μέσου και κατόπιν μεγάλου βεληνεκούς, κατηγορίας βαρέων βαρών (3.000 λίβρες ή 1.360 κιλά), με μεγάλης μάζας (750 λιβρών, 340 κιλών) εκρηκτική κεφαλή, προεχόντως για πλήγματα κατά στρατηγικών στόχων. Η τελική καθοδήγηση είναι ηλεκτροοπτική (με οπτικό ερευνητή απεικόνισης στο ορατό ή στο υπέρυθρο φάσμα) και με ενδιάμεση αδρανειακή πλοήγηση προς το στόχο, αναγκαία είναι δε η μεταφορά ατρακτιδίου ζεύξεως δεδομένων (AN/ASW-55, βάρους 865 κιλών, συνήθως στο δεξιό έξω υποπτερύγιο φορέα του Phantom) για την ασφαλή λήψη εικόνας από την κεφαλή του πυραύλου στο κόκπιτ σε πραγματικό χρόνο.
Τους οπτικούς αισθητήρες του Popeye χρησιμοποιούν και οι μεταγενέστερες κατευθυνόμενες βόμβες αεροπορίας Rafael SPICE, τις οποίες το μεν Phantom δεν πρόφθασε (διότι αποσύρθηκε εν τω μεταξύ), τα δε ισραηλινά F-16 τις φέρουν κατά κόρον σε επιχειρήσεις.
Ο Popeye τέθηκε σε υπηρεσία με τα F-4 Phantom (Kurnass) της ΗΗΑ το 1988 και ακολούθως χρησιμοποιήθηκε από τα Kurnass 2000, F-15B, F-15D & F-15I “Raam”. Πρώτη μονάδα ήταν, αναμενόμενα, η προβεβλημένη μοίρα βαρέως βομβαρδισμού της χώρας από τα χρόνια της Ανεξαρτησίας, η 69η («Τα Σφυριά») στο Hatzerim. Όταν η ιστορική μοίρα απενεργοποιήθηκε το 1994 (για να ανασυσταθεί λίγο αργότερα ως πρώτη χρήστης του φυσικού διαδόχου του Kurnass, του F-15I “Raam”), τα βλήματα και τα ατρακτίδια ζεύξεως δεδομένων πέρασαν στην – επίσης μακράς παράδοσης στα κατευθυνόμενα όπλα – 119η Μοίρα («Νυχτερίδα»), η οποία τα χρησιμοποίησε μέχρι να μεταπέσει στα F-16I “Shufa”, τα οποία αδυνατούσαν να φέρουν το κολοσσιαίο βλήμα.
Στη βασική του μορφή, αγοράστηκε και από την USAF (υπό το όνομα AGM-142 “Have Nap”) ως οπλισμός των B-52G/H για αποστολές κρούσεως ακριβείας κατά στρατηγικών στόχων με ένα όπλο που εξασφάλιζε μια κάποια stand-off απόσταση σε περιβάλλοντα σχετικά ήπιων απειλών. Στα οποία η εξαπόλυση των στρατηγικών Boeing AGM-86C CALCM με συμβατική κεφαλή, εμβελείας 2.500 χλμ., παρίστατο ως πανάκριβος πλεονασμός. Η USAF προμηθεύθηκε για τους «δεινοσαύρους» της 154 βλήματα το 1989, και άλλα 54 το 1996 (κατ’ άλλη εκδοχή αθροιστικά 294 μονάδες), γεγονός που χαιρετίσθηκε τότε ως μια μεγάλη επιτυχία της Rafael και ως ψήφος εμπιστοσύνης της πλέον προηγμένης τεχνολογικώς αεροπορίας του κόσμου στην ισραηλινή πολεμική τεχνολογία.
Δεν χρησιμοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις Desert Fox (1998), Enduring Freedom (2001) & Iraqi Freedom (2003) από φόβο αποξένωσης φιλίων αραβικών κρατών που δεν αναγνωρίζουν το Ισραήλ. Πρώτη και μοναδική τεκμηριωμένη χρήση του όπλου από την USAF έγινε την 11/5/1999 στο πλαίσιο της επιχείρησης Allied Force, κατά σερβικού σταθμού υποκλοπής τηλεπικοινωνιών: Τα δύο βλήματα που εκτοξεύθηκαν από Β-52Η απέτυχαν ολοσχερώς να φθάσουν στο στόχο τους, γεγονός που αποδόθηκε σε προβλήματα ολοκλήρωσης λογισμικού. Ήδη το 2004 (2003, κατ’ άλλη εκδοχή), τα όπλα αυτά αποσύρθηκαν χωρίς εξήγηση από το αμερικανικό οπλοστάσιο, παρά το γεγονός ότι το Β-52Η συνεχίζει μέχρι σήμερα να εκτελεί αποστολές συμβατικού βομβαρδισμού ακριβείας, και συνεχώς πιστοποιούνται σε αυτό νέα όπλα αυτής της κλάσεως. Ήταν η πρώτη ένδειξη ότι το φιλόδοξο πρόγραμμα του κολοσσιαίου πυραύλου δεν σημείωσε επιτυχία. Θα ακολουθούσαν και πολλές άλλες.
Το βλήμα πάντως εξήχθη και στην Ινδία (στη δειγματοληπτική ποσότητα των 30 μονάδων, της εξαιρετικά ελαφράς έκδοσης Crystal Maze, 1.100 κιλών βάρους, κεφαλής 80 κιλών και εμβελείας 100 χλμ.) για άγνωστο αεροσκάφος – φορέα, στην Ν. Κορέα (216 βλήματα) για τον εξοπλισμό των F-4E όψιμης παραγωγής που η χώρα διατηρεί ακόμη σε υπηρεσία (μαζί με αμερικανικά αναβαθμισμένα με ολοκληρωμένο σύστημα ναυτιλίας/επίθεσης Lear Siegler AN/ARN-101), στην Τουρκία (100 μονάδες) για τα αναβαθμισμένα από την ΙΑΙ F-4E Terminator 2020 και στην Αυστραλία το 1998 (90 μονάδες του υποτύπου AGM-142E) για τα F-111C (όπου η ολοκλήρωσή τους εμφάνισε σοβαρά και απροσδόκητα προβλήματα).
Ήδη το έτος 2001 (!) η Αυστραλία προσέφερε για πώληση όλα τα βλήματα. Τελικά, μετά την πρόωρη απόσυρση του F-111C το 2010, η Αυστραλία κατόρθωσε να πωλήσει 2 από τους (προφανώς αποθηκευμένους) πυραύλους στη Ν. Κορέα, και κατέστρεψε τους υπόλοιπους 88, σε ένα σπάνιου μεγέθους – ακόμη και για τα δεδομένα της Αυστραλίας – εξοπλιστικό φιάσκο.
Οπωσδήποτε, το βλήμα – μαμούθ των 4,82 μέτρων μήκους, 2 μέτρων εκπετάσματος πτερύγων και 1.360 κιλών ήταν αδύνατο να μεταφερθεί από αεροσκάφος μικρότερο των B-52 / F-111 / F-15 / F-4E, και για το λόγο αυτό η Rafael εξέλιξε την μικρότερου βάρους (2.500 αντί 3.000 λίβρες) και μήκους (4,24 μέτρα) έκδοση AGM-142 “Have Lite” ή Popeye II για χρήση από το F-16. Η έκδοση αυτή διέφερε και κατά το ότι το αδρανειακό σύστημα πλοήγησης του πυραύλου δεχόταν πλέον updates από το GPS.
Επρόκειτο μάλιστα η συγκεκριμένη «ελαφρά» έκδοση να παραχθεί τόσο για τα αναρίθμητα F-16 της ΗΗΑ όσο και για τα F-16 της ΤΗΚ κατόπιν αδείας στην Τουρκία. Η ματαίωση της δεύτερης προμήθειας λόγω ραγδαίας επιδείνωσης των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας στον απόηχο του επεισοδίου του “Mavi Marmara” ήταν αναμενόμενη.
Το ότι η «ελαφρά» και εμφανώς πιο εύχρηστη έκδοση (για την οποία υπήρχε αρχικό ενδιαφέρον και από την USAF, εντεύθεν και ο αμερικανικός κωδικός AGM) τελικώς δεν παρήχθη ούτε για την εσωτερική ισραηλινή αγορά τροφοδοτεί έτι περαιτέρω την υποψία ότι ο πύραυλος δεν δικαίωσε σε υπηρεσία τις προσδοκίες των χρηστών του. Σίγουρα, ο πύραυλος δεν προσφέρεται πλέον από τη Rafael προς πώληση. Ως προς την επιχειρησιακή/ πολεμική εμπειρία από κάποιον από τους χρήστες, η μόνη τεκμηριωμένη σχετική (και ήκιστα κολακευτική) αναφορά – πλην του φιάσκου της USAF στη Σερβία – αφορά στην εύρεση ενός μη εκραγέντος Popeye της HHA σε συριακό έδαφος το 2014 κατόπιν μιας ισραηλινής επιδρομής, σύμφωνα με ρεπορτάζ εποχής του Jane’s. Η μυθική όμως αύρα επιτυχίας και πολεμικής εμπειρίας που περιβάλλει όλα σχεδόν τα ισραηλινά όπλα, και η οποία καλλιεργείται επιμελέστατα για εμπορικούς λόγους (όχι πάντοτε με τεκμηρίωση), δεν αφήνει περιθώριο για νηφάλιες κρίσεις.
Πάντως, επειδή ο αρχικός πύραυλος (AGM-142), με πυραυλοκινητήρα στερεού καυσίμου ενός σταδίου, δεν ξεπερνούσε σε εμβέλεια τα 78 χιλιόμετρα, η Rafael εξέλιξε τον Popeye Turbo, με turbojet (turbofan κατ’ άλλη, ρεαλιστικότερη εκδοχή) κινητήρα και εμβέλεια μεταξύ 200 και 320 χλμ., ώστε να μπορεί να δρα σε περιβάλλοντα στα οποία η αμυντική κάλυψη από συστήματα κλάσεως S-300/400 καθιστά προβληματική την επιβίωση αεροσκαφών που θα πλησιάσουν στα 78 χλμ. για να εξαπολύσουν βλήματα. Η έκδοση αυτή φέρεται να υπηρετεί με τις διθέσιες εκδόσεις του F-15 σε ισραηλινή υπηρεσία, χωρίς να έχει θεαθεί πάντως.
Περαιτέρω, το βλήμα αυτό φέρεται να αποτέλεσε το ναυτικό σκέλος της ισραηλινής πυρηνικής αποτροπής, βαλλόμενο από τορπιλοσωλήνες των 533 mm (21 ιντσών) των ισραηλινών υποβρυχίων κλάσεως Dolphin, των οποίων όχι τυχαία έχει τη διάμετρο σε όλες τις ως τότε εκδόσεις του. Ακολούθησε έκδοση διαμέτρου 650 mm για πολύ μεγαλύτερη ποσότητα καυσίμου και εμβέλεια, με τα υποβρύχια του Ισραήλ να εφοδιάζονται με 4 αντίστοιχης διαμέτρου πρόσθετους τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Το βλήμα είναι σε θέση να πλήξει κάθε σημείο της επικρατείας του Ιράν από τον Ινδικό Ωκεανό, και προφανώς δεν υπάρχει διαθέσιμη απεικόνισή του.
Elbit Whizzard (Opher & Lizard): Κατευθυνόμενες βόμβες ισραηλινής κατασκευής, πανομοιότυπες σε όψη και φιλοσοφία με τις Paveway (κιτ κατεύθυνσης επί σώματος βόμβας ελευθέρας πτώσεως), των οποίων η εξέλιξη άρχισε στο α΄ ήμισυ της δεκαετίας του ’80 και τέθηκαν σε υπηρεσία με την ΗΗΑ το 1992. Whizzard είναι το όνομα όλης της οικογενείας βομβών. Η Lizard φέρει ερευνητή laser και κατά τούτο δεν διαφέρει λειτουργικώς της Paveway.
Η Opher, τουναντίον, φέρει ψυχόμενο ερευνητή υπερύθρων, και αποτελεί ως εκ τούτου σημαντική επιχειρησιακή καινοτομία, με μόνο αντίστοιχο όπλο στον κόσμο την ιαπωνική κατευθυνόμενη βόμβα GCS-1.
Το ιαπωνικό όπλο χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν ως προσιτό (σε σχέση με τους ASM-1/2/3) αντιπλοϊκό όπλο, για χρήση κατά σκαφών χωρίς άξια λόγου αντιαεροπορική άμυνα, ή άμυνα βραχυτάτης εμβελείας ή κατά σκάφους ήδη πληγέντος και με αδρανοποιημένη αεράμυνα. Η χρήση της ισραηλινής βόμβας δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά προσφέρεται ασφαλώς ως όπλο πεδίου μάχης, με τον ερευνητή να οδηγεί το βλήμα στο θερμό από τον κινητήρα μεταλλικό όγκο του άρματος ή άλλων οχημάτων. Κατά την κατασκευάστρια, προτείνεται και για αντιπλοϊκή χρήση.
Προφανές πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου καθοδηγήσεως έναντι της ημιενεργού καθοδηγήσεως laser είναι ότι πρόκειται για όπλο fire-and-forget, με το αεροσκάφος – φορέα να μπορεί να αναστρέψει αμέσως, προς αποφυγή πυρών από SHORADS / MANPADS / SPAAG που καλύπτουν την εχθρική φάλαγγα. Από την άλλη, ως αυτοκατεθυνόμενο όπλο (no-man-in-the-loop) δεν προσφέρεται για αποστολές εγγύς αεροπορικής υποστήριξης, σε αντίθεση με τις LGB, λόγω προφανούς κινδύνου αδελφοκτόνων πυρών.
Η Opher έχει αγοραστεί, εκτός του Ισραήλ, από την Ιταλία και τη Ν. Κορέα, ενώ ως χρήστης έχει αναφερθεί και το Περού για τα Mirage 2000P που διαθέτει.
Η οικογένεια έχει αποκτήσει και τρίτο μέλος, την GAL (GPS-Aided Lizard), με κατεύθυνση GPS, παρόμοια με των JDAM. Το Phantom όμως δεν την πρόλαβε. Η καινοτομία της είναι ότι συνδυάζει τη καθοδήγηση GPS είτε με τον ερευνητή laser της Lizard ή με τον ερευνητή υπερύθρων της Opher.
Israel Military Industries (IMI) Delilah: H μακρά ιστορία αυτού του μοναδικού στο είδος του βλήματος χάνεται στα βάθη του χρόνου, και ειδικότερα στη δεκαετία του ’80. Όταν το Ισραήλ χρησιμοποίησε υπό το όνομα Delilah μη επανδρωμένα αεροσκάφη αμερικανικής προελεύσεως Northrop BQM-74 Chukar σε αποστολές αντιραντάρ (αρχικώς ως δολώματα και ακολούθως οπλισμένα), διαχρονικώς μια από τις πλέον πιεστικές και υψηλής προτεραιότητος επιχειρησιακές απαιτήσεις της μεσανατολικής χώρας.
Με αφετηρία το Chukar, η ΙΜΙ εξέλιξε το Delilah, το οποίο εισήλθε σε υπηρεσία το 1992, ως αεροεκτοξευόμενο βλήμα πλεύσεως χαμηλής ταχύτητας (0,3 – 0,7 Mach), εξαιρετικά μεγάλης εμβελείας (250 χλμ.), με δυνατότητα μακράς πλεύσεως (loitering munition) ύπερθεν του πεδίου της μάχης προς αποκάλυψη, εντόπιση, στόχευση και καταστροφή καλώς παρηλλαγμένων απειλών, ιδίως κινητών στόχων και πυραυλικών συστημάτων αεράμυνας.
Ο ηλεκτροοπτικός ερευνητής στο ρύγχος του βλήματος μεταδίδει, χάρις σε ενσωματωμένη ασφαλή ζεύξη δεδομένων (data link), εικόνα στον χειριστή του αεροσκάφους σε πραγματικό χρόνο. Λόγω των χαρακτηριστικών του, και ιδίως της ευχέρειας ελιγμών που διαθέτει, μπορεί να προσεγγίσει την εικαζομένη θέση του στόχου του από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις σε αλληλοδιάδοχα περάσματα, μέχρι να τον «ξετρυπώσει» ή μέχρι εκείνος να κινηθεί αποκαλυπτόμενος μόνος του.
Το μέγεθος του βλήματος είναι ιδιαίτερα μικρό σε σχέση με τις επιδόσεις εμβελείας και αυτονομίας που επιδεικνύει (μήκος 2,71 μέτρα, βάρος 187 κιλά), οι οποίες επιτυγχάνονται χάρις σε έναν υψηλής απόδοσης turbojet, στη βραδεία πτήση και στις ευθείες πτέρυγες υψηλής άντωσης.
Πέραν του οπτικού ερευνητού, το βλήμα διαθέτει αυτόματο πιλότο για διατήρηση ύψους – πορείας και αυτόνομο αδρανειακό σύστημα πλοήγησης που δέχεται updates από το GPS, ώστε να φθάσει με ακρίβεια στην ευρύτερη περιοχή του στόχου και εκεί να αρχίσει την αναζήτησή δια του οπτικού ερευνητή.
Η κεφαλή είναι της τάξεως των 30 κιλών και προφανώς το βλήμα δεν προορίζεται για την καταστροφή εγκαταστάσεων ή στόχων υψηλής θωράκισης. Για τους τυπικούς στόχους του Delilah, ήτοι κινητά συστήματα SAM, η κεφαλή είναι απολύτως επαρκής.
Μετά την απόσυρση του Phantom, το βλήμα φέρεται μόνο από τα F-16C/D “Barak” & F-16I “Shufa” της ΗΗΑ. Η πρώτη επιχειρησιακή χρήση σημειώθηκε το 2006 στον πόλεμο του Λιβάνου κατά της Hesbollah, από το F-16.
Στις 9/5/2018, συριακές και ιρανικές πυροβολαρχίες αντιαεροπορικών πυραύλων S-75 “Dvina” (SA-2 Guideline) και αντιστοίχων εξαιρετικά μεγάλης εμβελείας S-200 “Vega” (SA-5 “Gammon”) επί συριακού εδάφους επλήγησαν και καταστράφηκαν από Delilah της ΗΗΑ. Ακολούθησε δημοσίευση φωτογραφιών από τη ΗΗΑ, που δείχνουν το Delilah να αφανίζει πλήρως κινητό σύστημα SHORADS Pantsir, το οποίο ευρίσκετο σε ζώνη καλυπτόμενη από εξαιρετικά μεγάλου βεληνεκούς αλληλοεπικαλυπτόμενα συστήματα SAM (S-300/S-400) εντός συριακού εδάφους, ώστε να αποτραπεί η παράδοσή του σε εχθρικές δυνάμεις (Hesbollah κ.λπ.) εγγύς του Ισραήλ. Προφανώς το όπλο έχει χρησιμοποιηθεί και σε πλήθος άλλων αποστολών, στις οποίες είναι ζωτικής σημασίας να μη διακινδυνεύσει μαχητικό, και για τις οποίες ασφαλώς δεν ανακοινώνονται πληροφορίες.
Το όπλο είναι αρκετά ελαφρύ για να φέρεται ακόμη και από ελικόπτερο Black Hawk, ενώ υπάρχει και έκδοση εκτοξευόμενη από το έδαφος, (Delilah-GL), πράγμα αναμενόμενο δεδομένης της γενεαλογίας του όπλου.
Το Delilah δεν έχει εξαχθεί ποτέ και θεωρείται όπλο αιχμής από το Ισραήλ. Εξελίσσεται συνεχώς σε νέες εκδόσεις, με διαφορές προπάντων στην καθοδήγηση και στο man-machine interface, χωρίς να προσδίδεται στις νεότερες εκδόσεις διακριτικό ή να γίνονται σχετικές ανακοινώσεις, αφού το όπλο θεωρείται μη εξαγώγιμο και η εμπορική διάσταση είναι αδιάφορη. Γράφεται ότι η εξάντληση των πολυσχιδών δυνατοτήτων του απαιτεί μακρά εκπαίδευση των πληρωμάτων των F-16, με σενάρια κλιμακούμενης δυσκολίας.
Το όπλο διαφέρει ουσιωδώς από όλα τα διεθνώς παραγόμενα βλήματα πλεύσεως αέρος – εδάφους κατά το ότι δεν χρησιμοποιείται για καταστροφή στρατηγικών στόχων, αλλά (παρά το υψηλό κόστος του) ως όπλο καταστολής αεράμυνας και εν γένει καταστροφής εξαιρετικά υψηλής αξίας σημειακών στόχων με απόλυτη ακρίβεια από εξαιρετικά μεγάλη απόσταση, έξω από την εμβέλεια οιουδήποτε γνωστού πυραυλικού αντιαεροπορικού συστήματος. Αυτονόητη – και ανομολόγητη– δυνητική εφαρμογή αποτελεί και η δυνατότητα στοχευμένης θανάτωσης προσώπων απολύτως ζωτικών για την αλυσίδα διοίκησης εχθρικών δυνάμεων ή για την επιστημονική τους έρευνα, τα οποία διαβιούν σε τόπους ισχυρότατα προστατευμένους από συμβατική προσβολή αεροσκαφών και απολύτως απρόσιτους σε πράκτορες ή κλιμάκια καταδρομών. Η δυνατότητα man-in-the-loop του μοναδικού αυτού οπλοσυστήματος εξασφαλίζει ότι η επίθεση μπορεί να ματαιωθεί αν π.χ. την τελευταία στιγμή άμαχοι «εισέλθουν στο κάδρο», με το βλήμα να μην αυτοκαταστρέφεται, αλλά να αναμένει να επαναλάβει την επίθεσή του υπό ευμενέστερες συνθήκες, ιπτάμενο βραδέως ως αρπακτικό γύρω από το στόχο με αρκετή διακριτικότητα για να επιβιώνει της εχθρικής αεράμυνας.
Η αναλυτική επισκόπηση της εξελικτικής πορείας του οπλισμού του ισραηλινού Phantom / Kurnass πορίζει συμπεράσματα οικουμενικής εφαρμογής: Η αδιάλειπτη και συνεχής – μοιραία όχι πάντα επιτυχής – προσπάθεια μιας αεροπορίας αιχμής να είναι ένα βήμα μπροστά από την απειλή δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν μικρά έθνη για να επιβιώσουν. Μαχητικά υψηλοτάτης κλάσεως χωρίς οπλισμό αντίστοιχο της απειλής δεν θα επιστρέψουν στη βάση, ή πάντως δεν θα επηρεάσουν ουσιωδώς τη ροή των επιχειρήσεων.
Η συγκλονιστική ιστορία του Phantom σε ισραηλινή υπηρεσία δεν εξαντλείται όμως στην αναφορά στα όπλα του. Τα Phantom Diaries θα επανέλθουν με ζητήματα όπως ο ακριβής αριθμός των ισραηλινών Phantom, τα στοιχεία του εξοπλισμού αποστολής των επιμέρους παρτίδων (ιδίως σε σχέση με τις ΗΠΑ και με άλλους εξαγωγικούς πελάτες!), οι χρόνοι παράδοσης και οι αναβαθμίσεις τους. Ζητήματα τα οποία συνέχονται, κατά λογική αναγκαιότητα, με τον αξιόπιστο εφοδιασμό από σταθερούς συμμάχους, καθώς η ιδέα της αμυντικής αυτάρκειας είναι επικίνδυνη φενάκη ακόμη και για τεχνολογικώς προηγμένα έθνη.