Εισαγωγή
Η αποφασιστικής σημασίας μάχη στον ποταμό Σαγγάριο κοντά στη γέφυρα του Ζόμπου που έλαβε χώρα το 1074 μ.Χ., εντάσσεται στα πλαίσια των εσωτερικών εξεγέρσεων που μάστιζαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του ενδεκάτου αιώνα. Η καθοριστικότητά της υπερτερεί αυτήν του Μαντζικέρτ το 1071, διότι η καθολική επικράτηση των Φράγκων επέφερε σοβαρότατες απώλειες στα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Το αποτέλεσμα ήταν οι ανατολικές επαρχίες να μείνουν εκτεθημένες στις ανηλεείς τουρκικές επιδρομές και λεηλασίες. Πρωτογενείς πηγές της μάχης αποτελούν οι ιστορίες του Μιχαήλ Ατταλειάτη και του Νικηφόρου Βρυεννίου.
Λίγο μετά την ήττα του Ρωμανού Δ΄ Διογένη από τον Σελτζούκο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ, μια νέα σοβαροτάτη απειλή εμφανίστηκε για τους Βυζαντινούς. Αυτή ήταν η εξέγερση του Φράγκου Ουρσελίου, η οποία άνοιξε το δρόμο σε μια σειρά επαναστατικών κινημάτων που παρέλυσαν τον κυβερνητικό μηχανισμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός σακατεύτηκε σε τεράστιο βαθμό, ενώ η φρούρηση των παραμεθορίων επαρχιών κατέστη ακολούθως ανύπαρκτη. Κατά τους ιστορικούς, η ήττα στο Μαντζικέρτ ήταν αυτή που διευκόλυνε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων πέραν των ανατολικών συνόρων, ενώ άλλοι είναι της απόψεως πως μόνο το πέντε έως δέκα τοις εκατό του στρατού χάθηκε τότε στη μάχη. Ακόμα κι αν αυτές οι εκτιμήσεις είναι ελαφρώς υποτιμημένες, αποδεικνύεται περιτράνως πως το ανθρώπινο δυναμικό των Βυζαντινών δεν συρρικνώθηκε τόσο όσο θεωρούσαν παλαιότερα.
Η ζοφερή κατάσταση στην Ανατολή κατά το τελευταίο τέταρτο του ενδεκάτου αιώνα
Ένα από τα πλέον αξιοπρόσεκτα κοινά σημεία μεταξύ των δύο αυτών συγκρούσεων – σε Μαντζικέρτ και Σαγγάριο – είναι η προδοσία και η σύλληψη των δύο στρατηγών, του Ρωμανού Διογένη και του καίσαρα Ιωάννη Δούκα. Η κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολή αποτυπώνεται γλαφυρά στις πηγές του Ατταλειάτη και της Άννας Κομνηνή, κόρης του Αλεξίου Α’. Ο πρώτος μας μιλάει για τις προσπάθειες του Νικηφόρου Βοτανειάτη (του κατοπινού αυτοκράτορα) να αναχαιτίσει τις τουρκικές εισβολές, που είχαν επεκταθεί «σε κάθε τόπο», με μοναδικό όπλο το σθένος της ψυχής του, αφού δεν διέθετε αξιόμαχο αριθμό ανδρών λόγω προηγηθεισών πολεμικών ηττών και σφαγών.
Η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει στην Αλεξιάδα μια ακόμη χειρότερη εικόνα της καταστάσεως με τα ανατολικά στρατεύματα «διασκορπισμένα προς πάσαν κατεύθυνσιν» από την μεγάλη επέκταση των Τούρκων, οι οποίοι είχαν κατακτήσει σχεδόν τα πάντα «μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και του Ελλησπόντου, του Αιγαίου και του Συριακού πελάγους, του Σάρου ποταμού και άλλων», ενώ τα δυτικά είχαν στρατευθεί από το Βρυέννιο για να συνδράμουν στη στάση του. Η συγγραφέας αναφέρεται επίσης και στο σώμα των Αθανάτων (της επίλεκτης στρατιωτικής μονάδας ιδρυθείσης από τον Ιωάννη Τζιμισκή) που είχε κληθεί να πολεμήσει, αλλά «είχαν προσφάτως πιάσει σπαθί και δόρυ» για πρώτη φορά, ενώ η μόνη αντίσταση προήρχετο από κάποιους στρατιώτες στη Χώμα (φρούριο στην κεντρική Μικρά Ασία), όπως και από μια μικρή μονάδα Φράγκων μισθοφόρων.

Οι πηγές της μάχης
Οι πηγές που βρίσκονται χρονολογικώς πιο κοντά στη μάχη του Σαγγαρίου προέρχονται από τη γραφίδα του Μιχαήλ Ατταλειάτη (νομικός και δικαστής του ενδεκάτου αιώνα), καθώς και του Νικηφόρου Βρυεννίου (σύζυγος της Άννας Κομνηνή, στρατηγός και πολιτικός του δωδεκάτου αιώνα). Όχι μόνο είχαν πρόσβαση σε επίσημα έγγραφα, αλλά μπορούσαν να αντλήσουν περαιτέρω πληροφορίες και από άτομα που συμμετείχαν σε εκείνες τις εχθροπραξίες.
Ο Ατταλειάτης συνέθεσε την Ιστορία του για να εκθειάσει τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη, αλλά και για να μην περιπέσουν στη λήθη όσα διαδραματίστηκαν κατά την εποχή του, όπως μας λέει στη διπλή εισαγωγή του έργου του. Η Ύλη Ιστορίας του Βρυεννίου θεωρείται εγκώμιο προς τις οικογένειες των Δουκάδων, των Βρυεννίων και των Κομνηνών. Οι δύο συγγραφείς είδαν τη μάχη από διαφορετική οπτική με κοινό σημείο αναφοράς τους τα στρατιωτικά συμβάντα της εποχής.
Στην πραγματικότητα ο Ατταλειάτης δεν ενδιαφέρεται να περιγράψει την εξέλιξη της μάχης, αφού η αφήγησή του επικεντρώνεται σε ένα και μοναδικό πρόσωπο: το στρατηγό Βοτανειάτη. Ξεκινάει με το στρατιωτικό συμβούλιο που έλαβε χώρα, δίνοντας μια ασυνήθιστα εκτενή ανάλυση των προτάσεων του Βοτανειάτη προς τον Ιωάννη Δούκα. Το μήνυμα που ο συγγραφέας θέλει να περάσει στους αναγνώστες του είναι πως η ήττα ήλθε ως αποτέλεσμα της απροθυμίας του Δούκα να ακούσει το συστάτηγό του Βοτανειάτη. Ολοκληρώνει την περιγραφή με την ασφαλή απομάκρυνση του τελευταίου από το Σαγγάριο. Ο Βοτανειάτης παρουσιάζεται ως ο πλέον ικανός βασιλιάς και στρατηγός, πρότυπο για τους επομένους. Συνεπώς, δεν προκαλεί καμία έκπληξη η προσπάθεια του Ατταλειάτη να απαλλάξει τον «ήρωά» του από κάθε ευθύνη, μετατοπίζοντάς την πλήρως στον Δούκα.
Ο Βρυέννιος από την άλλη εστιάζει πλήρως στη μάχη καθαυτή, αναλύοντας όλες τις πτυχές της και παρέχοντας μια σαφώς πιο ισορροπημένη αφήγηση. Για να συνθέσει το έργο του, βασίζεται σε ένα κείμενο, χαμένο στην εποχή μας, που περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα από την οπτική του καίσαρα Ιωάννη Δούκα. Αν ο κύριος στόχος του Βρυεννίου ήταν όντως να αθωώσει τον Δούκα, τότε η μνεία του στους μισθοφόρους Φράγκους των Βυζαντινών που αυτομόλησαν στον Ουρσέλιο, όπως θα δούμε πιο κάτω, θα ήταν υπέρ αρκετή για να κρίνει το αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Αντί αυτού όμως, κατηγορεί ανοιχτά και απροκάλυπτα τον Βοτανειάτη, ο οποίος εγκατέλειψε με τους άνδρες του την παράταξη την πιο κρίσιμη στιγμή. Η περιγραφή του συνεπώς, μπορούμε να πούμε πως είναι πιο αξιόπιστη εν συγκρίσει με αυτήν του Ατταλειάτη.
Η απόφαση για στρατιωτική δράση εναντίον των Τούρκων και η στάση του Ουρσελίου
Ο Ατταλειάτης ξεκινά με τη σκιαγράφηση της κατάστασης που επικρατούσε στις παραμελημένες, εγκαταλελειμμένες ουσιαστικά, ανατολικές επαρχίες, η οποία ανάγκασε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Z’ Δούκα (1071–1078) να λάβει μέτρα στέλνοντας τον Ισαάκιο Κομνηνό και τον Ουρσέλιο εναντίον των Τούρκων εισβολέων. Όταν ο στρατός βρισκόταν στο Ικόνιο, ξέσπασε, για άγνωστο λόγο, κάποια φιλονικία μεταξύ των δύο στρατηγών. Ο Ουρσέλιος πήρε τους 400 Φράγκους που τον συνόδευαν και έφυγε για τη Μελιτηνή. Καθ’οδόν συνάντησε μια ομάδα ατάκτων Τούρκων και τους εξολόθρευσε. Ο Ισαάκιος, εν τω μεταξύ, έφτασε στην Καισάρεια και τη νύχτα επιτέθηκε σε άλλη ομάδα Τούρκων (ενδεικτικό του πόσο λυμαινόταν η αυτοκρατορία από τα τουρκικά φύλα που βρίσκονταν οπουδήποτε). Ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε, αλλά τελικώς απελευθερώθηκε με αντάλλαγμα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό λύτρων.
Ο Βρυέννιος μας δίνει μια διαφορετική εκδοχή, κατά την οποία ο Ουρσέλιος ξεκίνησε επανάσταση στην Καισάρεια και από εκεί μετέβη στη Σεβάστεια, μια πορεία που εγείρει ερωτηματικά, διότι οι Φράγκοι ήταν συγκεντρωμένοι στο θέμα Αρμενικόν από την πρώτη κιόλας περίοδο της παρουσίας τους ως μισθοφόροι του Βυζαντίου κατά τα μέσα του ενδέκατου αιώνα.
Ο στασιαστής Ουρσέλιος επιδιδόταν σε συχνότατες επιδρομές, συλλέγοντας μάλιστα και φόρους από τον ντόπιο πληθυσμό της Γαλατίας και της Λυκαονίας. Κατά τον Βρυέννιο, αυτό αποτέλεσε και το λόγο για τον οποίον ξεκίνησε η εκστρατεία εναντίον του. Η απόφαση βέβαια δεν πάρθηκε από τον ίδιον τον αυτοκράτορα, αλλά από έναν εκ των αυλικών του, τον ευνούχο Νικηφορίτζη, ο οποίος απέβλεπε στον παραγκωνισμό του καίσαρα Ιωάννη Δούκα που διατηρούσε μια ισχυρή επιρροή στον ανιψιό του, τον Μιχαήλ Ζ’.
Ο Ατταλειάτης, από πλευράς του, δεν κάνει καμία μνεία στον Ουρσέλιο επ’ αυτού, ισχυριζόμενος πως η εκστρατεία στόχευε στην προστασία της ανατολικής επικρατείας από τους Τούρκους. Άλλες όμως αναφορές του ιδίου ιστορικού καταδεικνύουν πως ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τις διαρκείς εξωτερικές απειλές που δεχόταν το κράτος του. Συνεπώς, μπορούμε αβίαστα να εξάγουμε το συμπέρασμα πως ο αντικειμενικός και αποκλειστικός του στόχος ήταν η σύλληψη ή η θανάτωση του Ουρσελίου.