Η στέψη του Νικολάου Β’ το 1894, ως νέου Τσάρου της Ρωσίας, δεν ακολουθήθηκε από συναισθήματα προσωπικού ενθουσιασμού, όπως ίσως να ήταν αναμενόμενο, αλλά μάλλον σαστίσματος, πιθανώς και κάποιας δυσφορίας. Ο ίδιος φέρεται να απευθύνθηκε σε έναν από τους συμβούλους του, απορώντας για το τι θα μπορούσε πλέον να συμβεί στη χώρα του και εξομολογούμενος πως δεν ήταν έτοιμος για τις ευθύνες που θα επωμίζετο, αφού ποτέ δεν επιθυμούσε να αναλάβει το ανώτατο αξίωμα.
Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα φαινόταν το ίδιο σαστισμένος, όταν μια ομάδα μελών της μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβίκων εμφανίστηκε μπροστά του για να τον εκτελέσει. Επειδή είχε καθαιρεθεί κάποιους μήνες νωρίτερα και η οικογένειά του τελούσε υπό κράτηση, δε φανταζόταν πως τα πράγματα θα έφταναν ως εκεί.
Εσωτερικά προβλήματα
Οι λόγοι της δολοφονίας της τσαρικής οικογένειας μπορούν να ανιχνευθούν από την έναρξη κιόλας της βασιλείας του Νικολάου όπου, ως ο μεγαλύτερος υιός του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Γ’, καθίστατο και διάδοχος του θρόνου. Όμως ο πατέρας του δεν τον είχε προετοιμάσει αρκούντως για να κυβερνήσει μια χώρα, που ήδη είχε ξεκινήσει να μαστίζεται από κλιμακούμενες πολιτικές αναταράξεις. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος θεωρούσε πως ένας τσάρος έπρεπε να κυβερνά με πυγμή και αυταρχισμό. Είχε απαγορεύσει την ομιλία άλλης γλώσσης πλην ρωσικών, είχε θέσει περιορισμούς στον Τύπο και είχε αποδυναμώσει τους πολιτικούς θεσμούς.
Ως αποτέλεσμα, ο Νικόλαος κληρονόμησε μια ανήσυχη Ρωσία που διαρκώς αύξανε τη δυσαρέσκειά της προς το πρόσωπό του. Η κυβέρνησή του σκότωσε σχεδόν εκατό αόπλους διαδηλωτές κατά τη διάρκεια μιας ειρηνικής συγκεντρώσεως το 1905, ενώ αγωνίστηκε να διατηρήσει πολιτικούς δεσμούς με τη Δούμα, η οποία αποτελούσε τον αντιπροσωπευτικό κλάδο της ρωσικής κυβερνήσεως. Να προσθέσουμε και τη απογοήτευση των υπηκόων του από το ταπεινωτικό αποτέλεσμα του σχεδόν διετούς ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904-1905).
Ο υιός του Νικολάου, ο διάδοχος Αλεξέϊ, γεννήθηκε με αιμορροφιλία, αλλά η τσαρική οικογένεια κράτησε μυστική την ασθένειά του. Φήμες επίσης υπήρχαν και για την τυφλή εμπιστοσύνη που η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, η σύζυγός του Νικολάου, επεδείκνυε στο πρόσωπο του Ρασπούτιν ο οποίος διατράνωνε πως είχε σώσει τη ζωή του Αλεξέϊ. Η αυξανομένη επιρροή του μοναχού μέσα στην οικογένεια προκάλεσε την έντονη καχυποψία του κόσμου, που αγανακτούσε για τη τεράστια δύναμη που αυτός είχε αποκομίσει.
Εν συνεχεία, το 1914, η Ρωσία παρασύρθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένη για την έκταση και την ένταση των μαχών. Το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια υπεράνω των τριών εκατομμυρίων στρατιωτών και αμάχων. Ο πόλεμος είχε σοβαρές συνέπειες εντός της χώρας, αφού η έλλειψη ανθρωπίνου δυναμικού για βαριές γεωργικές εργασίες οδήγησε σε αισθητή μείωση της διαθέσεως τροφίμων. Έτσι, ο λαός άρχισε να ξεσηκώνεται. Στην αρχή, ο Νικόλαος αρνήθηκε να παραιτηθεί, αλλά τελικώς το έπραξε το Μάρτιο του 1917.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/05/1918_Jekateringburg_-_Ipatieff_merchants_house_where_he_was_in_captivity_throughout_the_Romanov_family_-_Ma_Este_-_Hungarian_Magasin_30_july_1925.jpg)
Η αιχμαλωσία και δολοφονία των Ρομάνοφ
Με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής επαναστάσεως, οι Μπολσεβίκοι απήγαγαν και φυλάκισαν την τσαρική οικογένεια σε απομακρυσμένο σπίτι, ενώ το Νοέμβριο του ιδίου έτους κατέλαβαν βιαίως την εξουσία με επικεφαλής ασφαλώς τον Βλάντιμιρ Λένιν. Ο Τσάρος είχε από πριν καταβάλει προσπάθειες να πείσει, αρχικώς τους Βρετανούς και κατόπιν τους Γάλλους, να του δώσουν άσυλο (άλλωστε η σύζυγός του ήταν εγγονή της Βασιλίσσης Βικτωρίας). Όταν και οι δύο αρνήθηκαν, οι Ρομάνοφ βρέθηκαν στα χέρια των επαναστατών. Η διαβίωσή τους φυσικά δε θύμιζε σε τίποτα την πολυτέλεια που απολάμβαναν στα χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης. Κατόπιν μεταφέρθηκαν στο σπίτι του Ιπάτιεφ, που οι Μπολσεβίκοι αποκαλούσαν «σπίτι ειδικού σκοπού», χωρίς κλινοσκεπάσματα, χωρίς ασημικά και με πολλή σκόνη. Οι δεκαέξι εσωτερικοί φρουροί τους, φρόντιζαν να τους ταλαιπωρούν και να τους προσβάλουν όσο μπορούσαν περισσότερο, σχηματίζοντας πρόστυχα σχέδια στους τοίχους του μπάνιου τα οποία συνόδευαν με αδιανόητα, απεχθή γραπτά σχόλια για την βασίλισσα Αλεξάνδρα, σε κοινή θέα ασφαλώς και των παιδιών της.
Αργά το βράδυ της 17ης Ιουλίου του 1918, οι Μπολσεβίκοι ξύπνησαν τους Ρομανόφ και τους είπαν να ετοιμαστούν για μετακόμιση σε άλλο μέρος. Ελπίζοντας ακόμα στη σωτηρία τους, οι γυναίκες μάζεψαν τα πράγματά τους και φόρεσαν ενδύματα στα οποία είχαν κρύψει ραμμένα πολύτιμα κοσμήματα, εικονίσματα, καθώς και κάποιο χρηματικό ποσό. Τότε, εντελώς απροσδόκητα, οι φρουροί άλλους πυροβόλησαν και άλλους κάρφωσαν με τις ξιφολόγχες τους.
Η εχθρότητα τους για τη διακυβέρνηση του Τσάρου επεκτάθηκε και στη σύζυγό του Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα, όπως και στα πέντε παιδιά τους, Όλγα (23 ετών), Τατιάνα (21), Μαρία (19), Αναστασία (17) και Αλεξέϊ (14). Από το θάνατο, δεν γλύτωσαν ούτε η υπηρέτρια της Αλεξάνδρας, Άννα Ντεμίντοβα, ο προσωπικός σωματοφύλακας του Νικολάου, Αλεξέι Τρουπ, ο οικογενειακός γιατρός των Ρομάνοφ, Ευγένιος Μπότκιν, καθώς και ο σεφ της οικογενείας, Ιβάν Χαριτόνοφ. Τόσο δε ήταν το μένος τους, που δε δίστασαν να τους δώσουν χαριστικά χτυπήματα είτε με τα κοντάκια των όπλων τους, είτε με τις γροθιές τους, είτε με τις φτέρνες των ποδιών τους, και τη σκύλευση των πτωμάτων να ακολουθεί.
Η εκτέλεση όλων, ασφαλώς και δεν ήταν κάποιος ατυχής παροξυσμός της στιγμής, αλλά μια προσεκτικά σχεδιασμένη πράξη βίας. Για αρκετές ημέρες οι Μπολσεβίκοι ετοίμαζαν το σπίτι για τη δολοφονία, εφοδιαζόμενοι με βενζίνη για να κάψουν τα πτώματα και θειϊκό οξύ για να παραμόρφωναν ό,τι θα απέμενε από τις σορούς τους.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/05/800px-Ipatyev_house_basement.jpg)
Κατάληξη
Ο ίδιος ο Λένιν αναγνώρισε πως αυτός που συντόνισε και ηγήθηκε της σφαγής ήταν ο Γιάκοβ Γιουρόφσκι, ο οποίος ελάμβανε εντολές από το περιφερειακό Σοβιέτ των Ουραλίων. Ο λαός ενημερώθηκε μεν για τη δολοφονία του Τσάρου, αλλά χωρίς λεπτομέρειες για το πως αυτή έλαβε χώρα ούτε για την τύχη των υπολοίπων μελών της οικογενείας. Αυτά παρέμειναν άγνωστα έως την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος.
Ο Λένιν, ο Γιουρόφσκι και οι επαναστάτες είδαν το Νικόλαο αλλά και ολόκληρη την οικογένειά του ως εμπόδιο για της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Οι σφαγές που οι ίδιοι ενορχήστρωσαν, είχαν, κατά ειρωνικό τρόπο, και τις συνέπειές τους, καθότι η είδηση του θανάτου του Νικολάου έγινε τότε κυρίαρχο θέμα, παραγκωνίζοντας ο,τιδήποτε αφορούσε την Οκτωβριανή επανάσταση. Ακόμη ειρωνικότερο ίσως είναι πως ο θάνατος των Ρομάνοφ έκανε πολλούς Ρώσους να αναπολήσουν τη μοναρχία.
Ακόμη και σήμερα, υπάρχει μερίδα της ρωσικής κοινωνίας που επιζητά την αποκατάσταση της μοναρχίας, συμπεριλαμβανομένου και ενός εκ των ολιγαρχών που χρηματοδοτεί σχολείο το οποίο αποσκοπεί στην εκπαίδευση Ρώσων ευγενών για μια μελλοντική μοναρχία. Ο Νικόλαος μπορεί να μην ήξερε πώς να κυβερνήσει τη Ρωσία, αλλά η μοναρχία που βίωνε για αιώνες, έχει διατηρήσει ένα μέρος της έλξης της ακόμη και εκατό χρόνια μετά τη εξόντωσή του.