Στον κόσμο της στρατιωτικής αεροπορίας, λίγα αεροσκάφη που δεν μπήκαν σε υπηρεσία έχουν αφήσει τόσο έντονες μνήμες, όσο το Northrop YF-23 Black Widow II. Αναπτυγμένο στο πλαίσιο του προγράμματος Advanced Tactical Fighter (ATF) της Πολεμικής Αεροπορίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USAF) τη δεκαετία του 1980, το YF-23 ήταν ένα πρωτοποριακό stealth μαχητικό που σχεδιάστηκε για να αντικαταστήσει το F-15 Eagle και να αντιμετωπίσει τις αναδυόμενες απειλές από τα σοβιετικά μαχητικά Su-27 Flanker και MiG-29 Fulcrum.
Η γέννηση του YF-23
Η ιστορία του YF-23 ξεκινά τη δεκαετία του 1970, όταν η USAF συνειδητοποίησε ότι η νέα γενιά σοβιετικών μαχητικών και τα προηγμένα αντιαεροπορικά συστήματα επιφανείας-αέρος (SAM) αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την αεροπορική της υπεροχή που είχε καταφέρει να αποκτήσει με το ανίκητο F-15. Οπότε το πρόγραμμα ATF ξεκίνησε επίσημα το 1981, με στόχο τη δημιουργία ενός μαχητικού αεροσκάφους, πέμπτης γενιάς, που θα συνδύαζε χαμηλή παρατηρησιμότητα (stealth), υπερηχητική ταχύτητα χωρίς χρήση μετάκαυσης (supercruise) και ανώτερη ικανότητα ελιγμών.
Μετά από μια αρχική φάση υποβολής προτάσεων, η USAF επέλεξε δύο ομάδες για την ανάπτυξη πρωτοτύπων: την ομάδα Lockheed-Boeing-General Dynamics με το YF-22 και την Northrop-McDonnell Douglas με το YF-23. Η Northrop, γνωστή για την εμπειρία της στην τεχνολογία stealth από εξελισσόμενα προγράμματα, όπως εκείνο που θα οδηγούσε στο βομβαρδιστικό B-2 Spirit, συνεργάστηκε με την McDonnell Douglas για να δημιουργήσει ένα αεροσκάφος που ξεχώριζε για τη μοναδική του εμφάνιση και τις εξαιρετικές του επιδόσεις.
Το YF-23, που ονομάστηκε ανεπίσημα “Black Widow II” σε ανάμνηση του P-61 Black Widow του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε την πρώτη του πτήση στις 27 Αυγούστου 1990, με πιλότο τον Alfred “Paul” Metz. Κατασκευάστηκαν δύο πρωτότυπα: το PAV-1, εξοπλισμένο με κινητήρες Pratt & Whitney YF119, και το PAV-2, με κινητήρες General Electric YF120. Και τα δύο ολοκλήρωσαν 50 πτήσεις, συγκεντρώνοντας 65,2 ώρες, αποδεικνύοντας τις προβλέψεις της Northrop για τις επιδόσεις τους.
Σχεδιασμός και τεχνολογία
Ο σχεδιασμός του YF-23 ήταν επαναστατικός και ξεχώριζε από το YF-22 για την έμφαση που έδινε στη τεχνολογία stealth και την ταχύτητα. Το αεροσκάφος είχε μια λεπτή, αεροδυναμική σιλουέτα με πτέρυγες σε σχήμα διαμαντιού, που μείωναν την “υπογραφή” του στα ραντάρ. Η επιφάνειά ήταν επικαλυμμένη με υλικά απορρόφησης ραντάρ, ενώ οι γωνίες και οι καμπύλες του είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά για να διαχέουν τα ραδιοκύματα μακριά από την πηγή τους. Αυτό το χαρακτηριστικό το καθιστούσε πιο “αόρατο” σε σχέση με το YF-22.
Ένα ακόμα καινοτόμο στοιχείο ήταν το σύστημα ψύξης των καυσαερίων του. Εμπνευσμένο από τις μελέτες για το μελλοντικό B-2 Spirit, χρησιμοποιούσε την “transpiration cooling”, όπου τα καυσαέρια εκτονώνονταν σε ειδικά πλακίδια γύρω από τα ακροφύσια, που απορροφούσαν η θερμότητα. Αυτό μείωνε σημαντικά το θερμικό αποτύπωμα, καθιστώντας το λιγότερο ευάλωτο σε υπέρυθρους πυραύλους. Tο YF-23 δεν διέθετε thrust vectoring (κατευθυνόμενη ώθηση), μια τεχνολογία που χρησιμοποιούσε το YF-22 για να ενισχύσει την ευελιξία του. Η Northrop επέλεξε να αποφύγει αυτή την τεχνολογία για να μειώσει το βάρος και να αυξήσει τη stealth απόδοση, μια απόφαση που αργότερα αποδείχθηκε καθοριστική.
Το πιλοτήριο του ήταν εξοπλισμένο με προηγμένα ηλεκτρονικά και τεχνολογία fly-by-wire, προσφέροντας στον πιλότο βελτιωμένη επίγνωση της κατάστασης και ευκολία χειρισμού. Το ραντάρ του επέτρεπε την ανίχνευση και παρακολούθηση στόχων σε μεγάλες αποστάσεις, δίνοντάς του πλεονέκτημα τόσο σε αερομαχίες όσο και σε αποστολές εδάφους. Η ταχύτητα του YF-23 έφτανε τα Mach 2,2 σε μεγάλο ύψος, ενώ η ικανότητά του να πετάει σε υπερηχητικές ταχύτητες χωρίς μετάκαυση (supercruise) του έδινε μεγαλύτερη εμβέλεια και αποδοτικότητα καυσίμων σε σχέση με το YF-22 (που είχε επίσης την ίδια ικανότητα).
Σύγκριση με το YF-22
Για να κατανοήσουμε γιατί το YF-23 δεν επιλέχθηκε από την Αμερικανική Αεροπορία, είναι σημαντικό να συγκρίνουμε τις επιδόσεις του με αυτές του YF-22, το οποίο τελικά έγινε το F-22 Raptor. Από πλευράς stealth, το YF-23 ήταν ανώτερο. Η μοναδική του σχεδίαση, τα υλικά απορρόφησης ραντάρ και το σύστημα ψύξης των καυσαερίων το καθιστούσαν πιο δύσκολο να εντοπιστεί από εχθρικά ραντάρ και υπέρυθρα συστήματα.
Επιπλέον, το YF-23 είχε μεγαλύτερη εμβέλεια, φτάνοντας τα 2.796 μίλια, σε σύγκριση με τα 2.000 μίλια του YF-22, οπότε μπορούσε να αναλάβει αποστολές μεγάλου βάθους κρούσης. Ένα ακόμα σημείο σύγκρισης είναι το ανώτατο ύψος πτήσης. Το YF-23 μπορούσε να φτάσει τα 65.000 πόδια, ενώ το YF-22 είχε όριο τα 50.000 πόδια. Ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα δεν φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά την απόφαση της USAF.
Το YF-22 είχε πλεονέκτημα την ανώτερη ευελιξία. Χάρη στην τεχνολογία thrust vectoring, μπορούσε να εκτελεί απότομους ελιγμούς σε χαμηλές ταχύτητες, κάτι που το έκανε πιο αποτελεσματικό σε αερομαχίες. Αυτό η USAF το θεώρησε κρίσιμο για την αντιμετώπιση των σοβιετικών μαχητικών σε κοντινές αποστάσεις.
Η απόφαση της USAF να επιλέξει το YF-22 ανακοινώθηκε στις 23 Απριλίου 1991 από τον υπουργό Αεροπορίας Donald Rice. Σε μια εποχή που η stealth τεχνολογία δεν είχε ακόμα αποδειχθεί πλήρως στο πεδίο της μάχης, οι πιλότοι της Tactical Air Command (TAC) ήθελαν ένα αεροσκάφος που θα μπορούσε να υπερισχύσει σε αερομαχίες μικρών αποστάσεων,
Δεύτερον, η Lockheed είχε πολύ καλύτερη σχέση με την USAF και το Πεντάγωνο. Οι συνεργαζόμενες εταιρείες για το YF-23, Northrop και ΜcDonell Douglas, είχαν προκαλέσει δυσαρέσκεια με την απόδοσή τους σε άλλα προγράμματα, όπως της ανάπτυξης του B-2 Spirit και του A-12 Avenger II, τα οποία εμφάνιζαν καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους. Αντιθέτως, η Lockheed θεωρήθηκε πιο αξιόπιστη στη διαχείριση του προγράμματος ATF, με μια πρόταση που θεωρήθηκε λιγότερο ριψοκίνδυνη από τεχνική άποψη. Αυτό το στοιχείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική απόφαση.

Τρίτον, φημολογείται πως μέτρησε η πιθανή συμμετοχή του Πολεμικού Ναυτικού (US Navy), παρόλο που είχε αποσυρθεί από το πρόγραμμα ATF, κάτι που θα αναλύσουμε παρακάτω.
Τι έγινε με τα πρωτότυπα
Μετά την ήττα του στον διαγωνισμό, τα δύο πρωτότυπα του YF-23 παραδόθηκαν στο κέντρο πτητικών ερευνών Dryden της NASA στη βάση Edwards για περαιτέρω δοκιμές, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Το 1996, μεταφέρθηκαν σε μουσεία: το PAV-1 εκτίθεται στο National Museum of the United States Air Force στο Οχάιο, ενώ το PAV-2 βρίσκεται στο Western Museum of Flight στην Καλιφόρνια. Το 2004, η Northrop πρότεινε μια έκδοση βομβαρδιστικού βασισμένη στο YF-23 (FB-23) για να καλύψει την ανάγκη της USAF για ένα ενδιάμεσο βομβαρδιστικό, αλλά το πρόγραμμα ακυρώθηκε υπέρ του μακράς εμβέλειας B-21 Raider.
Παρά την αποτυχία του να μπει σε παραγωγή, το YF-23 παραμένει ένα σύμβολο τεχνολογικής καινοτομίας. Η stealth ικανότητά του, η ταχύτητα και η εμβέλειά του το καθιστούν ένα αεροσκάφος που θα μπορούσε να είχε αλλάξει το τοπίο της αεροπορικής μάχης. Ωστόσο, η έλλειψη ευελιξίας, οι πολιτικές δυναμικές και η στρατηγική υπεροχή της Lockheed σφράγισαν τη μοίρα του.

Τι ρόλο έπαιξε το Ναυτικό στην επιλογή του F-22;
Το πρόγραμμα ATF ξεκίνησε επίσημα το 1981, αλλά οι ρίζες του βρίσκονται στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν τόσο η Αεροπορία όσο και το Ναυτικό των ΗΠΑ αναγνώρισαν την ανάγκη για προηγμένα μαχητικά για να αντιμετωπίσουν τις αναδυόμενες σοβιετικές απειλές, όπως τα Su-27 και MiG-29. Αρχικά, υπήρξε κάποια σύμπτωση στις απαιτήσεις των δύο Κλάδων, αν και το Ναυτικό είχε τα δικά του παράλληλα προγράμματα, όπως το Naval Fighter Attack Experimental (VFAX).
Στα πρώιμα στάδια του ATF, υπήρξε συζήτηση για ένα μαχητικό κοινής χρήσης. Η Αεροπορία και το Ναυτικό συνεργάστηκαν για λίγο στον καθορισμό των απαιτήσεων, αλλά οι επιχειρησιακές τους ανάγκες απόκλιναν σημαντικά. Η Αεροπορία έδωσε προτεραιότητα στην αεροπορική υπεροχή με stealth, υπερηχητική ταχύτητα χωρίς μετάκαυση (supercruise) και ευελιξία, ενώ το Ναυτικό χρειαζόταν ένα αεροσκάφος ικανό να επιχειρεί από αεροπλανοφόρα, πολλαπλών ρόλων και μεγάλης αντοχής.

Μέχρι το 1986, όταν το ATF μπήκε στη φάση Demonstration and Validation (Dem/Val), το Ναυτικό είχε ουσιαστικά αποσυρθεί από την ενεργή συμμετοχή στο πρόγραμμα. Ωστόσο η Lockheed, που σχεδίασε το YF-22, πρότεινε μια ναυτική έκδοση, γνωστή ως Naval Advanced Tactical Fighter (NATF), η οποία παρουσιάστηκε το 1988 ως πιθανή αντικατάσταση του F-14 Tomcat. Αυτή περιλάμβανε τροποποιήσεις όπως ενισχυμένο σύστημα προσγείωσης, κινούμενες πτέρυγες (που θύμιζαν F-14) και άγκιστρο για επιχειρήσεις σε αεροπλανοφόρα.

Η Northrop και η McDonnell Douglas, η ομάδα του YF-23, εξέτασαν επίσης μια ναυτική έκδοση, αλλά ο σχεδιασμός τους — με τις πτέρυγες σε σχήμα διαμαντιού και την απουσία κατευθυνόμενης ώθησης (thrust vectoring) — θεωρήθηκε λιγότερο προσαρμόσιμος σε επιχειρήσεις αεροπλανοφόρων, ιδιαίτερα λόγω προβληματισμών για τον χειρισμό σε χαμηλές ταχύτητες και τη συμβατότητα με το κατάστρωμα απονήωσης.
Οπότε το προηγούμενο ενδιαφέρον του Ναυτικού για ένα κοινό μαχητικό και ο διάλογος εντός του υπουργείου Αμύνης, μαζί με πιέσεις από το Κογκρέσο που ήθελε κοινές σχεδιάσεις, επηρεάσαν την τελική επιλογή. Αν η Αεροπορία επέλεγε ένα σχέδιο με πιθανή ναυτική εφαρμογή, αυτό θα μπορούσε να ευθυγραμμιστεί με τους μακροπρόθεσμους στόχους για διακλαδική χρήση, μειώνοντας το κόστος και την πολυπλοκότητα της υποστήριξης. Τελικά το NATF εγκαταλείφθηκε ως ιδέα το 1991, ενώ το YF-22 που κέρδισε το διαγωνισμό, έγινε μεν το F-22 Raptor, αλλά και αυτό “συγκρούστηκε” με τη μεγάλη γεωπολιτική αλλαγή της κατάρρευσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οπότε περικόπηκε δραματικά η παραγωγή του.
