Όπως αναφέρουν τοπικά μέσα ενημέρωσης στην Βραζιλία πρόσφατα, μπορεί να ανοίξει μια γραμμή συναρμολόγησης KC-390 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κίνηση αυτή θα γινόταν σε συνεργασία με την αμερικανική Boeing, που θα συμμετείχε πλέον στην εμπορική προώθηση του αεροσκάφους.

Οι διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ της Boeing και της Embraer δεν έχουν πάντως ολοκληρωθεί ακόμα. Το περίεργο βέβαια είναι ότι υπάρχει ήδη στημένη γραμμή παραγωγής στην Βραζιλία που όμως δεν λειτουργεί σε πλήρη ρυθμό αφού μέχρι σήμερα έχει αποδώσει μόλις τρία αεροσκάφη.
Πέρα από αυτό, η βραζιλιάνικη εταιρεία παρά την επιθετική προώθηση του αεροσκάφους δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει τις παραγγελίες εκείνες που θα δικαιολογούσαν την δημιουργία και δεύτερης γραμμής παραγωγής.
Επίσης, το βιβλίο παραγγελιών δεν είναι αρκετά πλήρες ώστε να δικαιολογεί μια δεύτερη γραμμή ή μια δαπανηρή κίνηση, ακόμα κι αν η Boeing μπορεί να αποφύγει εμπορικούς περιορισμούς με μια μονάδα παραγωγής των ΗΠΑ.
Ουσιαστικά μόνο για δυο λόγους θα είχε νόημα κάτι τέτοιο: προμήθεια του αεροσκάφους από τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις, γεγονός που θα είχε εξ ορισμού την προϋπόθεση τα αεροσκάφη να κατασκευάζονται στις ΗΠΑ.
Κι επίσης σε περίπτωση που η Boeing ήθελε να συμμετάσχει στην κατασκευή του αεροσκάφους ως συναίτερος της βραζιλιάνικης εταιρείας, στην οποία περίπτωση θα ωφελούνταν από φορολογικές ελαφρύνσεις αν είχε τη δυνατότητα να παράξει το αεροσκάφος σε αμερικανικό έδαφος.
Τέλος, οι άτρακτοι και άλλα κύρια στοιχεία κατασκευάζονται από την OGMA στην Alverca στην Πορτογαλία, εκ των οποίων το 35% ανήκει στο κράτος. Αυτό θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη.
Υπάρχει πάντως προηγούμενο αντίστοιχης συνεργασίας, αφού το Super Tucano της βραζιλιάνικης εταιρείας κατασκευάζεται στη Φλόριντα για λογαριασμό πελατών FMS των ΗΠΑ, ενώ η Embraer διαχειρίζεται τις πωλήσεις σε χρήστες εκτός FMS από την δικιά της γραμμή παραγωγής.
Τέλος πρέπει να επισημανθεί πως οποιαδήποτε τυχόν συμφωνία θα πρέπει να έχει την έγκριση της βραζιλιάνικης κυβέρνησης, πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο καθώς δεν υπάρχει κοινή γραμμή και κάθε νέα κυβέρνηση ή / και υπουργός Άμυνας της χώρας ακολουθούν την δικιά τους πολιτική.