Σαν σήμερα, το 1973, ο αρχικελευστής του ελληνικού αντιτορπιλικού «Βέλους» Παναγιώτης Καλλίνος μαζί με άλλους 31, ζητούσαν πολιτικό άσυλο στην Ιταλία αφού προηγουμένως είχαν συμμετάσχει στην ανταρσία κατά της χούντας που έγινε πάνω στο πολεμικό πλοίο επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στη δικτατορία.
Ο 78χρονος απόστρατος ανθυποπλοίαρχος έχει επισκεφθεί πολλές φορές το πλοίο, όπου πέρασε 5,5 χρόνια από τη ζωή του και πάνω του γράφτηκε μια σελίδα της ιστορίας. Νιώθει συγκίνηση -«αν με δείτε και τώρα πώς κατεβαίνω τα κάθετα σκαλιά στα μηχανοστάσια, θα εκπλαγείτε», λέει- και δεν μετανιώνει στιγμή που ακολούθησε τον πλοίαρχο Νίκο Παππά στην Ιταλία. «Ήταν ηγέτης, να θέλεις να πεθάνεις μαζί του για κάποιο σκοπό» και αν και βγήκε «τραυματισμένος», όπως λέει, από αυτή την ιστορία καθώς δεν εξελίχθηκε κανονικά στην ιεραρχία, πάλι θα το ξανάκανε γιατί ποτέ δεν σκέφτηκε το δικό του όφελος.
Θυμάται δε, με αγαλλίαση το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις ο Παππάς τους ανακοίνωσε ότι θα καταφύγουν στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας: «πήγα στο σαλόνι, κατέβασα τον βαρύ θυρεό της χούντας και τον πέταξα στη θάλασσα βρίζοντας και αστειευόμενος στους υπόλοιπους: “κοιτάξτε το, τόσα χρόνια το έχουμε στο καράβι και δεν έμαθε να κολυμπάει, αφού έτσι μπρούτζινο που ήταν βυθίστηκε κατευθείαν!”».
Ο Παναγιώτης Καλλίνος εξιστορεί, από το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Νατάσα Καραθάνου, όλα τα γεγονότα εκείνων των ημερών και βάζει το δικό του, βιωματικό «λιθαράκι» στην ιστορία του «Βέλους» που επέφερε σημαντικό πλήγμα στη δικτατορία.
-Τι συναισθήματα «γεννά» η παρουσία του «Βέλους» στη γενέτειρα πόλη σας;
Αγάπης και συγκίνησης με γιγαντιαία γράμματα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι συναισθήματα υπάρχουν γι’ αυτό το πλοίο, πώς δέθηκε η ζωή μου μ’ αυτό και όχι μόνο με το Κίνημα του Ναυτικού, αλλά με την καθημερινότητά μου. Το να κάνω τις ατελείωτες βάρδιές μου κάτω στα μηχανοστάσια, όπου και τώρα αν με δείτε να κατεβαίνω θα πείτε «δεν είναι δυνατόν αυτό το γεροντάκι να κατεβαίνει και να ανεβαίνει με τόση άνεση τις σκάλες», τις αϋπνίες, την κούραση, τον ιδρώτα αλλά και τη συναδελφικότητα και την αγάπη που είχαμε ο ένας για τον άλλον γιατί, κακά τα ψέματα, το Ναυτικό είναι μια οικογένεια πολύ αγαπημένη κι αν καμιά φορά κάποιος μαλώνει με κάποιον άλλο, τα αδέλφια δεν μαλώνουν;
– Συμπληρώνονται (το 2021) 48 χρόνια που μπήκατε με το πλοίο ως αιτούντες άσυλο στην Ιταλία. Πώς φτάσατε σ’ αυτή την εκδήλωση αντίδρασης στη δικτατορία;
Στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, στο Ηράκλειο, στις 21 Μαΐου όπου είχαμε καταπλεύσει για να συμμετέχουμε σε άσκηση του ΝΑΤΟ. Εκεί λοιπόν πήραν τηλέφωνο τον κυβερνήτη Νίκο Παππά και του ζήτησαν να μάθουν τις προθέσεις του, αν ξέρει δηλαδή τίποτα για το κίνημα που ετοίμαζαν στο Ναυτικό. Και ήταν δύο, ο Νικολόπουλος (αντιπλοίαρχος- διευθυντής του ΓΕΝ/Α2)και ο Κούβαρης (πλωτάρχης). Αυτοί δεν έβγαλαν άκρη και πώς θα έβγαζαν άλλωστε από έναν άνθρωπο που κάνει μια συνωμοσία γιατί ο Νίκος Παππάς ήταν στην ουσία ο κύριος υπεύθυνος της υπάρξεως του κινήματος του Ναυτικού, αυτός μάζευε τις υπογραφές και τους όρκους. Έρχεται λοιπόν αργά το απόγευμα, φωνάζει τον δεύτερο μηχανικό και μένα και μας λέει ότι πρέπει να ανάψουμε κρυφά τους υπόλοιπους λέβητες του καραβιού.
Το καράβι ήταν ατμοκίνητο, αυτό σήμαινε να μην το μάθουν οι Αμερικανοί, κάτι που έγινε δημιουργώντας μέσα στο καράβι ένα φτιαχτό επεισόδιο, ότι τάχα ο κόσμος ήταν αγανακτισμένος επειδή κάποιοι Αμερικανοί ναύτες είχαν κάψει μία σημαία στο Ηράκλειο. Από εκείνη τη στιγμή ουσιαστικά ήμασταν έτοιμοι και δεν θα μπορούσε να μας σταματήσει κανείς γιατί είχαμε πλήρη ατμοπίεση. Το απόγευμα της 22ας Μαΐου, ο Παππάς επικοινώνησε με τον «Πάνθηρα», το μικρότερο αντιτορπιλικό συνοδείας και έμαθε ότι μαθεύτηκαν τα σχέδια του κινήματος του Ναυτικού σε βάρος του καθεστώτος και αργότερα βεβαιώθηκε ότι έχουν συλληφθεί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ναυτικού.
-Πώς σας ανακοίνωσε την απόφασή του να αποχωρήσει από την άσκηση και να πλεύσει στο λιμάνι του Φιουμιτσίνο;
Στις 24 Μαΐου του 1973, νωρίς το πρωί, ο κυβερνήτης κάλεσε τον κόσμο, ενώ ταξιδεύαμε και μας είπε: «Εγώ αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να ανεχθώ άλλο να βασανίζονται αξιωματικοί γιατί τηρούν τον όρκο τους για τη δημοκρατία, να είναι πιστοί στο Σύνταγμα, και θα βγω στην Ιταλία».
Το πλήρωμα αποτελούνταν από 276 άτομα και με εντολή του Παππά άρχισα να γράφω έναν κατάλογο με όσους ήθελαν να ακολουθήσουν, φτάνοντας τα 116 άτομα. Όμως ο Παππάς με φώναξε κάποια στιγμή και μου λέει: «δεν θα φύγουμε όλοι, δεν θα πάρουμε μαζί μας στρατεύσιμους, ούτε παντρεμένους- για μένα που ήμουν παντρεμένος ήταν δική μου απόφαση- και φυσικά τον κατάλογο κανόνισε να τον σχίσεις και να μην τον θυμάσαι».
Πήρα λοιπόν τον κατάλογο, πήγα πίσω στην πρύμνη και όπως γύριζαν οι προπέλες, τον έσκιζα κομμάτια και έκανα… αυθυποβολή επαναλαμβάνοντας «δεν θυμάσαι, δεν θυμάσαι, δεν ξέρεις, δεν θυμάσαι» γιατί η μεγαλύτερη πιθανότητα ήταν να γίνει ένα ρεσάλτο και να μας συλλάβουν, όπως και από μέσα στο καράβι, οι αντιφρονούντες που είχαμε.
Εγώ πάντως, αφού μας ανακοίνωσε ο Παππάς την απόφασή του, πήγα στο σαλόνι των αξιωματικών όπου «αναπαυόταν» ο θυρεός της χούντας, τον ξεκρέμασα και πήγα από την δεξιά πλευρά του πλοίου. Εκείνη την ώρα ερχόταν κάποιος ο οποίος δεν ήταν «μαζί» μας και επιδεικτικά του φωνάζω: «κοίταξέ το, τόσα χρόνια το έχουμε στο καράβι δεν έμαθε να κολυμπάει» και το πετάω στο νερό όπου φυσικά βυθίστηκε αμέσως αφού ήταν μπρούτζινο!
Ο Νίκος Παππάς ήταν γεννημένος ηγέτης, να σε εμπνέει, να θέλεις να πεθάνεις μαζί του για κάποιο σκοπό. Κι όταν ανακοίνωσε την απόφασή του, κάποιοι λούφαξαν, δεν είπαν κάτι και μάλιστα με βλοσυρότητα μας κοίταζαν. Αμέσως μετά, έχοντας πάρει τα κλειδιά του πυράρχη από τον φορητό οπλισμό- τα πολεμικά καράβια δεν έχουν πολλά όπλα, έχουν έναν μικρό αριθμό όπλων, για νηοψίες- οπλιστήκαμε ο Νίκος Παππάς κι εγώ από ένα πιστόλι και 50 σφαίρες και από κείνη την ώρα μείναμε δύο μέρες άυπνοι.
Στο διάστημα αυτό κάποιοι μας πλησίασαν να μας μεταπείσουν και δύο προσπάθησαν να ορμήσουν πάνω μου για να μου πάρουν το πιστόλι αλλά δεν τα κατάφεραν.
-Πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα στην Ιταλία τις πρώτες ώρες που καταπλεύσατε;
Φτάνοντας στο Φιουμιτσίνο αργά τη νύχτα προς το χάραμα της 25ης Μαίου, ο Παππάς κατέβασε μια πετρελαιάκατο και έστειλε τον Κωστή Γκορτζή που ήξερε πολύ καλά αγγλικά και άλλον έναν για να επικοινωνήσουν με το Ιταλικό Πρακτορείο Ειδήσεων
Όταν ξημέρωσε μαζεύτηκαν σε απόσταση διάφορα πλοιάρια από την περιοχή του Φιουμιτσίνο και τηλεοπτικά συνεργεία. Ήρθαν και εκπρόσωποι αρχών και προσπαθούσαν να πείσουν τον Νίκο Παππά να το τελειώσει το θέμα και να γυρίσει πίσω, υποσχόμενοι ότι θα έχουμε πλήρη αμνηστία και μάλιστα – μάρτυς μου ο Θεός επ’ αυτού- από ένα διαμέρισμα δώρο από την κυβέρνηση!
Να σημειωθεί ότι θέλω να απαντήσω σε όσους μας κατηγόρησαν ότι παραδώσαμε το καράβι στους Ιταλούς. Προφανώς δεν είναι ενημερωμένοι ότι το «Βέλος» με το βύθισμά του στα 6,58 μέτρα δεν μπορούσε να μπει σε ένα λιμάνι όπως το Φιουμιτσίνο που έχει το μεγαλύτερο βύθισμα στα 4,5 μέτρα, είναι μαθηματικώς αδύνατο. Ο Νίκος Παππάς, ο οποίος ήταν ένας από τους καλύτερους ναυτίλους που είχε ποτέ το πολεμικό ναυτικό, με πολλά εύσημα, δεν θα πήγαινε ένα σκάφος κοντά στις ρηχίες. Αγκυροβόλησε μακριά, οπότε δεν το παραδώσαμε το σκάφος και τα σκαφάκια που ήρθαν και μας πήραν, δεν τα επιτρέψαμε να δέσουν με σχοινιά στο «Βέλος» αλλά πηδήξαμε μέσα και κρατούσαμε το σκάφος μας από το γείσο της κουβέρτας για να μη δέσουμε σχοινιά συμβολικά.
Αυτονόητο είναι λοιπόν και πώς όταν έφυγε ο κυβερνήτης, ανέλαβε ο ύπαρχος ενώ η χούντα κινήθηκε ταχύτατα- σ΄αυτά ήταν τσακάλι- κι έστειλε την ίδια μέρα τον Χαρλαύτη να αναλάβει κυβερνήτης.
-Τι έγινε όταν τελικά βγήκατε στο λιμάνι; Πώς αντέδρασε η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας;
Βγήκαμε 31 άτομα και ο κυβερνήτης έξω όπου μας περίμεναν εκπρόσωποι ΜΜΕ αλλά κυριολεκτικά μας έβαλαν με πολλή πίεση μέσα στο λιμεναρχείο. Μόνο ο Παππάς και ο Κωστής ο Καραμίχας πρόλαβαν να πουν μερικές λέξεις, όπως «Ελευθερία» και «Ζήτω η Δημοκρατία». Από εκεί μας πήραν και μας πήγαν στο υπουργείο εσωτερικών όπου ζητήσαμε επίσημα άσυλο.
Eννοείται βέβαια πώς ήταν σημαντική η συμβολή του Σάντρο Περτίνι ο οποίος ήταν πρόεδρος της ιταλικής Βουλής αφού αυτός ουσιαστικά μας έδωσε το άσυλο γιατί ήθελαν να μας εκδώσουν στην Ελλάδα. Στη συνέχεια μας μετέφεραν σε ένα μοτέλ έξω από τη Ρώμη όπου μας φυλούσε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Ιταλίας και η καραμπινιερία και δεχόμασταν συνέχεια αιτήματα για να μιλήσουμε από διάφορα ΜΜΕ απ’ όλο τον κόσμο. Εμείς, όχι μόνο καταγγέλλαμε τη χούντα, αλλά αναφέραμε λεπτομερώς ποιοι είχαν συλληφθεί δηλώνοντας ότι θεωρούμε υπεύθυνη τη χούντα αν κάτι τους συμβεί.
Αν και πήραμε το άσυλο, εγώ επέλεξα στη συνέχεια, μαζί με τη σύζυγό μου που ήρθε να με βρει, να μεταβούμε στη Σουηδία όπου έγινε επέκταση του ασύλου και παραμείναμε επί 14 μήνες.
-Γιατί επιλέξατε να ακολουθήσετε τον Παππά εκδηλώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αντίδρασή σας στη χούντα;
Για δυο λόγους, για να σωθούν οι ζωές των ανθρώπων που είχαν συλληφθεί καθώς καταγγείλαμε το δικτατορικό καθεστώς και δεύτερον, για να μάθει το ΝΑΤΟ ότι δεν ήταν με την χούντα όλες οι ένοπλες δυνάμεις όπως διατείνονταν.Η πλειονότητα του ναυτικού δεν ήταν με την χούντα και σας διαβεβαιώ ότι οι υπογραφές που είχε μαζέψει τότε ο Παππάς στο κίνημα, ήταν πάνω από 600.
-Όταν ανεβήκατε στο «Βέλος» ξέρατε τι υπήρχε περίπτωση να γίνει;
Όχι, ήξερα όμως όταν ήρθε ο Παππάς και μου είπε «κανόνισε να έχουμε αρκετά περισσότερα απ’ ό,τι δικαιούμαστε σε φόρτο και να είμαστε έτοιμοι για παν ενδεχόμενο». Και τον ρώτησα: «καπετάνιε, αν χρειαστεί, και στο διάολο σε ακολουθώ». Και τότε, μέσες- άκρες, μου είπε ότι: «ναι, ετοιμάζεται κάτι αλλά δεν ξέρουμε πότε θα εκδηλωθεί».
-Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα; Πώς ήταν μετά οι συνθήκες;
Με τη Μεταπολίτευση. Το βράδυ ήρθε ο Καραμανλής και τα χαράματα εμείς και μάλιστα στο αεροδρόμιο ήταν κάποιοι χουντικοί της αστυνομίας, οι οποίοι δεν μας άφηναν να μπούμε μέσα επειδή έλεγαν ότι δεν είμαστε Έλληνες επειδή είχαμε ιταλικά διαβατήρια. Είχε συγκεντρωθεί όμως χιλιάδες κόσμου και όταν ανέβηκα σε ένα ψηλό σημείο και άρχισα να φωνάζω ότι δεν μας αφήνουν να μπούμε στην πατρίδα μας, τότε τρόμαξαν και περάσαμε.
Στην Ελλάδα ήταν δύσκολα τα πράγματα. Κοιμόμουν σε ένα σπιτάκι που μου είχαν δώσει μέσα στο ναύσταθμο, με το πιστόλι κρυμμένο στο προσκέφαλο. Φοβόμασταν, δεν ήταν «σταγονίδια» τα κατάλοιπα της χούντας όπως έλεγε ο Αβέρωφ, θα έλεγα ότι ήταν… ποτήρια, ίσως και βαρελάκια. Θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολλά περισσότερα, θα μπορούσε να είχε πετύχει το κίνημα του Ναυτικού και να είχαμε γλυτώσει τη χούντα και το κυριότερο, τη διχοτόμηση της Κύπρου. Tις ανατροπές των ολοκληρωτικών καθεστώτων δεν τις κάνουν ούτε εξεγέρσεις σε σχολεία ούτε διαδηλώσεις σε δρόμους, τις κάνουν κάποιοι ένοπλοι.
Προσωπικά, τι είναι αυτό που σας άφησε η συμμετοχή σας σε μια τέτοια πράξη αντίστασης;
Λέω πάντα, «δεν μετράει τι λες εσύ αλλά οι πράξεις σου τι λένε». Εγώ βγήκα τραυματισμένος από αυτή την ιστορία και ζημιωμένος γιατί οι συμμαθητές μου στη Σχολή εξελίχθηκαν κανονικά, κι εγώ όχι, αφού τη δεδομένη στιγμή είχα να αντιμετωπίσω τουλάχιστον έναν απόλυτα αρνητικό απέναντι μου. Όχι, δεν είμαι ικανοποιημένος αλλά και ξανά να γινόταν και συνειδητά να ήξερα ότι θα ήμουν έτσι, πάλι θα το έκανα, γιατί αυτό δεν το έκανα προς ίδιον όφελος.
Άλλωστε στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού δυο πράγματα απέκτησα: το ένα να εξαλειφθεί το «εγώ» μου και το άλλο να υπάρξει το «εμείς». Αυτό έμαθα και το έμαθα καλά και η συνείδησή μου το «εμείς» πάντα βάζει μπροστά κι όχι το «εγώ». Οπότε δεν με πειράζει που οι συμμαθητές μου έγιναν πλοίαρχοι κι εγώ ανθυποπλοίαρχος, καρφάκι δεν μου καίγεται. Στη συνείδησή μου είμαι εντάξει, το καθήκον μου το έκανα, κάποιοι άνθρωποι σώθηκαν από τη θανάτωση, τραυματίσθηκε βαρύτατα η χούντα και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει κι ο λαός πήρε κουράγιο.