Σαν σήμερα πριν σχεδόν σαράντα χρόνια, στις 4/11/1978 η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν μετουσιώθηκε με την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από ένα πλήθος διαδηλωτών οπαδών του Αγιατολάχ Χομεϊνί και την σύλληψη του συνόλου του προσωπικού της πρεσβείας ως ομήρων.
Έτσι σηματοδοτήθηκε το οριστικό και βίαιο τέλος των εξαιρετικά θερμών σχέσεων των δυο χωρών που μέχρι τότε είχαν μια πολύ στενή συνεργασία στον στρατιωτικό τομέα και την εξωτερική πολιτική.
Με τον τρόπο αυτό άρχισε η μακροσκελής περιπέτεια των ομηρων που έμειναν φυλακισμένοι για συνολικά 444 μέρες, κατά τις οποίες μεσολάβησε μία ντροπιαστική αποτυχημένη επιχείρηση απελευθέρωσής τους, γνωστή με την ονομασία Eagle Claw με αφετηρία το αεροπλανοφορο USS Nimitz και την συμμετοχή αεροσκαφών τόσο της Αεροπορίας, όσο και του Ναυτικού και των Πεζοναυτών.
Οι όμηροι απελευθερώθηκαν τελικά μόνο όταν έφυγε από την εξουσία ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμυ Κάρτερ, που τον διαδέχτηκε ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Αξιοσημείωτο δε ότι το καθεστώς του Ιράν ανακοίνωσε τον τερματισμό της ομηρίας όχι απλώς μετά την εκλογική νίκη του Ρίγκαν αλλά την ημέρα και ώρα που έκανε την εναρκτήρια ομιλία του ως πρόεδρος.
Οι συνέπειες του τερματισμού των σχέσεων των δυο χωρών ήταν τεράστιες και μας ακολουθούν μέχρι σήμερα σε πολλαπλά επίπεδα.
Το Ιράν ήταν τότε ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικού στρατιωτικού υλικού και μάλιστα απολάμβανε ειδικού καθεστώτος στον ισλαμικό κόσμο παραλαμβάνοντας κατ’ εξαίρεση την αιχμή της τεχνολογίας, μεταξύ των οποία τα ολοκαίνουρια τότε μαχητικά αεροσκάφη F-14A Tomcat και μάλιστα μαζί με πύραυλους ΑΙΜ-54 Phoenix.
Από τα 80 αεροσκάφη της παραγγελίας πρόλαβαν να παραδοθούν 79, αλλά το Ιράν δυσκολεύθηκε τρομερά να τα αξιοποιήσει, αφού μεγάλο μέρος των πιλότων τους βρίσκονταν στις ΗΠΑ για εκπαίδευση και δεν έγιναν δεκτοί για να επιστρέψουν, ενώ κι όσοι είχαν ήδη επιστρέψει οδηγήθηκαν στην φυλακή ως υπερβολικά πιστοί στο προηγούμενο καθεστώς.
Το Ιράν είχε παραγγείλει (και πληρώσει) ακόμα 160 μαχητικά αεροσκάφη F-16A. Από αυτά όμως δεν παρέλαβε κανένα, κι όσα κατασκευάστηκαν παραδόθηκαν από κοινού στις αεροπορικές δυνάμεις τόσο του Ισραήλ όσο και της Αιγύπτου, που πρόσφατα είχαν υπογράψει μία ιστορική συμφωνία ειρήνης.
Μεταξύ άλλων είχε παραγγείλει και τέσσερα αντιτορπιλικά αεράμυνας κλάσης Kidd που όμως επίσης δεν πρόλαβαν να παραδοθούν και απορροφήθηκαν από το αμερικανικό Ναυτικό, ενώ αργότερα μεταβιβάστηκαν στο Ναυτικό της Ταϊβάν.
Τελος, αξιοσημείωτη είναι και η παραγγελία πενήντα βαρέων ελικοπτέρων CH-47, τα οποία βρίσκονταν υπό συναρμολόγηση στην Ιταλία από την εταιρεία Agusta (τότε Elicotteri Meridionali). Δεν πρόλαβαν να παραδοθούν στο σύνολο της παραγγελίας και από τότε όπως και τα υπόλοιπα αερομέσα του Ιράν, κρατούνται σε πτήσιμη κατάσταση με «πατέντες» και ανταλλακτικά προσποριζόμενα από την μαύρη αγορά.
Από αυτά πρόλαβαν να παραδοθούν σαράντα πριν την πτώση του Σάχη. Ακόμα εννέα που είχαν ήδη κατασκευαστεί συν ένα ακόμα που κατασκευάστηκε επιπλέον παραδόθηκαν στην Ελλάδα επί υπουργίας Αβέρωφ και μοιράστηκαν μεταξύ Αεροπορίας Στρατού και Πολεμικής Αεροπορίας (5+5).
Οι ΗΠΑ εκτός από έναν εξαιρετικό πελάτη στρατιωτικού υλικού έχασαν και έναν σημαντικό γεωστρατηγικό σύμμαχο και μαζί του και τις ακροαστικές βάσεις που διατηρούσαν στα βόρεια σύνορα της χώρας με την τότε Σοβιετική Ένωση, που δεν παρέλειψε να προσεγγίσει το νέο καθεστώς προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε αμερικανικό στρατιωτικό υλικό με αντάλλαγμα τεχνική βοήθεια.
Στην συνέχεια ακολούθησε ο μακροχρόνιος πόλεμος μεταξύ με το Ιράκ με την υποστήριξη των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών που κράτησε πολλά χρόνια τη δεκαετία του ’80 με τεράστιες απώλειες στρατιωτικές και σε αμάχους για το Ιράν.
Μέχρι σήμερα και με ελάχιστες χρονικές εξαιρέσεις, το Ιράν αντιμετωπίζεται ως κράτος παρίας από την Δύση, και σε πιο σκοτεινές περιόδους παρουσιάστηκε -χωρίς επιτυχία- και ως χορηγός της ισλαμικής τρομοκρατίας, ενώ τελεί υπό καθεστώς διεθνούς εμπάργκο, με αφορμή την δεδηλωμένη πρόθεσή του να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.