Με την ευκαιρία της επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας, θα καλύψουμε σήμερα ένα στοιχείο καθοριστικό για την επιτυχία της επαναστάσεως, δεδομένου ότι χωρίς χρηματική υποστήριξη, η προσπάθεια αποτινάξεως του οθωμανικού ζυγού ίσως να είχε καταπνιγεί εν τη γεννέσει της. Θα αναφερθούμε επιγραμματικά στους οικονομικούς παράγοντες που ωρίμασαν τις συνθήκες για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνος.
Ήταν μια ευτυχής συγκυρία γεγονότων που οδήγησαν στη μεγάλη οικονομική αναγέννηση. Μεταμόρφωσαν σταδιακά την αιμορραγούσα Ελλάδα και της επέτρεψαν να ξεκινήσει την επανάσταση στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις, έως ότου κεντρίσει το ενδιαφέρον των Μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών που ενεπλάκησαν για τη διαμόρφωση ενός καινούριου status quo στα Βαλκάνια.
Όλα ξεκίνησαν το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς η οποία τερμάτισε τον αυστρο-οθωμανικό πόλεμο του 1683-1697 με την ήττα του σουλτάνου. Οι όροι της έδωσαν εμμέσως τη δυνατότητα στους Έλληνες να επανεκκινήσουν τους εμπορικούς τους δεσμούς με τη Βενετία και την Αυστριακή Αυτοκρατορία.
Ως προς την ίδια κατεύθυνση συνέδραμαν και οι αγγλογαλλικοί πόλεμοι του 18ου αιώνος οι οποίοι διετάραξαν τις δυτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στα μεγάλα λιμάνια της Πάτρας της Θεσσαλονίκης κ.λπ. Οι Έλληνες άδραξαν την ευκαιρία προς όφελός τους, μεταφέροντας στην Κεντρική Ευρώπη εγχώρια προϊόντα όπως δημητριακά, μαλλί, βαμβάκι και δέρμα. Ταυτοχρόνως, εισήγαγαν είδη που εμπορεύονταν κατά κόρον οι Ευρωπαίοι, αλλά οι τρέχουσες συνθήκες είχαν αναστείλει τις κινήσεις τους. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της ευημερίας και περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών εμπορικών κοινοτήτων της Βιέννης, του Βουκουρεστίου, της Τεργέστης, της Βενετίας και λοιπών, πριν ακόμη κλείσει ο αιώνας.
Στην τόνωση της ελληνικής οικονομίας συνέβαλαν επίσης και ορισμένες διατάξεις των ρωσοτουρκικών συνθηκών του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 και του Ιασίου το 1792, οι οποίες άνοιγαν για τη Ρωσία και την Αυστρία τα Στενά του Βοσπόρου προς τη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι οι Έλληνες ναυτικοί μπορούσαν να τα διασχίζουν υψώνοντας τη ρωσική σημαία στα πλοία τους. Οι συγκεκριμένες διατάξεις διεύρυναν το πεδίο των εμπορικών δραστηριοτήτων τους στις περιοχές της νοτίου Ρωσίας πουλώντας προϊόντα όπως φρούτα, κρασί, σαπούνι και ελαιόλαδο.
Τα κέρδη τους αυξάνονταν ακόμη περισσότερο από τις υπηρεσίες ακτοπλοϊκής μεταφοράς των ρωσικών σιτηρών στη Δύση. Η ύπαρξη της ρωσικής σημαίας τούς επέτρεπε τον ανεμπόδιστο διάπλου χωρίς το φόβο των περιορισμών που υφίστανται από τις Οθωμανική Αυτοκρατορία έως τότε. Ως εκ τούτου, το ελληνικό εμπόριο κατέλαβε συντόμως την πρώτη θέση στη Μαύρη Θάλασσα, την οποία και διατήρησε για μακρά σειρά ετών. Η μεγάλη ευμάρεια επέφερε την ίδρυση νέων ελληνικών κοινοτήτων που πολύ γρήγορα ήκμασαν στα ρωσικά λιμάνια της Οδησσού, του Ταγκανρόγκ και άλλων.
Ο τελευταίος παράγων ανακάμψεως της ελληνικής οικονομικής ήταν η Γαλλική Επανάσταση και οι νέες αγγλογαλλικές εχθροπραξίες που ακολούθησαν, αφού οι αντιμαχόμενες πλευρές κατέστρεψαν εκατέρωθεν την εμπορική τους δράση στη λεκάνη της Μεσογείου. Οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν αμέσως την ευκαιρία. Οι μεν έμποροι πολλαπλασίασαν τα κέρδη τους, ενώ οι πλοιοκτήτες αύξησαν το στόλο τους εκείνα τα χρόνια.
Μέχρι το 1813, η ελληνική εμπορική ναυτιλία είχε ανέβει στο διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο των 615 πλοίων συνολικής χωρητικότητας 153.500 τόνων. Αυτά ήταν εφοδιασμένα με σχεδόν 5.000 κανόνια και επανδρωμένα με περίπου 37.500 ναυτικούς. Να σημειώσουμε πως τα εμπορικά πλοία στη Μεσόγειο ήταν οπλισμένα για την αντιμετώπιση των πειρατών της Βορείου Αφρικής. Αυτά επρόκειτο να παίξουν καίριο ρόλο αργότερα στην επανάσταση του 1821, όταν στράφηκαν εναντίον του οθωμανικού στόλου, καθώς και η εμπειρία που απεκόμισαν οι άνδρες στις κατοπινές μάχες για κυριαρχία στο Αιγαίο.
Η Γαλλική Επανάσταση δεν τόνωσε μονάχα την ελληνική εμπορική ναυσιπλοΐα, αλλά έδωσε τη δυνατότητα στους Γάλλους εμπόρους να στραφούν στα ελληνικά λιμάνια, κάτι που βελτίωσε τη θέση της ελληνικής γεωργίας λόγω της αυξημένης ζήτησης βαμβακιού, σιτηρών, ελαίου και άλλων προϊόντων. Η άνοδος των τιμών που ακολούθησε, ωφέλησε κατά βάση τους Τούρκους γαιοκτήμονες και ακολούθως τους Έλληνες μεγαλοκτηματίες.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί Έλληνες επωφελήθηκαν από τη μεγάλη επέκταση των βιοτεχνιών, τις οποίες ήλεγχαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα. Οι επιχειρηματικές βάσεις τους βρίσκονταν στις πόλεις και σε ορισμένες ορεινές περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Η παραγωγή αφορούσε μάλλινα και βαμβακερά νήματα, υφάσματα, ρουχισμό, χαλιά, μεταξωτά και γούνες. Τα περισσότερα από τα προϊόντα πωλούνταν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά υπήρχε και μια αξιόλογη ποσότητα που εξάγετο σε γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες.
Οι απαρχές της ελληνικής οικονομικής αναγέννησης δημιούργησαν νέα δεδομένα και καλλιέργησαν καινούριες πολιτικές δυνάμεις που επρόκειτο να οδηγήσουν επιτυχώς στο επαναστατικό ξέσπασμα του 1821.