Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣΕΚΠΥ (Σύνδεσμος Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού) τα νέα πρόγραμματα εξοπλισμών, κυρίως η αγορά των μαχητικών Rafale και των φρεγατών FDI δείχνουν πως χρειάζεται περαιτέρω οργάνωση από την πλευρά της πολιτείας για την συστηματική συμμετοχή των ελληνικών αμυντικών εταιριών σε κάθε εξοπλιστική προσπάθεια. Οπως μάλιστα καταγράφουν αυτό δεν έγινε δυνατό στην προμήθεια των Rafale, αλλά είναι σαφώς καλύτερη η εικόνα για τις φρεγάτες, όπου αναμένεται εγχώρια συμμετοχή ύψους 200 εκατ. ευρώ. Έτσι, ο ΣΕΚΠΥ καταλήγει στην αναγκαιότητα ίδρυσης σχετικού υφυπουργείου.
Το πλήρες κείμενο του ΣΕΚΠΥ έχει ως εξής:
“Τις επόμενες ημέρες θα κατατεθεί στη Βουλή προς ψήφιση η προμήθεια των γαλλικών Φρεγατών αλλά και των επιπλέον έξι αεροσκαφών RAFALE που θα προστεθούν στα 18 που είχε ψηφιστεί στις αρχές του 2021. Αναμφισβήτητα και τα δύο παραπάνω προγράμματα κρίνονται ιδιαιτέρως σημαντικά για την αναγκαία ενίσχυση των Ελληνικών Ένοπλων Δυνάμεων. Δυστυχώς όμως ο αντίκτυπός τους για την ΕΑΒΙ (Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία) είναι εντελώς διαφορετικός από τις μέχρι σήμερα εξελίξεις.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει στο Δελτίο Τύπου του Ιανουαρίου του 2021, όσον αφορά την αγορά των αεροσκαφών RAFALE δεν υπήρξε καμία πρόνοια για την συμμετοχή της ΕΑΒΙ, και παρά τις προσπάθειές μας, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία συνάντηση και ενημέρωση των εκπροσώπων της αμυντικής βιομηχανίας από την κατασκευάστρια εταιρεία των αεροσκαφών DASSAULT. Συνεχίζουμε όμως να πιστεύουμε ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή μπορούν και πρέπει να ασκηθούν πιέσεις προκειμένου να υπάρξει έργο για την ΕΑΒΙ.
Αντίθετα, στο πρόγραμμα των Φρεγατών, η απαίτηση της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών (ΓΔΑΕΕ) προς τους ξένους οίκους, με την πλήρη υποστήριξη της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, για ουσιαστική συμμετοχή της στο πρόγραμμα, οδήγησε στην επίτευξη σημαντικών θετικών αποτελεσμάτων.
Συγκεκριμένα, εκτιμούμε ότι πάνω από 40 Ελληνικές εταιρείες, θα αναλάβουν προγράμματα αξίας άνω των 200 εκατομμυρίων ευρώ, από τις Γαλλικές κατασκευάστριες εταιρείες των φρεγατών, σε βάθος δεκαετίας, δημιουργώντας επιπλέον εκατοντάδες θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Παρόλο που το παραπάνω αποτέλεσμα δεν είναι το μέγιστο δυνατό που θα μπορούσαμε να πάρουμε αν είχαμε θεσμοθετημένη πολιτική βιομηχανικών επιστροφών (τουλάχιστον 30% της αξίας της προμήθειας), κρίνεται ιδιαίτερα θετικό και θα ενισχύσει σημαντικά την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία
Τα παραπάνω δύο παραδείγματα που αφορούν σε προγράμματα περίπου ίσης αξίας, δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο ότι είναι απαραίτητη και επιτακτική πλέον η ανάγκη ίδρυσης Υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας – όπως έχει προτείνει ο ΣΕΚΠΥ επανειλημμένα – το γρηγορότερο δυνατόν, προκειμένου να υπάρξει οργανωμένη στρατηγική και ουσιαστικό αποτέλεσμα όσον αφορά την επίτευξη βιομηχανικών επιστροφών και συμπαραγωγών της ΕΑΒΙ με τους ξένους προμηθευτές οπλικών συστημάτων.
Το επόμενο διάστημα θα προωθηθούν για έγκριση στην Βουλή σημαντικά προγράμματα εξοπλισμών αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ. Είναι σημαντικό λοιπόν να μην χαθεί η ευκαιρία να επιστρέψουν στη χώρα με τη μορφή υποκατασκευαστικού έργου και επενδύσεων, εκατοντάδες εκατομμύρια τα οποία θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα στηρίξουν τόσο την ανάπτυξη όσο και την ασφάλεια εφοδιασμού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Δεν μπορεί να συνεχιστεί η «à la carte» αντιμετώπιση της συμμετοχής της ΕΑΒΙ στα εξοπλιστικά προγράμματα. Δεν μπορεί να εξαρτάται ένα τόσο σημαντικό θέμα από την ατομική αντίληψη και προσπάθεια, ορισμένων ανθρώπων μιας υπηρεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και συγκεκριμένα τη ΓΔΑΕΕ, η οποία πλέον χρειάζεται άμεση ενίσχυση από εξειδικευμένο προσωπικό, προκειμένου να διαχειριστεί με επιτυχία το ιδιαίτερα εξειδικευμένο αυτό αντικείμενο.
Απαιτείται άμεσα η δημιουργία ανώτερης Κυβερνητικής Δομής – Υφυπουργείο – το οποίο θα αναλάβει να διαχειριστεί στο σύνολό του το ζήτημα της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας. Αυτό εξάλλου γίνεται σε όλες τις χώρες με ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και αμυντική βιομηχανία.
Η αναγκαία ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με νέα εξοπλιστικά θα είναι μειωμένης αξίας αν δεν εξασφαλιστεί η συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στην παραγωγή αλλά και η εν συνεχεία υποστήριξή τους.”