Η κατασκευή του εντυπωσιακού Fokker D.XXIII αποτελεί κατ’ουσίαν επέκταση των εργασιών της εταιρείας επάνω στο μαχητικό D.XXI, λαμβάνοντας υπόψιν της και τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας. Το project, που ξεκίνησε στα τέλη του 1937, δεν ενεπνεύσθη από κάποιο αντίστοιχο, αλλά ήταν κάτι αποκλειστικά καινούριο και καινοτόμο. Αντιστρόφως, το μονοθέσιο μαχητικό SAM-13 του Aleksandr Sergeevich Moskalev ήταν αυτό που οπωσδήποτε βασίστηκε επάνω στο Fokker D.XXIII: www.ptisidiastima.com/moskalev-sam-13/.
Επικεφαλής σχεδιαστής του νέου δημιουργήματος ήταν ο μηχανικός Marius Beeling. Στην προσπάθεια κατασκευής ενός εξαιρετικά γρήγορου αεροπλάνου, η ομάδα των Ολλανδών μηχανικών απεφάσισε να πράξει με κάπως παράδοξο τρόπο: δύο κινητήρες εγκαταστημένοι στα δύο άκρα μιας μονής ατράκτου με διχαλωτή ουρά που ξεκινούσε από τις πτέρυγες και κατέληγε σε διπλό κάθετο ουραίο ενωμένο με κοινό πηδάλιο ανόδου-καθόδου. Ένα παρόμοιο σχέδιο υλοποιήθηκε αργότερα από τους Σουηδούς που προχώρησαν στην κατασκευή του δικού τους μαχητικού, το SAAB J-21.
Το D.XXIII θα ήταν ένα από τα πρώτα εξολοκλήρου μεταλλικά αεροσκάφη που προγραμμάτιζε η Fokker. Η δομή της ατράκτου αποτελείτο από συγκολλημένους χαλύβδινους σωλήνες χρωμίου-μολυβδαινίου. Ήταν κοντή με το κόκπιτ εγκατεστημένο σε ιδανικό σημείο της, παρέχοντας εξαιρετική ορατότητα. Ο πιλότος προστατεύονταν από εχθρικά πυρά με πλάκες θωράκισης που χώριζαν το κόκπιτ από τα τμήματα που φιλοξενούσαν τους δύο κινητήρες. Πλάκες θωράκισης υπήρχαν επίσης και στα πλαϊνά τοιχώματα, όπως και κάτω από το πάτωμα.
Το αεροπλάνο είχε τρίκυκλο αναδιπλούμενο σύστημα προσγειώσεως, εφοδιασμένο με αμορτισέρ λαδιού, κάτι αρκετά σπάνιο για την εποχή του. Ήταν το πρώτο της Fokker που διέθετε αυτό το σύστημα. Tροφοδοτείτο από δύο δύο χαμηλής ισχύος (περίπου 450 ίππων) υδρόψυκτους Walter Sagitta I-SR αναστρόφου V διατάξεως (αποτελούσαν βελτιωμένη έκδοση των αερόψυκτων δωδεκακύλινδρων Walter Major VI), οι οποίοι περιέστρεφαν τρίφυλλες μεταλλικές έλικες. Η διάταξή τους απέβλεπε στην παροχή της μεγίστου ισχύος με την ελάχιστη αεροδυναμική αντίσταση, κάτι που θα εξασφάλιζε επίσης αυξημένη ευελιξία, εξαιρετική σταθερότητα και, κατά συνέπεια, υψηλή ακρίβεια βολών. Αυτό επέτρεπε και την ασφαλή πτήση του αεροσκάφους με έναν κινητήρα, αν προέκυπτε ανάγκη.
Βέβαια, αυτή η διάταξη των κινητήρων δεν ήταν χωρίς τα μειονεκτήματά της. Οι πιλότοι δεν επιθυμούσαν να υπάρχει έλικας πίσω από την πλάτη τους, πιστεύοντας πως σε περίπτωση αναγκαστικής προσγειώσεως θα διαμελίζονταν, αφού ακόμη δεν υπήρχαν εκτινασσόμενα καθίσματα. Το προσωνύμιο «ιπτάμενη μηχανή κιμά» που δόθηκε στο D.XXIII, καταδεικνύει πως δεν ήταν πολλοί αυτοί που πίστευαν στην επιτυχία του project.
Ο οπλισμός θα αποτελείτο από δύο πολυβόλα F.N-Brownings των 7,9 χλστ., τοποθετημένων κάτω από τον εμπρόσθιο κινητήρα, και δύο ακόμη, ιδίου τύπου, των 13,2 χλστ. Ο σχεδιασμός είχε προβλέψει και την πιθανή αντικατάσταση των ισχυρών πολυβόλων με πυροβόλα (το πρωτότυπο δεν πρόλαβε να φτάσει στο στάδιο δοκιμών με οπλισμό).
Επειδή η εταιρεία βιαζόταν να αποδείξει τη βιωσιμότητα του ιδιάζοντος project της, δεν προχώρησε στην επίλυση των προβλημάτων αφορόντα την τοποθέτηση μεταλλικών πτερύγων πάχους 18% στη μέση τους και 9% στις άκρες. Έτσι κατασκεύασε το πρωτότυπο με πτέρυγες στηριζόμενες σε ξύλινες δοκούς, αρκετά ογκώδεις για την εξασφάλιση της αντοχής. Ήταν όμως αναγκαίο το πάχος να αυξηθεί στο 22% στο μεσαίο τμήμα των πτερύγων και στο 11% στις άκρες.
Το σοβαρότερο εμπόδιο είχε να κάνει με τους κινητήρες. Λόγω των διεθνών εντάσεων της εποχής, δεν υπήρχε δυνατότητα εισαγωγής κινητήρων επαρκούς ισχύος από άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Με τους Walter Sagitta, το αεροσκάφος παρουσίαζε ανεπαρκή αναλογία ώσης-βάρους ενώ ο οπίσθιος υπέφερε από προβλήματα ψύξεως. Αρχικά, η Fokker ήλπιζε να αποκτήσει είτε τους Hispano-Suiza 12XCrs, είτε τους Junkers Jumo 210G, είτε τους Rolls-Royce Kestrel XV. Τελικώς απεφάσισαν μεταξύ των Daimler-Benz DB 601 και των Rolls-Royce Merlin, αναμένοντας την ταχύτητα να ανέβει από τα 521 σε 616 χλμ/ώρα. Το βασικό όμως πρόβλημα ήταν η απόκτησή τους την περίοδο της παραμονής της ενάρξεως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Fokker ευελπιστούσε να λάβει παραγγελίες από την ολλανδική κυβέρνηση και πιθανώς από ξένους ενδιαφερομένους αγοραστές. Δεδομένων των ανησυχιών που εκδηλώθηκαν για την ασφάλεια των πιλότων, ο Marius Beeling ξεκίνησε το σχεδιασμό ενός εκτινασσομένου καθίσματος, αλλά η προσπάθειά του δεν κατέστη επιτυχής.
Η παρθενική πτήση του νέου αεροσκάφους έλαβε χώρα την 30η Μαΐου του 1939, όπου παρουσίασε σοβαρή υπερθέρμανση του οπισθίου κινητήρος. Συν τοις άλλοις, η ισχύ δεν ήταν αρκετή για το βάρος απογειώσεως, που έφτανε σχεδόν τους τρεις τόνους. Η εξάλειψη των προβλημάτων απαιτούσε χρόνο, αλλά οι Ολλανδοί δεν τον διέθεταν πλέον, λόγω της ενάρξεως της γερμανικής εισβολής. Έχοντας πραγματοποιήσει ένδεκα πτήσεις, πετώντας συνολικά τέσσερις ώρες, το D.XXIII δεν κατόρθωσε να μπει σε μαζική παραγωγή.
Στις 10 Μαΐου του 1940, την ημέρα της γερμανικής επιθέσεως στην Ολλανδία, το D.XXIII βρισκόταν στο Schiphol σε ένα εργοστάσιο της Fokker, όπου υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού. Μετά την κήρυξη της ανακωχής, οι Γερμανοί επέδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το αεροσκάφος, που πιθανότατα ενέπνευσε και την Dornier για τη δημιουργία του Do 335.
Αυτό ήταν και το «κύκνειο άσμα» ενός από τα πιο ενδιαφέροντα προπολεμικά έργα της Fokker, που ίσως καθίστατο εξαιρετικά αποτελεσματικό εάν κατόρθωνε να ενταχθεί εγκαίρως στο στόλο της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της χώρας του.
Γενικά χαρακτηριστικά
- Πλήρωμα: 1 μέλος
- Μήκος: 10,20 μέτρα
- Έκταση πτερύγων: 11,50 μέτρα
- Ύψος: 3,80 μέτρα
- Επιφάνεια πτερύγων: 18,50 τετραγωνικά μέτρα
- Βάρος: 2.180 κιλά
- Βάρος απογειώσεως: 2.950 κιλά
Επιδόσεις
- Μέγιστη ταχύτητα: 525 χλμ/ώρα (κατά προσέγγιση)
- Ακτίνα δράσεως: 840 χλμ
- Ανώτατο υψόμετρο: 9.000 μέτρα