Ο Economist, σε σχετικό του άρθρο, μεταφέρει την άποψη πως η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποίησε κυνικά την καταστολή του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στους εγχώριους αντιπάλους του και την επιθετική εξωτερική πολιτική του, ως δικαιολογία για να παγώσει οποιαδήποτε διαδικασία ένταξης για την Τουρκία.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζει το άρθρο του Economist, η ΕΕ πιθανότατα δεν θα δεχόταν την Τουρκία στην πολιτική και οικονομική ένωση των 27 μελών της, ακόμη και αν είχε διαφορετικό ηγέτη και ήταν απολύτως δημοκρατική.
Αυτό συμβαίνει επειδή πολλοί Ευρωπαίοι ψηφοφόροι απλά δεν θέλουν μια τόσο μεγάλη χώρα με πλειοψηφία μουσουλμάνων να γίνει το επόμενο μέλος της ΕΕ.
Για χρόνια, η πολιτική των δυο πλευρών, έμοιαζε με μια παραλλαγή ενός παλιού σοβιετικού αστείου για να περιγράψουν τις συνομιλίες ένταξης μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ: εμείς προσποιούμαστε ότι διαπραγματευόμαστε και αυτοί προσποιούνται ότι μεταρρυθμίζονται. Σήμερα, δεν ωφελεί να προσποιούμαστε. Η διαδικασία ένταξης είναι νεκρή. Στη θέση της, μια συμφωνία που κατέληξε η ΕΕ με τον κ. Ερντογάν για να κρατήσει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες εκτός Ευρώπης βρίσκεται στο επίκεντρο της σχέσης. Και αυτή η συμφωνία αρχίζει να καταπονείται.
Ορισμένοι Τούρκοι διπλωμάτες προτείνουν τον καθορισμό της σχέσης με την ΕΕ μέσω φαινομενικά τεχνοκρατικών ελιγμών, συμπεριλαμβανομένης της αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης του μπλοκ με την Τουρκία, απελευθέρωσης των θεωρήσεων βίζας και συνεργασίας στην εξωτερική πολιτική. Αλλά ακόμη και αυτό φαίνεται αδύνατο.
Η Τουρκία δεν θέλει να κάνει τις απαραίτητες παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης των δρακόντειων νόμων της για την τρομοκρατία, και η ΕΕ δεν θέλει να θεωρηθεί ότι προσφέρει ανταμοιβές στον Ερντογάν. Μπορεί να υπάρξει πρόοδος, αλλά όχι πριν οι ψηφοφόροι διώξουν τον Ερντογάν και τον συνασπισμό του. Ακόμα και τότε, η ένταξη στην ΕΕ δεν θα είναι στο τραπέζι. Ίσως δεν ήταν ποτέ εξ αρχής.