Η ανάπτυξη του XB-46 ξεκίνησε το 1944, όταν το Υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ, εντυπωσιασμένο από τις εξελίξεις στην αεροπορική τεχνολογία της ναζιστικής Γερμανίας, εξέδωσε απαίτηση για μια σειρά μεσαίων βομβαρδιστικών με κινητήρες τζετ, με βάρος από 36.000 έως 91.000 κιλά. Η απαίτηση αυτή, γνωστή ως «κλάση του ’45», οδήγησε σε ανταγωνιστικά σχέδια από τέσσερις μεγάλες εταιρείες: τη North American Aviation (XB-45), τη Boeing (XB-47), τη Martin (XB-48) και τη Convair (XB-46).

Η Convair, γνωστή για το B-24 Liberator, τον Ιανουάριο του 1945 υπέγραψε συμβόλαιο για την ανάπτυξη του αεροσκάφους, ενώ τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους εγκρίθηκε μακέτα του σχεδίου.
Η πρώτη πτήση του XB-46 πραγματοποιήθηκε στις 2 Απριλίου 1947, από το εργοστάσιο της Convair στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, με προορισμό τη βάση Muroc Army Airfield. Ο πιλότος δοκιμών, Ellis D. “Sam” Shannon, επαίνεσε τις ικανότητες χειρισμού του αεροσκάφους.

Το XB-46 είχε μήκος 32,2 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 34,4 μέτρα και μέγιστο βάρος απογείωσης 43.360 κιλά. Η σχεδίασή του ήταν εξαιρετικά αεροδυναμική, με μακριά, οβάλ διατομης, άτρακτο, συμβατικές ευθείες πτέρυγες συνδεδεμένες στο άνω μέρος, εξοπλισμένες με πτερύγια Fowler που εκτείνονταν στο 90% του εύρους τους.
Η πρόωση του XB-46 βασιζόταν σε τέσσερις τούρμποτζε Allison J35-C3, αξονικής ροής με ώση 18 kN ο καθένας, τοποθετημένους σε ζεύγη, σε θύλακες κάτω από κάθε πτέρυγα. Οι αεραγωγοί ήταν επίπεδοι στην κάθετο, ενώ τα ακροφύσια έφθαναν πίσω από το χείλος προσβολής της πτέρυγας. Αν το αεροσκάφος έφθανε σε παραγωγή, οι κινητήρες θα αντικαθίσταντο από General Electric J47, με ώση 23 kN, για βελτιωμένες επιδόσεις. Το αεροσκάφος είχε μέγιστη ταχύτητα 877 χλμ./ώρα, ταχύτητα πλεύσης 708 χλμ./ώρα, εμβέλεια 4.620 χιλιομέτρων και οροφή πτήσης 12.200 μέτρα.
Το πλήρωμα αποτελούνταν από τρία μέλη: δύο πιλότους και βομβαρδιστή/χειριστή ραντάρ. Οι πιλότοι κάθονταν σε διάταξη tandem κάτω από ένα ενιαία καλύπτρα, ενώ ο βομβαρδιστής βρισκόταν στο διάφανο ρύγχος, μια διάταξη που συνέχιζε τη σχεδιαστική λογική του Β’ Παγκοσμίου. Το οπλικό φορτίο θα περιλάμβανε έως 10.000 κιλά βόμβες, ενώ προβλεπόταν η τοποθέτηση τηλεχειριζόμενου πυργίσκου ουράς με δύο πολυβόλα 0,50 ιντσών, αν και δεν εγκαταστάθηκε στο πρωτότυπο.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του 1947, το XB-46 πραγματοποίησε 64 πτήσεις, συνολικής διάρκειας 127 ωρών, από πιλότους της Convair και της USAF. Οι αρχικές εντυπώσεις ήταν θετικές, με το αεροσκάφος να παρουσιάζει εξαιρετική σταθερότητα και έλεγχο. Ωστόσο, οι δοκιμές αποκάλυψαν τεχνικά προβλήματα, όπως ανεπαρκές σύστημα αποπάγωσης κινητήρων, δυσλειτουργίες στο σύστημα κλιματισμού της καμπίνας και κάθετες ταλαντώσεις λόγω συντονισμών.
Οι δοκιμές συνεχίστηκαν στη βάση Palm Beach της Φλόριντα από τον Αύγουστο του 1948 έως τον Αύγουστο του 1949, με επιπλέον 44 ώρες πτήσης, εστιάζοντας σε προβλήματα θορύβου, κραδασμών ουραίου και σταθερότητας. Το αεροσκάφος μεταφέρθηκε στη βάση Eglin το 1950 για δοκιμές σε ψυχρές συνθήκες. Τελικά το μοναδικό πρωτότυπο διαλύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, καθώς δεν υπήρχαν και ανταλλακτικά για τη συνέχιση των πτήσεων του.
Το πρόγραμμα XB-46 αντιμετώπισε πολλαπλές προκλήσεις που οδήγησαν στην ακύρωσή του. Πρώτον, το υψηλό κόστος ανάπτυξης και συντήρησης ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τα οφέλη, ιδιαίτερα σε μια εποχή περικοπών στον αμυντικό προϋπολογισμό μετά τον πόλεμο Δεύτερον, η τεχνολογία του XB-46 θεωρήθηκε ξεπερασμένη ήδη από το 1947. Άλωστε το North American B-45 Tornado είχε εξασφαλίσει παραγγελίες παραγωγής, ενώ το Boeing B-47 Stratojet, με την καινοτόμο σχεδίαση πτερύγων υπό κλίση, προσέφερε ανώτερες επιδόσεις.
Τέλος, η απουσία προηγμένων συστημάτων, όπως το ογκώδες ραντάρ πυρός που θα απαιτούσε επανασχεδιασμό της ατράκτου, περιόρισε περαιτέρω την ελκυστικότητα του αεροσκάφους. Έτσι το XB-46 δεν κατάφερε να είναι ανταγωνιστικό, κυρίως έναντι του B-47, το οποίο έθεσε νέα πρότυπα για τα αεριωθούμενα βομβαρδιστικά.
Αν κάτι μπορούμε να σημειώσουμε για το κομψό Convair, είναι η μεταβατική του φύση, μεταξύ των σχεδίων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των σύγχρονων, ταχύτερων και πιο αποδοτικών βομβαρδιστικών της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, όπου απέτυχε να περάσει σε παραγωγή, καθώς η εξέλιξη της αεροπορικής τεχνολογίας ήταν ραγδαία.