Ο Σουν Τζου, ο μέγας θεωρητικός του πολέμου, αναμφίβολα θα ενέκρινε. Το Πεκίνο προσπαθεί να λυγίσει την Ταϊβάν ασκώντας πίεση στην «επαναστατημένη επαρχία», όπως την αποκαλεί, με έναν ακήρυκτο πόλεμο φθοράς τον οποίο εντείνει μεθοδικά όλο και περισσότερο. Στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στην δημοσιότητα η Ταϊπέι δείχνουν ότι τα κινεζικά αεροπλάνα παραβίασαν φέτος 49 φορές την διάμεσο που χωρίζει το Στενό της Ταϊβάν από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αριθμός ο οποίος θεωρείται ρεκόρ 30ετίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Άμυνας, η κινεζική Αεροπορία εκτέλεσε 1.710 εξόδους με στόχο την Ταϊβάν, με 219 αεροσκάφη να εισέρχονται στην νοτιοδυτική Ζώνη Αναγνώρισης/Αεράμυνας (ADIZ) και 49 εξ αυτών να περνούν την διάμεσο γραμμή –την οποία ούτως ή άλλως η Κίνα δεν αναγνωρίζει. Επίσης παραβιάσεις πραγματοποίησαν συνολικά 1.029 πλοία του Ναυτικού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.
Η Αεροπορία της Ταϊβάν (RoCAF) αντέδρασε πραγματοποιώντας σχεδόν 3.000 εξόδους για αναχαίτιση/παρακολούθηση των «Κόκκινων» που κόστισαν 886 εκατ. δολάρια στην μικρή αυτή χώρα. Σημειωτέον ότι μόνο φέτος το αντίστοιχο κόστος για το Ναυτικό της Ταϊβάν ήταν 5.7 δισ. δολάρια, αυξημένο κατά 1,20 δισ. δολ. εν σχέσει με εκείνο της ίδιας περιόδου πέρυσι. Και το 2020 δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Οι επιφυλακές και τα scramble είναι η πραγματικότητα του προσωπικού της RoCAF, ιπταμένου και εδάφους. Αν και τα αεροσκάφη των «απέναντι» μέχρι στιγμής δεν έχουν προβεί σε υπερπτήσεις, οι παραβιάσεις διατηρούν την πίεση, επιχειρησιακή και οικονομική.
Η τελευταία «επίσκεψη» ήταν στις 15 Οκτωβρίου, όταν μαχητικά επιφυλακής απογειώθηκαν νύχτα για να αναχαιτίσουν κινεζικά αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας Y-8Q, γνωστά και ως «κυνηγούς υποβρυχίων». Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία συστοιχίες πυραύλων και αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες τέθηκαν σε ετοιμότητα, έτοιμες να βάλλουν σε περίπτωση που τα εχθρικά αεροσκάφη κατάφερναν να περάσουν τον κλοιό των ταϊβανέζικων μαχητικών, με τα συστήματα αεράμυνας να παρακολουθούν συνεχώς την κατάσταση. Ακόμη μια νύχτα υπηρεσίας στο «κόκκινο».
Ο αντίκτυπος σε προσωπικό, μέσα και υλικό είναι κάθε άλλο παρά αμελητέος. Ακόμη και η Πρόεδρος Τσάι Ινγκ-γουέν σε πρόσφατη επίσκεψή της στην νότια αεροπορική βάση Γκάνγκσάν, φάνηκε να ξαφνιάζεται μαθαίνοντας ότι ένα μικρό απάρτιο του εγχώριας παραγωγής μαχητικού F-CK-1 Ching-kuo κοστίζει 13.000 δολάρια. Η ελευθερία είναι ανεκτίμητη αλλά πρώτα είναι ακριβή.
Αριθμητικώς, η Αεροπορία της Ταϊβάν δεν συγκρίνεται καν με αυτήν της Κίνας και η πίεση που ασκεί η γείτων αυξάνοντας τον ρυθμό των παραβιάσεων έχει αρχίσει ήδη να φαίνεται. Η Ταϊπέι κάνει λόγο για «δραματική αύξηση» του επιπέδου απειλής το οποίο σε συνδυασμό με την ηλικία των ταϊβανέζικων μαχητικών έχει εκτινάξει το κόστος συντήρησης εκτός προϋπολογισμού.
Οι συνέπειες του πολέμου φθοράς από την Κίνα έχουν γίνει άμεσα αντιληπτές στους τεχνικούς της RoCAF. «Έχει περισσότερη δουλειά» λέει ένας εκπαιδευόμενος στην βάση Γκάνγκσάν. Ο πρωθυπουργός Σου Τσενγκ-τσαν δεν κρύβει τον προβληματισμό της κυβέρνησης για το κόστος της έντασης.
«Κάθε φορά που τα κομμουνιστικά αεροσκάφη παρενοχλούν την Ταϊβάν, η Αεροπορία μας βρίσκεται στον αέρα και αυτό είναι εξαιρετικά δαπανηρό. Δεν είναι βάρος μόνο για την Ταϊβάν αλλά είναι ιδιαίτερα μεγάλο και για την Κίνα» λέει χαρακτηριστικά. Το Πεκίνο όμως έχει αποδείξει ότι δεν φείδεται εξόδων προκειμένου να πετύχει τους στρατηγικούς του στόχους.
Όσο η Ταϊβάν αντιτίθεται στην αποδοχή της πολιτικής της «Μίας Κίνας» που θέτει ως όρο το Πεκίνο για «διάλογο», τόσο οι πτήσεις κινεζικών στρατιωτικών αεροσκαφών θα συνεχιστούν. Σημειωτέον ότι από το 2016 που ανήλθε στο προεδρικό αξίωμα η Τσάι Ινγκ-γουέν μέχρι πρόσφατα, τα κινεζικά αεροσκάφη πετούσαν πλησίον της Ταϊβάν περιστασιακά και σπανίως εισέρχονταν στον εναέριο χώρο της. Μετά την φετινή της επανεκλογή με ρεκόρ ψήφων και την διατήρηση της αυτονομίας της χώρας πολύ ψηλά στην ατζέντα της, η Κίνα έδειξε την δυσφορία της εμπράκτως.
Για την κυβέρνηση της Ταϊπέι η διατήρηση ικανών και αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων είναι μονόδρομος. Η προμήθεια μαχητικών F-16 αξίας 8 δισ. δολαρίων που εγκρίθηκε πέρυσι από την Ουάσιγκτον θα αυξήσει τον αριθμό των μαχητικών του τύπου που διαθέτει η χώρα σε περισσότερα από 200 –ο μεγαλύτερος στόλος F-16 στην Ασία. Αρκεί όμως αυτό;
Διπλωματική πηγή δηλώνει υπό τον όρο της ανωνυμίας ότι η στρατηγική της Κίνας είναι να εξαντλήσει τους πιλότους της RoCAF κρατώντας τους συνεχώς υπό καθεστώς έντασης. Το υπουργείο Άμυνας δεν φαίνεται να διαφωνεί, αναφέροντας σε σχετική έκθεση προς το κοινοβούλιο ότι οι πτήσεις κινεζικών αεροσκαφών νοτιοδυτικά της Ταϊβάν, ημέρα και νύκτα, αποσκοπούν στην εξασθένηση του χρόνου αντίδρασης της αεράμυνας ασκώντας «τεράστια πίεση» στις μονάδες πρώτης γραμμής. Τυχόν ομοιότητα με αντίστοιχες καταστάσεις αλλού (δεν) είναι συμπωματική.
Αλέξανδρος Θεολόγου