Από το 1939, το Βρετανικό υπουργείο Αεροπορίας άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την αντικατάσταση του πεπαλαιωμένου βομβαρδιστικού Bristol Blenheim, το οποίο είχε καταδείξει τις αδυναμίες του από την πρώτη του κιόλας εμπειρία μάχης. Η απόσυρσή του συνεπώς κρίθηκε παραπάνω από επιβεβλημένη.
Τον Ιανουάριο κιόλας, η Bristol κατέθεσε μια πρόταση για τη δημιουργία ενός τριθέσιου βομβαρδιστικού επί τη βάσει του «Type 156» που παρήχθη με την ονομασία Beaufighter.
H πρόταση αρχικώς δε βρήκε ανταπόκριση, δεδομένου ότι οι Βρετανοί αρέσκονταν στην αγορά μεσαίων βομβαρδιστικών από την Αμερική, εστιάζοντας οι ίδιοι στην κατασκευή βαρέων. Τα πράγματα άλλαξαν κατά τα τέλη του 1939, καθότι η δυνατότητα χρήσεως εξαρτημάτων από το Beaufighter και οι έτοιμες τεχνικές λύσεις θεωρήθηκαν καλές προϋποθέσεις για τη μείωση του χρόνου των εργασιών και του κόστους παραγωγής.
Στις αρχές του 1940, όλοι οι κύριοι κατασκευαστές αεροσκαφών έλαβαν εγκύκλιο με τις προδιαγραφές B.7/40 για ένα νέο βομβαρδιστικό. H πρόταση για χρήση εξαρτημάτων από το Beaufighter, κατέστησε την Bristol ως την επικρατέστερη για την ανάθεση του έργου. Η εταιρεία ξεκίνησε τον επανασχεδιασμό του τελευταίου της project, το «Type 161», γνωστό ως «Beaumont». Διέθετε νέο κεντρικό και εμπρόσθιο τμήμα ατράκτου που φιλοξενούσε διθέσιο πιλοτήριο, αλλά η κατάληξή της και η ουρά προέρχονταν από το Beaufighter. Θα εξοπλιζόταν με κινητήρες Hercules ή Merlin, τέσσερα πολυβόλα σε ραχιαίο πυργίσκο, καθώς και δύο στο ρύγχος. Η δυνατότητα μεταφοράς βομβών, συνολικού βάρους 1.815 κιλά, του έδινε ταχύτητα υπολογιζομένη στα 475 χλμ/ώρα και εμβέλεια 1.450 χιλιομέτρων. Μετά από τις τροποποιήσεις της εγκυκλίου του 1940, το βομβαρδιστικό μετονομάστηκε «Type 162».
Oι απαιτήσεις μεγάλωσαν στις αρχές του 1941, καθόσον το «Type 162» δεν είχε να προσφέρει τίποτα περισσότερο από το Douglas Α-20 «Boston» που ξεκινούσε να μπαίνει σε υπηρεσία. Κατά συνέπεια, οι προδιαγραφές B.7/40 αντικαταστάθηκαν από τις B.2/41. Οι σχεδιαστές της Bristol, με επικεφαλής τον L. Fries, κλήθηκαν να επανεπεξεργαστούν το έργο τους.
Τώρα πια δεν υπήρχε καμία ομοιότητα με το Beaufighter. Ως κινητήρες είχαν επιλεγεί οι Centaurus. Το πλήρωμα αυξήθηκε κατά ένα μέλος, η χωρητικότητα της καταπακτής βομβών παρέμεινε η ίδια, ενώ στον οπλισμό προστέθηκαν δύο ακόμη πολυβόλα στην κοιλιά της ατράκτου. Η εμβέλεια, με το μισό βάρος βομβών, υπολογιζόταν σε 1.610 χλμ. με ταχύτητα πορείας 483 χλμ/ώρα και μέγιστη ταχύτητα 595 χλμ. Βέβαια, το «Type 162» δεν κάλυπτε πλέον την ιδιότητα του βαρέως επιθετικού αεροσκάφους, οπότε ορίστηκε ως ευέλικτο βομβαρδιστικό ημέρας/νυκτός με επαρκή οπλισμό και ικανοποιητική ταχύτητα.
Σύντομα μετονομάστηκε σε «Type 163 Buckingham», ενώ το Μάϊο του 1941 έλαβε χώρα και η πρώτη παραγγελία για τέσσερα πρωτότυπα. Το project κρίθηκε ως υψίστου προτεραιότητος από τη Διοίκηση Βομβαρδιστικών, προοριζόμενο να αντικαταστήσει το «Blenheim», «Boston» και «Mitchell». Είχε επίσης αποφασισθεί μια αρχική παραγωγή 400 αεροσκαφών (το συμφωνητικό περιελάμβανε τη δυνατότητα παραγγελίας και άλλων 800 ακόμη) με ρυθμό παραδόσεως 60 αεροπλάνων το μήνα έως το 1944.
Τα πλάνα για τον τρόπο αξιοποιήσεως του «Buckingham» άλλαξαν άρδην, όταν οι ρόλοι του ως ευέλικτο βομβαρδιστικό ημέρας, τορπιλοφόρο και καταδυτικό βομβαρδιστικό πέρασαν στο de Havilland DH.98 «Mosquito». Μέχρι το τέλος του 1941, η παραγγελία των 400 κομματιών διατηρήθηκε μεν, αλλά χωρίς να ενεργοποιηθεί και η δυνατότητα αυξήσεώς της. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητο να μεγαλώσει κι άλλο η εμβέλεια, κάτι φυσικά που επέφερε αύξηση του βάρους απογειώσεως στα 15.436 κιλά και εν συνεχεία στα 16.344 κιλά. Στο πλήρωμα θα προστίθετο κι ένα ακόμη μέλος επιπλέον.
Το Μάρτιο του 1942 το έργο αναθεωρήθηκε ακόμη μία φορά. Το καινούριο «Buckingham» έπρεπε να φτάνει σε ταχύτητα τα 571 χλμ/ώρα, ύψος 6.100 μέτρων και εμβέλεια 2.574 χιλιομέτρων. Ο ραχιαίος οπλισμός ήταν τέσσερα πολυβόλα των 7,7 χλστ. σε πυργίσκο Bristol B.14 που ελέγχονταν από τον βομβαρδιστή, ενώ υπήρχαν δύο ακόμη αμυντικά. Το νέο ρύγχος είχε τώρα γωνίες εκτροπής 25° προς τα πλάγια και 60° προς τα κάτω. H εγκατάσταση όμως του πυργίσκου είχε προβλήματα, οπότε τα επιθετικά όπλα θα αντικαθίσταντο από τέσσερα σταθερά πολυβόλα που θα χειριζόταν ο πιλότος. Τέσσερα επιπλέον τοποθετήθηκαν στο ραχιαίο πυργίσκο και δύο στην κοιλιά της ατράκτου.
Η πρώτη πτήση ενός πειραματικού Buckingham, άνευ οπλισμού, πραγματοποιήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1943 στο Filton, βόρεια του Bristol. Το συγκεκριμένο (όπως και το τρίτο και το τέταρτο που κατασκευάστηκαν) έφερε κινητήρες Bristol Centaurus IV, ισχύος 2.400 ίππων. Μολαταύτα, τα πρώτα από τη σειρά παραγωγής του Φεβρουαρίου του 1944, εφοδιάστηκαν με Centaurus VII και XI ιδίας ισχύος, όμως το μέγιστο υψόμετρο ήταν αισθητά χαμηλότερο. Η συναρμολόγηση γινόταν στο Filton με εξαρτήματα που παρέχονταν από υπεργολάβους. Ο σκοπός ήταν να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της παραγωγής, η οποία όμως διεκόπη πολύ γρήγορα από τη Διοίκηση βομβαρδιστικών που έκρινε πως δεν υπήρχε πλέον ανάγκη χρήσεως του Μπάκιγχαμ επί ευρωπαϊκού εδάφους. Υπήρχαν ακόμη πλάνα δράσης του στην Άπω Ανατολή, γιαυτό και είχε παραγγελθεί και μία τροπική του έκδοση.
Το «Buckingham» B Μκ.I δεν είχε κανένα πλεονέκτημα έναντι του «Mosquito» που ήταν ήδη εν υπηρεσία. Είναι αλήθεια πως έφερε ικανοποιητικό αμυντικό οπλισμό, αλλά δεν υπερείχε αυτού του Mitchell III, το οποίο χρησιμοποιείτο ως βομβαρδιστικό ημέρας. Το μήκος και ύψος του ήταν 14,27 και 5,33 μέτρα αντίστοιχα, ενώ η έκταση πτερύγων έφτανε τα 21,89 μέτρα.
Κατά συνέπεια, η παραγγελία για το «Buckingham» μειώθηκε σε 300 κομμάτια, όπου τελικώς κατασκευάστηκαν μόνο 119. Λιγότερα από τα μισά παραδόθηκαν στην έκδοση του βομβαρδιστικού, ένω τα υπόλοιπα διετέθησαν ως μεταφορικά. Ήταν όμως και αρκετά βομβαρδιστικά που μετατράπηκαν σε μεταφορικά αργότερα. Ακόμη και με αυτήν την ιδιότητα όμως, χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα. Πολλά «Buckinghams» κατέστησαν ανενεργά μετά από λίγες μόλις ώρες πτήσεως. Το τελευταίο που επέζησε χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1950 για χερσαίες μόνο δοκιμές.