ΑΠΕ-ΜΠΕ
. του Philip Stevens (*)
Προσέγγιση ή διατήρηση των αποστάσεων; Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν αποτελεί μια καλή είδηση για τον ατλαντισμό. Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί αρχίζουν να συζητούν και πάλι για το πώς θα συνεργαστούν. Ένα από τα θέματα είναι ο χειρισμός της Ρωσίας του Πούτιν.
Η αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο θα αποτελέσει ασφαλώς μια ευκαιρία να ασκηθεί πίεση στο Κρεμλίνο για να σταματήσει να παραβιάζει τη διεθνή τάξη. Την ίδια στιγμή, θα υπάρξει ένας προβληματισμός για το αν μπορεί να υπάρξει επανεκκίνηση στη σχέση ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία. Οι δύο προσεγγίσεις δεν δείχνουν τόσο ξένες μεταξύ τους όσο φαίνονται.
Η εποχή αυτή δεν είναι η καλύτερη για τον Πούτιν. Πριν από λίγους μήνες, ψηφίστηκαν από το κοινοβούλιο συνταγματικές τροπολογίες που του επιτρέπουν να παραμείνει πρόεδρος ισοβίως. Και μετά άρχισε ο κατήφορος. Η ρωσική οικονομία, που έχει αποδυναμωθεί από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την πανδημία. Το ρούβλι σημείωσε κατακόρυφη πτώση και το ίδιο ισχύει για το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων. Ο πρόεδρος περνάει πολύ καιρό στην ντάτσα του έξω από τη Μόσχα.
Στη Λευκορωσία συνεχίζονται οι διαδηλώσεις. Η απόπειρα δηλητηρίασης του Αλεξάντερ Ναβάλνι θύμισε στον κόσμο την υποστήριξη των πολιτικών δολοφονιών από το Κρεμλίνο και τροφοδότησε έναν νέο γύρο κυρώσεων. Κυρώσεις έχουν επιβάλει ΕΕ και ΗΠΑ και για τη συνεχιζόμενη παρουσία της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία.
Ο πόλεμος μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν αποσταθεροποίησε τον νότιο Καύκασο και έβαλε στο παιχνίδι της περιφερειακής επιρροής την Τουρκία. Η πολιτική αναταραχή στο Κιργιστάν έκανε πολλούς να προβληματιστούν για τη ρωσική επιρροή στην κεντρική Ασία. Οσο για τις επεμβάσεις της Ρωσίας στη Συρία και τη Λιβύη, είναι δύσκολο να δει κανείς τα στρατηγικά κέρδη της Μόσχας.
Η ήττα του Τραμπ στερεί τον Πούτιν από τον σημαντικότερο θαυμαστή του και από μια σχέση που προσέδιδε νομιμότητα στην αυταρχική του διακυβέρνηση. Ο Μπάιντεν ανήκει επίσης σε μια γενιά που εκτιμά ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ.
Δεν είναι έτσι απίθανο ο Πούτιν να αρχίσει να αναρωτιέται κατά πόσον συμφέρει πράγματι τη χώρα του η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση με τη Δύση. Αν υπήρχε κάποια στιγμή να σκεφτεί την αναθεώρηση των σχέσεών του μαζί της, η στιγμή αυτή είναι τώρα.
Η επανεκκίνηση δεν είναι βέβαια η αγαπημένη λέξη του Μπάιντεν. Ως αντιπρόεδρος, είδε τα σχετικά ανοίγματα του Μπάρακ Ομπάμα το 2009 να μην οδηγούν πουθενά. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία, ο Μπάιντεν ανέλαβε το βάρος της αντιμετώπισης του ρωσικού αυταρχισμού. Και μετά ήρθε η παρέμβαση του Κρεμλίνου εναντίον της Χίλαρι Κλίντον στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Πρόσφατα, ο Μπάιντεν δήλωσε ότι η Δύση πρέπει να τιμωρήσει τη Μόσχα για τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και ότι η χώρα του θα στηρίξει τις οργανώσεις που αντιτίθενται στον αυταρχισμό του Κρεμλίνου.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος είναι φυσικά και πραγματιστής. Εχει δηλώσει, για παράδειγμα, ότι η συνθήκη για τα στρατηγικά όπλα πρέπει να παραταθεί και πέραν του Φεβρουαρίου, οπότε λήγει. Οποιες λοιπόν κι αν είναι οι σχέσεις Μόσχας-Ουάσινγκτον, υπάρχουν τομείς όπου οι δύο χώρες θα πρέπει να συνεργάζονται. Ενας άλλος τομέας είναι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής ή η διανομή των εμβολίων για την Covid-19. Στο κάτω-κάτω, η Δύση συναλλασσόταν με τη Μόσχα και στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου.
Το ερώτημα είναι αν αυτή η συνεργασία θα οδηγήσει και σε μια γενικότερη προσέγγιση. Δεν είμαι σίγουρος. Ο Πούτιν έχει περάσει τα 20 τελευταία χρόνια διαφημίζοντας τον εαυτό του ως ο ηγέτης τον οποίο χρειάζεται η Ρωσία για να αντιπαρατεθεί στη Δύση. Από την άλλη πλευρά, ηγέτες όπως ο Εμανουέλ Μακρόν ή η Αγγελα Μέρκελ δεν θα έβλεπαν με κακό μάτι μια επανεκκίνηση των σχέσεών τους με τη Μόσχα. Μια τέτοια επανεκκίνηση, όμως, θα πρέπει να έχει ως προϋπόθεση την αλλαγή συμπεριφοράς του Πούτιν. Και αυτό πρέπει να του καταστεί σαφές από την αρχή.
(*) Ο Φίλιπ Στίβενς είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)