Τίποτε δεν φόβιζε περισσότερο τα πληρώματα της Bomber Command όσο τα νυχτερινά καταδιωκτικά. Εμφανίζονταν σαν φαντάσματα, χτυπούσαν και έψαχναν το επόμενο θύμα τους. Οι πολυβολητές των βομβαρδιστικών προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τα εντοπίσουν στο σκοτάδι, μια φευγαλέα σκιά, κάτι που πριν δεν ήταν εκεί, αλλά η τύχη δεν ήταν πάντα με το μέρος τους.
Πολλές φορές δεν καταλάβαιναν τί τους χτύπησε. Ξαφνικά το αεροπλάνο τους συγκλονιζόταν και τυλιγόταν στις φλόγες. «Έμοιαζαν σαν να έπαιρναν σειρά για να καταρριφθούν» έλεγε ο κορυφαίος άσσος της νυχτερινής δίωξης Επισμηναγός Heinz-Wolfgang Schnaufer. «Μετά το έβδομο απλώς έπρεπε να σταματήσω. Είχα κουραστεί να σκοτώνω…»
Το νυχτερινό κυνήγι βομβαρδιστικών ξεκίνησε για την Luftwaffe εκ των ενόντων, με μαχητικά ημέρας προσαρμοσμένα στην νέα τους αποστολή. Όμως οι Γερμανοί ανήγαγαν την νυχτερινή δίωξη σε τέχνη. Καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου χρησιμοποίησαν στον συγκεκριμένο ρόλο διάφορους τύπους μαχητικών, εφοδιασμένους με ειδικό εξοπλισμό –ραντάρ και πυροβόλα. Το Bf110G απεδείχθη το πιο επικίνδυνο.
Λίγα αεροπλάνα λοιδορήθηκαν όσο το δικινητήριο βαρύ μαχητικό της Bayerische Flugzeugwerke. Στην Μάχη της Αγγλίας τα Bf110 υπέστησαν φοβερές απώλειες ενώ η ανάγκη τους για συνοδεία μαχητικών –αν και τα ίδια είχαν επιφορτισθεί με τον ρόλο αυτόν λόγω της μεγάλης εμβέλειάς τους– έχει τροφοδοτήσει απαξιωτικά σχόλια που κρατούν μέχρι σήμερα. Η «ανοησία του Γκαίρινγκ» (Göring’s Folly) ήταν από τα πιο κόσμια.
Αναμφίβολα οι απώλειες του τύπου ήταν σημαντικές. Ωστόσο αν ρωτήσετε κάποιον που είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά στην τρομακτική ισχύ πυρός τεσσάρων πολυβόλων των 7,92 χιλ. και δύο πυροβόλων των 20 χιλ. ενός Bf110 θα έχετε μια πολύ διαφορετική εικόνα.
Το πρωτοποριακό για την εποχή του ‘Zerstörer’ δεν σχεδιάστηκε για να διαγράφει «δακτυλίδια» γύρω από τα εχθρικά μαχητικά. Η αποστολή του ήταν να «ισοπεδώνει» την αντίσταση του αντιπάλου πάνω από την περιοχή του στόχου σφυροκοπώντας τον πριν την άφιξη των φιλίων βομβαρδιστικών.
Όσο χρησιμοποιείτο σε περιβάλλον τοπικής αεροπορικής υπεροχής ή εκμεταλλευόταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ήταν εξαιρετικά επίφοβο. Όμως στην Μάχη της Αγγλίας τα Bf110 χρησιμοποιήθηκαν με λάθος τακτικές, διατασσόμενα να προστατεύουν αργούς σχηματισμούς βομβαρδιστικών.
Αυτό που έλειπε από το concept του Kampfzerstörer ήταν η ευελιξία. Κανείς πιλότος δεν μπορούσε να ελιχθεί με το Bf110 σαν να πετούσε μονοκινητήριο, όχι με δύο δωδεκακύλινδρους Daimler-Benz DB 601 στα φτερά του. Το αεροπλάνο ήταν διαβόητο για τα «βαριά» χειριστήριά του. Ακόμη και οι πιο δυνατοί χειριστές εξαντλούντο γρήγορα κατά την διάρκεια έντονων ελιγμών.
«Για να βγει από βύθιση ήθελε δύναμη βοδιού… Μου ήταν αδιανόητο πώς ένα τέτοιο μαχητικό συνοδείας θα έμπαινε ποτέ σε παραγωγή» έλεγε χαρακτηριστικά πιλότος δοκιμών της Luftwaffe.
«To 110 ήταν ένα ασφαλές και εύκολο στην πτήση αεροπλάνο αλλά αργό σαν μελάσσα. Και δεν μπορούσε να μείνει στον αέρα περισσότερο από μιάμιση ώρα. Τί θα γινόταν αν συναντούσαμε Spitfires; Με το 110; Θα τσακιζόμασταν να φύγουμε» θυμάται ένας χειριστής. Μπορεί η Μάχη της Αγγλίας να γκρέμισε τον μύθο του ανίκητου ‘Zerstörer’ αλλά σε αυτό το αεροπλάνο η Διοίκηση Νυχτερινής Δίωξης βρήκε το ιδανικό Nachtjäger.
To Βf110 ήταν άμεσα διαθέσιμο, υπήρχαν χειριστές με μεγάλη εμπειρία και ήταν βαριά οπλισμένο. Διέθετε ικανοποιητική διάρκεια πτήσης την οποία αύξαναν ακόμη περισσότερο οι υποπτερυγικές δεξαμενές καυσίμου χωρητικότητας 300 λίτρων και, το κυριότερο, από το 1942 μπορούσε να φέρει ραντάρ αναχαίτισης για τον εντοπισμό των βομβαρδιστικών της RAF στο σκοτάδι. Η εποχή που τα πληρώματα της Nachtjagdverband έψαχναν τα εχθρικά αεροπλάνα με τα μάτια τους ανήκε στο παρελθόν.
Ενισχυμένα δομικά, με βελτιωμένη προστασία για τον χειριστή και εφοδιασμένα με τους ισχυρότερους DB 605Β-1 συν φλογοκρύπτες στις εξαγωγές των κινητήρων, τα Bf110G-4b/R3 ήταν η βαρύτερα οπλισμένη έκδοση. Φορτωμένο με φουλ καύσιμο και όπλα, το βάρος του αεροπλάνου ξεπερνούσε τους 10 τόννους –σχεδόν διπλάσιο του Βf110B του 1938.
Οι χαρακτηριστικές κεραίες ‘Hirschgeweih’ (κέρατα ελαφιού) ήταν τα «μάτια» του ραντάρ FuG 220b Lichtenstein SN-2 ενώ ορισμένα μαχητικά έφεραν στο ρύγχος και τις κεραίες του FuG 212 Lichtenstein C-1. Σημειωτέον ότι κάποια αεροσκάφη είχαν στα ακροπτερύγια επιπλέον αντέννες του FuG 227/1 Flensburg που έδινε την δυνατότητα στον Bordfunker, τον ασυρματιστή/χειριστή ραντάρ, να εντοπίζει τις εκπομπές του συστήματος προειδοποίησης εγκλωβισμού ARI 5664 ‘Monica’ των βρετανικών βομβαρδιστικών χωρίς η παρουσία του νυχτερινού καταδιωκτικού να γίνεται αντιληπτή.
Τίποτα δεν μπορούσε να τους ξεφύγει. Ακολουθώντας τις οδηγίες του χειριστή ραντάρ ο πιλότος προσέγγιζε τον σχηματισμό των βομβαρδιστικών σαν τον καρχαρία που πλησιάζει την λεία του. Διάλεγε το υποψήφιο θύμα του και λίγο πριν επιτεθεί ανέφερε από τον ασύρματο στο επίγειο δίκτυο αεράμυνας τον κωδικό ‘Pauke, Pauke’, σήμα ότι είναι έτοιμος να χτυπήσει.
Αντίθετα με τα Bf110F-4, την πρώτη εξειδικευμένη αν και μεσοπρόθεσμη έκδοση του τύπου στον νέο ρόλο, οι νυχτερινοί διώκτες που πετούσαν με τα αεροσκάφη της έκδοσης G-4 είχαν πιο βαρύ οπλισμό από τέσσερα πολυβόλα των 7,92 χιλ. και δύο πυροβόλα των 20 χιλ. στην διάθεση τους. Πολύ πιο βαρύ.
Στο ρύγχος βρίσκονταν πλέον δύο Rheinmetall-Borsig MK 108 των 30 χιλ. με 135 βλήματα ανά όπλο, συν δύο Mauser MG 151 των 20 χιλ. με αναχορηγία 300 βλημάτων για το αριστερό πυροβόλο και 350 για το δεξιό. Συνδυασμός με ισχύ πυρός ικανή να γκρεμίσει ένα τετρακινητήριο Halifax ή Lancaster από τον ουρανό με συνοπτικές διαδικασίες.
Προαιρετικώς, μπορούσε να αναρτηθεί ένα «πακέτο» δύο MG 151 (Waffenwanne 151Z) στο κάτω μέρος της ατράκτου, μεταξύ των πτερύγων. Όμως η τροποποίηση ‘Schräge Musik’, δύο MK 108 τα οποία έβαλλαν λοξά προς τα επάνω από το πίσω μέρος του κόκπιτ, ήταν η επιτομή του ξαφνικού θανάτου: το καταδιωκτικό γλιστρούσε αθέατο κάτω από το θύμα του και άνοιγε πυρ κομματιάζοντάς το με μια σύντομη ριπή βλημάτων τρεις φορές πιο εκρηκτικών από τα συνήθη πυρομαχικά ΗΕ των 20 χιλιοστών. Η νύχτα ήταν δική τους.
Πήρε εννέα ολόκληρους μήνες στην RAF να καταλάβει πώς έχανε αεροσκάφη και πληρώματα χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση. Τον Φεβρουάριο του ’45 ο Επισμηναγός Schnaufer κατέρριψε σε ένα βράδυ επτά Lancaster μέσα σε 17 λεπτά. Το «Φάντασμα του Saint Trond» όπως τον αποκαλούσαν τελείωσε τον πόλεμο με 121 καταρρίψεις, 194 πολεμικές αποστολές και τον επίζηλο Σταυρό των Ιπποτών μετά Φύλλων Δρυός, Ξιφών και Αδαμάντων, την υψίστη τιμητική διάκριση της Luftwaffe.
Από τις καταρρίψεις του, όλες βομβαρδιστικά της RAF και Lancaster ως επί το πλείστον, 20-30 έγιναν με ‘Schräge Musik’. Τα σύμβολα των νικών του στα κάθετα σταθερά του αεροπλάνου του που διασώζονται σε μουσεία θυμίζουν επώδυνα μια από τις μεγαλύτερες ήττες των Συμμάχων στον αεροπορικό πόλεμο στην Ευρώπη καθώς ένας συλληφθείς τεχνικός της Luftwaffe είχε αποκαλύψει κατά την ανάκρισή του την ύπαρξη του ‘Schräge Musik’ αλλά η κρίσιμη αυτή πληροφορία αγνοήθηκε.
Η αναγκαστική προσγείωση του Bf110G-4 ‘C9+EN’ (W.Nr 740055) που πετούσε ο Υποσμηναγός Wilhelm Johnen στο αεροδρόμιο Dübendorf της Ζυρίχης τον Απρίλιο του ’44 αποκάλυψε για πρώτη φορά τα λοξώς βάλλοντα πυροβόλα. Για πολλά πληρώματα της Bomber Command ήταν πολύ αργά.
Ο προσφάτως προαχθείς σε Διοικητή Σμήνους ‘Wim’ Johnen και το πλήρωμά του, Επισμηνίας Mahle και Ανθυποσμηναγός Kamprath, τέθηκαν υπό κράτηση από τις ελβετικές αρχές. Ωστόσο οι Γερμανοί ανησυχούσαν. Και είχαν σοβαρό λόγο γι’ αυτό.
Το γεγονός ότι ένα νυχτερινό καταδιωκτικό με ραντάρ SN-2 ‘Naxos’ και ‘Schräge Musik’ βρισκόταν σε ξένη χώρα, έστω και ουδέτερη, δεν τους άρεσε καθόλου. Τρείς ημέρες αργότερα το αεροπλάνο ανατινάχθηκε.
Ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν έργο Γερμανών πρακτόρων. Σύμφωνα με άλλες, το αεροσκάφος καταστράφηκε παρουσία γερμανικής αντιπροσωπείας με αντάλλαγμα την παραχώρηση στους Ελβετούς 18 μαχητικών Bf109G-6 σε προνομιακή τιμή.
Το πλήρωμα επέστρεψε στην Γερμανία λίγες ημέρες αργότερα. Εν τω μεταξύ η Gestapo είχε προβεί στην σύλληψη μελών των οικογενειών τους καθώς αρχικώς πιστεύετο ότι οι τρείς αεροπόροι είχαν αυτομολήσει στην Ελβετία. Μόλις επαναπατρίσθηκαν η παρεξήγηση λύθηκε, οι οικείοι τους απελευθερώθηκαν και το περιστατικό αποσιωπήθηκε.
Τα περισσότερα νυχτερινά καταδιωκτικά Bf110 χάθηκαν σε συγκρούσεις στον αέρα και από πυρά γερμανικών αντιαεροπορικών. Ελάχιστα καταρρίφθηκαν από πολυβολητές βρετανικών βομβαρδιστικών –το 80% των ουραίων πολυβολητών Lancaster δεν ανταπέδωσε καν τα πυρά αφού ποτέ δεν είδε τον αντίπαλο. Τα μαχητικά της Nachtjagdverband άλλωστε δεν χρησιμοποιούσαν τροχιοδεικτικά. Ήταν φόνος στα σκοτεινά.
Στον ρόλο της νυχτερινής δίωξης το Bf110 αναδείχθηκε σε τρομερή φονική μηχανή. Παρά τους DB 605B που απέδιδαν 1.474 hp, η οπισθέλκουσα των κεραιών στο ρύγχος το έκανε μόλις 30 μίλια ταχύτερο από ένα Lancaster. Ήταν αρκετή ταχύτητα για την δουλειά που είχε να κάνει. Σκεφτείτε ότι σε κάθε ένα Bf110G που έχανε η Luftwaffe, αντιστοιχούσαν 30 καταρριφθέντα αεροπλάνα της RAF. Και αυτό του δίνει άνετα τον τίτλο του χειρότερου εφιάλτη της Διοίκησης Βομβαρδιστικών.
Αλέξανδρος Θεολόγου