Η Γερμανία έχει απορρίψει τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Ουκρανίας για την αποστολή σύγχρονων εξοπλιστικών συστημάτων, προκειμένου να ενισχύσει την άμυνά της απέναντι στις απειλές της Ρωσίας. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τον καγκελάριο Σολτς “εδώ και χρόνια η κυβέρνηση χαράσσει καθαρή γραμμή επί του θέματος, δηλαδή σε περιοχές κρίσης δεν κάνουμε εξαγωγές και (κατά συνέπεια) δεν στέλνουμε θανατηφόρα όπλα στην Ουκρανία”.
Την παραπάνω επισήμανση του γερμανού καγκελάριου έρχεται να καταρρίψει ο γερμανικός Τύπος και συγκεκριμένα δημοσίευμα της DW. Σε αυτό αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η Γερμανία έχει όντως προμηθεύσει με όπλα χώρες οι οποίες εμπίπτουν στις προβλέψεις της “καθαρής γραμμής” της γερμανικής κυβέρνησης.
Γερμανία, τουρκικά Type 214TN και η εταιρική “αλληλεγγύη” που έχει πάει περίπατο
Πιο συγκεκριμένα, η Γερμανία – η οποία κατέχει ειρήσθω εν παρόδω την 5η θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές όπλων – προμηθεύει σταθερά την Αίγυπτο, η οποία εμπλέκεται σε ένοπλες διενέξεις στην Υεμένη και τη Λιβύη.
Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να πιστοποιήσει ή να αποκλείσει ότι αυτά τα όπλα χρησιμοποιούνται στις συγκεκριμένες πολεμικές συγκρούσεις. Ο Πίτερ Βέτσεμαν από το Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) δήλωσε χαρακτηριστικά για το θέμα:
“Οι προμήθειες γερμανικών όπλων στην Αίγυπτο μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει συστήματα αεράμυνας. Από όσο μπορώ να πω, αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο στην Υεμένη. Προβληματική θα μπορούσε να είναι η άλλη ομάδα, τα πολεμικά πλοία. Οι φρεγάτες θα μπορούσαν σίγουρα να παίξουν ρόλο στη διένεξη στην Υεμένη, όπου ο ναυτικός αποκλεισμός ήταν σημαντικό μέρος της.”
Η περίπτωση των ΗΑΕ και του Κατάρ
Η Γερμανία έχει πουλήσει και σε άλλες χώρες όπλα, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και το Κατάρ, οι οποίες εμπλέκονται στρατιωτικά στον πόλεμο της Υεμένης από το 2015.
Μάλιστα, το 2019 έρευνα του ερευνητικού πρότζεκτ #GermanArms έδειξε ότι τα γερμανικά όπλα παίζουν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της Υεμένης. “Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι η χορήγηση εγκρίσεων για ορισμένες προμήθειες όπλων ήταν ένα λάθος” σημειώνει ο Βέτσεμαν, “ή τουλάχιστον έγινε ολοένα πιο σαφές ότι οι κίνδυνοι που συνδέονταν με αυτές τις προμήθειες συνεχώς αυξάνονταν με αποτέλεσμα να διακοπούν. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με τη Σαουδική Αραβία, με την οποία υπήρχε μεγάλο ντιλ για παράδοση περιπολικών σκαφών”.
Ωστόσο, σημειώνεται ότι μετά τη δολοφονία του αντικαθεστωτικού Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο γενικό προξενείο της χώρας στην Κωνσταντινούπολη πάγωσαν και αργότερα ανακλήθηκαν όλες οι άδειες εξαγωγής προς το Ριάντ. Έκτοτε υπήρξε απαγόρευση εξαγωγής όπλων στη Σαουδική Αραβία ή παρατάθηκε αρκετές φορές.
Η εξαγωγή γερμανικών όπλων στην Τουρκία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του άρθρου της DW στην Τουρκία. Πράγματα γνωστά και τα οποία τα έχουμε επισημάνει στην “Πτήση” αλλά έχει σημασία η ματιά του γερμανικού Τύπου.
Σύμφωνα με τον Κρίστιαν Μέλινγκ, γερμανό ειδικό στον τομέα της άμυνας, η Τουρκία χώρα έχει “αλλάξει σημαντικά” τις προηγούμενες δεκαετίες.
“Μπορεί κανείς να διαπιστώσει εκ των υστέρων ότι οι προμήθειες όπλων ήταν λάθος. Μια κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να κάνει λάθος στις εκτιμήσεις της, ακριβώς επειδή είναι εκτιμήσεις”.
Η Τουρκία, στην οποία έχει ασκηθεί πολλές φορές κριτική για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκαταλέγεται από τον ΟΗΕ ανάμεσα στις χώρες που παρεμβαίνουν στον πόλεμο της Λιβύης, στον εμφύλιο της Συρίας αλλά και σε “χτυπήματα” στο Ιράκ, είναι από τους καλύτερους πελάτες της Γερμανίας στα εξοπλιστικά.
Αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία δεν τηρεί την ίδια πολιτική στο θέμα των εξοπλισμών σε όλες τις περιπτώσεις.
Ένα “ελαφρυντικό” της νέας γερμανικής κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι το ίδιο το γεγονός ότι είναι… νέα. Μάλιστα οι κυβερνητικοί εταίροι του SPD έχουν συμφωνήσει με τον καγκελάριο Σολτς ότι η Γερμανία δεν θα στέλνει όπλα σε χώρες που εμπλέκονται σε στρατιωτικές κρίσεις ή παραβιάζουν τα θεμελιώδη και ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν μπορεί όμως παρά να σκεφτεί κανείς ότι η “ευαισθησία” την οποία όψιμα παρουσιάζει η Γερμανία, συνδέεται (και) με τα συμφέροντά της οικονομίας της και την απρόσκοπτη ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς τα εργοστάσιά της…
(Με πληροφορίες από την DW)