Η λογική του «δικαίου της κατάκτησης», πάνω στο οποίο βασίστηκε τόσο η εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος τον Ιούλιο του 2020 όσο και η πρόσφατη μετατροπής της Μονής της Χώρας, ενός φάρου πολιτιστικής κληρονομιάς, ανοιχτού σε όλους τους ανθρώπους, από μουσείο σε τζαμί, αποτελεί στην ουσία οπισθοχώρηση του ανθρώπινου πολιτισμού σε μεσαιωνικές πρακτικές. Την επισήμανση αυτή έκαναν, χθες, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής και ο αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος για το για το εν λόγω θέμα.
Όπως τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, η προσευχή στα «κατακτημένα μνημεία», την οποία κάνει σήμερα, στον 21ο αιώνα, ο μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός κραδαίνοντας ξίφος, επαναφέρει το στοιχείο της βίας και το συνδέει με το θρησκευτικό συναίσθημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πρόκειται, υπογραμμίζεται, για απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία αποτελεί παραφωνία στη συμφωνία του αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων όλων των θρησκειών. Μια απόφαση που εξυπηρετεί εφήμερα πολιτικά συμφέροντα προκαλώντας μακροπρόθεσμη ζημία.
Όλοι οι άνθρωποι της πίστης καλούνται να αναλάβουν κοινή ευθύνη για να αποφευχθούν ο περιττός πόνος και ο διχασμός που προκαλούν τέτοιες αποφάσεις, καθώς το να βλέπει κανείς τους πνευματικούς και πολιτισμικούς θησαυρούς της Μονής της Χώρας, γνωστής για τα εκπληκτικά βυζαντινά ψηφιδωτά της και τις τοιχογραφίες της, να είναι κρυμμένοι, αποτελεί τεράστια απώλεια όχι μόνο για τους ορθόδοξους αδελφούς μας, αλλά και για όλους τους πιστούς που ανακαλύπτουν ομορφιά και νόημα στην ιερή της τέχνη, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής και ο αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος καλούν την τουρκική κυβέρνηση να επανεξετάσει την απόφαση μετατροπής της Μονής της Χώρας σε τέμενος αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα αυτής της κίνησης και τις συνέπειές της, ειδικά από τη στιγμή που το παγκόσμιο κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και στην Τουρκία, σε μια χώρα όπου αρκετοί πολίτες της ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες και δόγματα.
Επίσης, καλούν την αμερικανική κυβέρνηση να ασχοληθεί με το όλο θέμα, πρώτον γιατί παραβιάζει τις αναγνωρισθείσες επί μακρόν αρχές του απόλυτου διαχωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας και δεύτερον γιατί οι σχετικές αποφάσεις της τουρκικής κυβέρνησης μπορεί να υπονομεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ανθρώπινες ελευθερίες μέσω της εργαλειοποίησης της θρησκείας.