Ήταν ένα δύσκολο χειμωνιάτικο πρωινό Παρασκευής. Φλεβάρης του 1968. Είχε ομίχλη στα κορφοβούνια της νότιας Πίνδου. Δύο διαδοχικοί απροσδιόριστοι δυνατοί κρότοι που έφτασαν από το βουνό στο χωριό Πηγές της Άρτας, αναστάτωσαν τους κατοίκους. Η πτήση για τα δύο από τα τρία αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας τύπου F-84F, ήταν μοιραία. Στην κορυφή Κοκκινόλακος, χάθηκε το σήμα τους. Είχαν συντριβεί. Δύο σμηναγοί, εν ώρα καθήκοντος, συνάντησαν τη μοίρα τους. Βενετσάνος Άγγελος ετών 32, από την Καλαμάτα και Κουθουρίδης Γεώργιος ετών 29, από το Κιλκίς.
«Κάθε φορά που αγναντεύω την κορυφή, εκεί στον Κοκκινόλακο, έρχονται στην σκέψη μου, εκείνες οι συγκλονιστικές στιγμές της τραγωδίας, που έζησα σαν 12χρονο παιδί. Είναι κάτι που έχει αφήσει έντονο αποτύπωμα στην ζωή μου. Τα κομμάτια από συντρίμμια που μάζεψα για μένα είναι κειμήλια». Με αυτά τα λόγια, ο πρόεδρος της Αδελφότητας Πηγιωτών Άρτας, Χρήστος Καπερώνης ξεδιπλώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ όλα όσα ο ίδιος, αλλά και όλο το χωριό, έζησαν εκείνο τον παγωμένο Φλεβάρη.
Η ζωντανή μαρτυρία της τραγωδίας
Μετά τον κρότο που άκουσαν στις Πηγές, οι επόμενες δύο μέρες κύλησαν μέσα στην «αντάρα» του βουνού και της κακοκαιρίας. Την τρίτη ημέρα, αεροπλάνα τις Πολεμικής Αεροπορίας μπήκαν μέσα στην χαράδρα του Αχελώου και το χωριό ξεσηκώθηκε.
«Σε σχήμα σταυρού πέταγαν μέσα στην χαράδρα. Πετούσαν πολύ χαμηλά, με κίνδυνο να συντριβούν. Έψαχναν πάνω κάτω, όσο είχε φως. Καταλάβαμε πως κάτι σοβαρό συμβαίνει.
Ήταν δύσκολο να εντοπίσουν τα συντρίμμια, είχε ομίχλη και τα κάλυπτε το χιόνι που έπεφτε όλες εκείνες τις ημέρες», θυμάται, ενώ συνεχίζει να μας περιγράφει συγκινημένος και με λεπτομέρειες, όλα όσα ακολούθησαν.
Την πέμπτη ημέρα των ερευνών εντοπίστηκαν τα συντρίμμια του ενός αεροπλάνου στην κορυφή Κοκκινόλακος και του άλλου, 800 μέτρα πιο πέρα, στην χαράδρα στο Νιγκόζι. Στο χωριό ήρθε στρατός , ενώ οργανώθηκε από τα άλλοτε Τάγματα Εθνοφυλακής, ομάδα από το χωριό, προκειμένου να συνδράμει στις έρευνες.
Πέρασαν από τότε 54 χρόνια. Όμως, ο Χρήστος Καπερώνης θυμάται με κάθε λεπτομέρεια, όλα όσα άγγιξαν την παιδική του ψυχή και μας τα μεταφέρει, ως «μνημόσυνο στους δύο αδικοχαμένους αεροπόρους», όπως χαρακτηριστικά λέει.
«Οι χωριανοί που γνώριζαν σαν την παλάμη τους το μέρος, αφού έλαβαν την πληροφορία για το σημείο πτώσης των αεροπλάνων, ξεκίνησαν με τα πόδια. Είχαν να διανύσουν 7 χιλιόμετρα πορεία στο βουνό, με 1,5 μέτρο χιόνι, για να φτάσουν στο σημείο πτώσης. Το ίδιο συνέβη και στην Ελάτη, στο διπλανό χωριό, καθώς το δεύτερο αεροπλάνο προσέκρουσε σε απόσταση 800 μέτρων, κάτω από την κορυφή.
Ύστερα από κοπιώδη προσπάθεια 7-8 ωρών, οι χωριανοί μας και ο πατέρας μου μαζί, έφτασαν στο σημείο της πτώσης. Ακριβώς στη θέση Αγκάθι και 15 μέτρα πριν από την κορυφή, αντίκρισαν ένα τραγικό θέαμα. Αυτά τα 15 μέτρα, ήταν η μοιραία απόσταση της ζωής από τον θάνατο του πιλότου. Παντού διασκορπισμένα συντρίμμια. Το αεροπλάνο είχε διαλυθεί τελείως χωρίς έκρηξη και φωτιά. Ο πιλότος δεν είχε προλάβει να χρησιμοποιήσει το εκτινασσόμενο κάθισμα. Στο αλεξίπτωτό του τοποθέτησαν το σώμα του και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Επάνω του βρήκαν την υπηρεσιακή του ταυτότητα. Άγγελος Βενετσάνος από την Καλαμάτα.
Η αγωνία στο χωριό ξεχείλιζε. Μόλις έφτασε η ομάδα με το σώμα του πιλότου, νεκρική βουβαμάρα και ένα κλάμα ξέσπασε από όλους. Μία κοπέλα του χωριού η Αρετή, από τα προικιά της, έβγαλε καινούργια σεντόνια και κουβέρτες για να τοποθετήσουν τον νεκρό. Εμείς παιδιά μικρά, παρακολουθούσαμε το όλο σκηνικό με σφιγμένη την καρδιά από απόσταση. Δεν μας άφησαν να πλησιάσουμε. Το σώμα ήταν διαμελισμένο. Ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε στο Αετολίθι, για να παραλάβει την σορό. Μετά από λίγο, το ελικόπτερο σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για τη Λάρισα, όπου ήταν η μονάδα του».
Μετά από καιρό τα συντρίμμια, ό,τι απέμεινε, περισυλλέγησαν και μεταφέρθηκαν στο χωριό με μουλάρια. Όπως θυμάται ο κ. Καπερώνης, τοποθετήθηκαν προσωρινά σε αποθήκη ενός θείου του, ώσπου κάποια μέρα, σε συνεννόηση με το ΓΕΑ, ήρθε κάποιος από το Αγρίνιο για να τα πάρει και συνεχίζει:
«Σε εμάς, έμειναν μικρά αντικείμενα και κομμάτια από τα όργανα του αεροσκάφους. Τα ψάχναμε με την παιδική περιέργεια, αλλά πάντα μας προξενούσαν βαριά συναισθήματα. Ας είχαμε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι προέρχονταν από αεροπλάνο που σκοτώθηκε ο πιλότος του. Έτσι, κάποια από αυτά έμειναν σε εμένα, που τα έχω σαν κειμήλια. Αυτό το συμβάν, χαράχτηκε βαθειά στη μνήμη μου και με στοίχειωνε πάντα, σκεπτόμουν, αν είχαν οι δυο άτυχοι πιλότοι συγγενείς. Κανένας ποτέ ,δεν ήρθε στο χωριό μας, να επισκεφθεί το μέρος της συντριβής».
Στα σημεία της τραγωδίας, βοσκοί και περιπατητές, έβρισκαν μικρά κομμάτια. Στον Κοκκινόλακο, καταστραμμένο και παραμορφωμένο βρισκόταν το πολυβόλο του αεροπλάνου. Χρόνια αργότερα, κύλισε μέσα στο φαράγγι και έγινε αποτυχημένη προσπάθεια για την ανάσυρσή του.
Ο χείμαρρος της Γκούρας με τα ορμητικά του νερά το παρέσυρε και δεν την το ξαναείδε κανένας.
Ο Χρήστος Καπερώνης, πριν ολοκληρώσει την μαρτυρία του, μας αναφέρει ένα περιστατικό που έγινε χρόνια αργότερα.
«Μετά την δικτατορία, η εφημερίδα “ Ακρόπολις”, δημοσίευσε συνέντευξη ενός συγγενούς του σμηναγού Βενετσάνου, με τον ισχυρισμό, ότι η χούντα τον εξαφάνισε, επειδή δεν τους άφησαν να ανοίξουν το φέρετρο. Αυτό τους έβαλε σε σκέψεις. Όμως, τι φέρετρο να ανοίξουν και τι να δουν, το διαμελισμένο σώμα του; Αμφισβητούσε, ο συγγενής, το τραγικό αεροπορικό συμβάν. Επικοινώνησα τότε, με τον συντάκτη του δημοσιεύματος και του είπα, ακριβώς τι είχε συμβεί στο χωριό, το δημοσίευσε και δόθηκε η απάντηση στην οικογένεια».
Η τραγωδία στο Κοκκινόλακο είναι για τους Πηγιώτες ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου τους.
«Η Αδελφότητα Πηγιωτών έχει θέσει ως στόχο να κατασκευαστεί ένα μνημείο προς τιμήν των δυο ηρώων, εκεί όπου έπεσαν στη βουνοκορφή της Πίνδου στον Κοκκινόλακο.
Να θυμίζει τη θυσία τους, στο βωμό του καθήκοντος, ως ελάχιστη τιμή στη μνήμη τους» επισημαίνει ο κ. Καπερώνης.
Μ. Τζώρα