Τα τελευταία χρόνια η εξωτερική πολιτική της Ισπανίας έχει δείξει μια αξιοσημείωτη μετατόπιση, συχνά ανεπαίσθητη αλλά διαρκώς παρούσα, προς μια ιδιότυπη διάθεση ανοχής, αν όχι και ενθάρρυνσης, των τουρκικών επιδιώξεων στην Ευρώπη. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ, συχνά εγκλωβισμένη στη δική της πολιτική αυτοσυντήρηση και σε συναλλαγές που υπερβαίνουν το παραδοσιακό διπλωματικό πλαίσιο, φαίνεται να έχει επιλέξει μια πορεία στενής συνεννόησης με την Άγκυρα, σε μια περίοδο όπου ο τουρκικός επεκτατισμός και η διπλωματική επιθετικότητα του καθεστώτος Ερντογάν αποτελούν σταθερή πηγή ανησυχίας για την Ευρώπη.
Αυτό το πλαίσιο εξηγεί, εν μέρει αλλά όχι πλήρως, το πρόσφατο πιθανό σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε γύρω από την τεράστια σύμβαση προμήθειας 45 τουρκικών αεροσκαφών τύπου Hürjet, αξίας περίπου 3,12 δισεκατομμυρίων ευρώ, μια σύμβαση που πλέον πυροδοτεί πολιτικό σεισμό στη Μαδρίτη και αναδιατάσσει το εσωτερικό πολιτικό τοπίο.
Η εφημερίδα ABC αποκάλυψε ότι το Υπουργείο Άμυνας της Ισπανίας, υπό την ηγεσία της σοσιαλίστριας υπουργού Margarita Robles, προχώρησε σε απευθείας ανάθεση για την απόκτηση των τουρκικών ελαφρών μαχητικών/εκπαιδευτικών αεροσκαφών Hürjet, χωρίς να προηγηθεί ανοικτός διαγωνισμός, για να κατατεθούν ανταγωνιστικές προσφορές από ευρωπαϊκούς ή ισπανικούς κατασκευαστές και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση για την επιχειρησιακή αναγκαιότητα της συγκεκριμένης επιλογής.

Το πιο εντυπωσιακό – και ταυτόχρονα περίεργο – είναι ότι τα αεροσκάφη που επιλέχθηκαν δεν βρίσκονται σε πλήρη παραγωγή, ενώ το πρόγραμμα Hürjet εξακολουθεί να βρίσκεται σε στάδιο συγκρότησης της γραμμής παραγωγής και είναι εν γένει περιορισμένης ωριμότητας. Με άλλα λόγια, η Ισπανία δεσμεύεται να παραλάβει 45 αεροσκάφη ενός μοντέλου που ακόμη δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να παραδοθεί σε πλήρη παραγωγική κλίμακα ούτε στον ίδιο τον πρώτο του πελάτη, την Τουρκική Αεροπορία.
Η υπόθεση δεν θα είχε πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις αν δεν υπήρχαν και άλλες ύποπτες συμπτώσεις. Σύμφωνα με πολιτικές πηγές στη Μαδρίτη, η τελική συμφωνία φαίνεται να «κλείδωσε» μετά από συνάντηση μεταξύ του Πέδρο Σάντσεθ και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γεγονός που ενισχύει τις υποψίες ότι η σύμβαση δεν αποτελεί καθαρή τεχνική επιλογή, αλλά στρατηγικό αντάλλαγμα στο πλαίσιο μιας διπλωματικής προσέγγισης που εξυπηρετεί πρωτίστως την Άγκυρα. Η τουρκική διπλωματική μηχανή επιδιώκει συστηματικά εδώ και χρόνια να διεισδύσει στα αμυντικά οικοσυστήματα ευρωπαϊκών χωρών, και η Ισπανία – σε αντίθεση με τη στάση πολλών κεντροευρωπαϊκών κρατών – φαίνεται ιδιαίτερα πρόθυμη να διευκολύνει αυτή την προσπάθεια.
Η Ισπανία έχει άλλωστε ξεχωρίσει στην ΕΕ, για την ανοιχτά ευνοϊκή στάση της απέναντι στην Τουρκία σε ζητήματα τελωνειακής ένωσης, ευρωπαϊκών προγραμμάτων και πρόσβασης σε χρηματοδοτικούς μηχανισμούς. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι αποτελεί μία από τις χώρες που επιχειρούν να ανοίξουν τον δρόμο της Τουρκίας προς ένα ρόλο στον κανονισμό SAFE, δίνοντας στην Άγκυρα ένα παράθυρο επιρροής στα ευρωπαϊκά θέματα άμυνας και ασφάλειας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αποκάλυψη μιας τόσο μεγάλης σύμβασης, με τόσο αμφιλεγόμενους όρους, αποτέλεσε θρυαλλίδα πολιτικών αντιδράσεων. Το κεντροδεξιό κόμμα Partido Popular (PP), που ήδη κινούταν με σημαντική δυναμική στις δημοσκοπήσεις, βρήκε στο σκάνδαλο αυτό την ευκαιρία να ενισχύσει το αφήγημά του περί κυβερνητικής ανικανότητας και αδιαφάνειας. Το PP απαιτεί πλέον την άμεση εμφάνιση της υπουργού Robles στη Βουλή, ζητώντας εξηγήσεις για το πώς, γιατί και με ποιων την εντολή υπογράφηκε μια σύμβαση πολλών δισεκατομμυρίων με μια χώρα που έχει καταδικαστεί συστηματικά για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιθετικότητα απέναντι σε άλλα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και προκλητική επεκτατική πολιτική στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Η αντίδραση του PP ξεπερνά την τυπική πολιτική καταγγελία, καθώς το κόμμα τονίζει το ζήτημα της ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι η προμήθεια ενός μη δοκιμασμένου τύπου αεροσκάφους θα μπορούσε να εκθέσει σε κίνδυνο τις ισπανικές αεροπορικές δυνάμεις. Επικρίνει επίσης το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν εξέτασε ευρωπαϊκές επιλογές, όπως αντίστοιχα εκπαιδευτικά αεροσκάφη που ήδη παράγονται από συμμαχικές χώρες, ούτε καν πρότεινε συμμετοχή της ισπανικής αμυντικής βιομηχανίας με ουσιαστικό ρόλο.
Συνεργασία της Airbus με την Turkish Aerospace για τα Hurjet της Ισπανίας
Το επιχείρημα ότι η Airbus (στην ισπανική της δραστηριότητα) θα εμπλακεί στο πρόγραμμα δεν πείθει, καθώς αυτό εμφανίζεται περισσότερο ως τυπική προσαρμογή παρά ως ουσιαστική συμπαραγωγή. Η απουσία μιας πραγματικής βιομηχανικής στρατηγικής για την Ισπανία, σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη προσπαθεί να ενισχύσει την αυτάρκειά της στον τομέα της άμυνας, καθιστά ακόμη πιο προβληματική την επιλογή του Σάντσεθ και της παραπαίουσας σοσιαλιστικής κυβέρνησής του.
Το οικονομικό σκέλος της υπόθεσης ενισχύει την καχυποψία. Η αρχική εκτίμηση του προγράμματος ήταν περίπου 1,375 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το τελικό συμβόλαιο εκτοξεύτηκε στα 3,12 δισεκατομμύρια. Το διπλάσιο κόστος ενός αεροσκάφους που ακόμη δεν έχει μπει σε μαζική παραγωγή και δεν έχει δοκιμαστεί πλήρως σε επιχειρησιακά περιβάλλοντα δημιουργεί εύλογα ερωτήματα όχι μόνο για το τι ακριβώς αγοράζει η Ισπανία, αλλά και για το ποιος διαπραγματεύτηκε αυτή τη συμφωνία και με ποια κριτήρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει ακόμη δημοσίευση πλήρους μελέτης επιχειρησιακής σκοπιμότητας, ούτε σαφείς ενδείξεις ότι το Hürjet μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ισπανικής εκπαιδευτικής δομής, ειδικά με το βλέμμα στραμμένο στα μαχητικά επόμενης γενιάς.

Αυτή η υπόθεση, παρά την επιφανειακά τεχνική της φύση, αποτελεί στην πραγματικότητα πολιτική βόμβα για το κυβερνών PSOE. Η εικόνα μιας κυβέρνησης που, σε μια εποχή γεωπολιτικών εντάσεων, επιλέγει να εμπιστευθεί την ασφάλεια της σε μια χώρα που συστηματικά αμφισβητεί τις ευρωπαϊκές αρχές, ενισχύει το αφήγημα ότι οι σοσιαλιστές έχουν υιοθετήσει μια προκλητικά φιλοτουρκική πολιτική. Μια πολιτική που όχι μόνο απομακρύνει την Ισπανία από τις κύριες ευρωπαϊκές γραμμές σκέψης, αλλά και την τοποθετεί σε τροχιά ασύμβατη με τα συμφέροντα της ίδιας της ευρωπαϊκής άμυνας.
Για το PP, αυτή είναι μια ιστορική ευκαιρία. Το σκάνδαλο αν αποδειχτεί, όχι μόνο εκθέτει την κυβέρνηση, αλλά και δίνει στο κεντροδεξιό κόμμα την δυνατότητα να παρουσιάσει ένα εναλλακτικό αφήγημα σοβαρότητας, διαφάνειας και επιστροφής σε ευρωπαϊκές στρατηγικές προτεραιότητες.
Σε τελική ανάλυση, το σκάνδαλο της αγοράς των τουρκικών αεροσκαφών είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας στην ισπανική κυβέρνηση, η οποία δείχνει να βλέπει την Τουρκία όχι ως έναν προβληματικό περιφερειακό παράγοντα, αλλά ως στρατηγικό εταίρο. Αυτή η επιλογή όχι μόνο αποξενώνει την Ισπανία από το ευρωπαϊκό κέντρο βάρους, αλλά θέτει και σοβαρά ερωτήματα για το ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται πραγματικά. Και, τελικά, είναι ακριβώς αυτή η παθογένεια που φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο για μια πολιτική αλλαγή στην Ισπανία, που πλέον δείχνει περισσότερο πιθανή από ποτέ.









