Σύμφωνα με άρθρο της Wall Street Journal, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του 12ήμερου πολέμου Ισραήλ-το Ιράν τον Ιούνιο, είχαν αναπτύξει δύο αντιαεροπορικά συστήματα THAAD στο Ισραήλ, τα οποία, κατασκευασμένα για αναχαίτιση βαλλιστικών πυραύλων σε μεγάλο ύψος, αποδείχθηκαν μεν αποτελεσματικά, αλλά “ξόδεψαν” περισσότερους από 150 πυραύλους για την αναχαίτιση των κυμάτων ιρανικών πυραύλων. Δηλαδή το ένα τέταρτο του αμερικανικού αποθέματος!
Η ζήτηση για βλήματα ήταν τόσο μεγάλη που το Πεντάγωνο εξέτασε σχέδιο να στείλει στο Ισραήλ εκτάκτως, πυραύλους που αγοραστεί από τη Σαουδική Αραβία. Το κόστος κάθε πυραύλου THAAD είναι περίπου 13 εκατομμύρια δολάρια, με το Πεντάγωνο να έχει αγοράσει περίπου 650 από το 2010 και να σχεδιάζει την αγορά 37 ακόμη το επόμενο έτος. Οπότε η αναπλήρωση αυτών που εκτοξεύθηκαν κατά τη διάρκεια του 12ήμερου πολέμου θα απαιτούσε πιθανότατα πάνω από ένα χρόνο (η κατασκευάστρια Lockheed Martin δηλώνει πως μπορεί να παράγει κάπου 100 ετησίως), και κόστος μεταξύ 1,5 και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Καθώς ο πόλεμος προχωρούσε και οι ιρανικές ομοβροντίες συνεχίζονταν, οι ΗΠΑ έσπευσαν να αξιοποιήσουν και αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke για να βοηθήσουν στην αναχαίτιση, που χρησιμοποιούσαν τους επίσης αντιβαλλιστικούς πυραύλους SM-3. Οπότε εδώ εξαπολύθηκαν κάπου 80 SM-3 κατά ιρανικών απειλών, με το καθένα να κοστίζει μεταξύ 8 και 25 εκατομμυρίων δολαρίων, ανάλογα με την παραλλαγή. Υπήρξαν επίσης ανησυχίες στο Πεντάγωνο ότι οι SM-3, που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε μάχη πέρυσι κατά μιας ιρανικής επίθεσης, δεν κατέστρεψαν τόσους στόχους όσους αναμένονταν.

Προσθέτοντας στις προκλήσεις από τον μεγάλο όγκο επιτιθέμενων πυραύλων, τα αμερικανικά πλοία έπρεπε να κατευθυνθούν σε λιμάνια στη Μεσόγειο ή την Ερυθρά Θάλασσα μετά την εξάντληση των πυραύλων τους, καθώς το Ναυτικό των ΗΠΑ δεν διαθέτει ακόμη αξιόπιστο τρόπο επαναφόρτωσης τους στη θάλασσα.
Ένα άλλο ζήτημα που εμφανίστηκε, και αναφέρθηκε από αξιωματικούς του Αμερικανικού Ναυτικού, ήταν αυτό της υψηλής έντασης των επιχειρήσεων αναχαίτισης των ιρανικών πυραύλων, καθώς ΗΠΑ και Ισραήλ βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε φωνητικές επικοινωνίες για να καθορίσουν ποια συστήματα θα αναλάβουν ποιους πυραύλους. Έτσι δεν είναι απίθανο τον ίδιο στόχο να τον αντιμετώπισαν ταυτόχρονα δύο πλοία ή αντιαεροπορικά, οδηγώντας σε σπατάλη βλημάτων. Επίσης στα ραντάρ εντοπισμού διακρίνονταν όχι μόνο οι επερχόμενοι πύραυλοι, αλλά και συντρίμμια, δολώματα, drones, πυραυλικοί κινητήρες των βλημάτων, δημιουργώντας κορεσμό και πιθανά σύγχυση.
Στα παραπάνω να προσθέσουμε, πως και το Ισραήλ από ότι φαίνεται ξόδεψε πολύ μεγάλο μέρος των δικών του αποθεμάτων από πυραύλους Arrow 2/3, δηλαδή των πιο ικανών για αναχαίτιση βαλλιστικών πυραύλων. Και εδώ λοιπόν χρειάζεται γρήγορη και πολυδάπανη αναπλήρωση.
Τα παραπάνω, σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενα και εντός της πραγματικότητας του σύγχρονου πολέμου, κατέδειξαν, στην πράξη, το κύριο πρόβλημα. Πως μια ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα βασισμένη σε ακριβά βλήματα αναχαίτισης (τύπου THAAD, Arrow-2/3, SM-3 στην συγκεκριμένη περίπτωση σύρραξης) μπορεί να πετύχει μεγάλο ποσοστό ανάσχεσης και κατάρριψης της απειλής, αλλά τελικά να αποδειχθεί αριθμητικά ανεπαρκής. Όταν δηλαδή ο αντίπαλος, καταφέρει να εξαπολύει μαζικά φθηνότερους βαλλιστικούς πυραύλους.
Και για αυτό, στον πόλεμο Ισραήλ-Ιράν, η Ισραηλινή Αεροπορία ποτέ δεν σταμάτησε, όλες τις ημέρες της σύρραξης, να αναζητά και να καταστρέφει όσους ιρανικούς εκτοξευτές βαλλιστικών πυραύλων και cruise, κατάφερνε να εντοπίσει. Με συστηματική χρήση μαχητικών της, σε μεγάλες περιπολίες που εντόπιζαν το χαρακτηριστικό ίχνος της εκτόξευσης από το έδαφος, για να εφορμήσουν προς τα εκεί. Καθώς δεν νοείται στήριξη μόνο στην άμυνα, αλλά απαιτείται και η ενεργητική αναζήτηση των όπλων του αντιπάλου.
Για τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις και τη γενικότερη πολιτική τους άμυνας, το ζήτημα είναι κρίσιμο, καθώς τέτοιες επενδύσεις και δόγματα, ήδη εφαρμόζει η Ρωσία, και προς τα εκεί στρέφονται και η Κίνα αλλά και η Βόρεια Κορέα. Επιλέγοντας δηλαδή τον κορεσμό αεράμυνας με πάρα πολλά βλήματα, χαμηλής ίσως ποιότητας αρκετά από αυτά, αλλά ικανά να δημιουργήσουν ένα μπαράζ που να κρατά πολλές ημέρες. Ότι δηλαδή γίνεται στην Ουκρανία, και με την συμμετοχή των μη επανδρωμένων.
Έτσι, στις ΗΠΑ η ανάγκη για αναπλήρωση αρχικά αποθεμάτων και μετά η δημιουργία μεγαλύτερων είναι πλέον μεγάλη και υπάρχει προσπάθεια, τόσο ώστε να αυξηθεί η παραγωγή αντιαεροπορικών βλημάτων, αλλά και να κινητοποιηθούν τα κονδύλια για την αγορά τους.
Ολοκληρώντας, είναι μάλλον σίγουρο πως στο ελληνικό παράδειγμα, το αντίστοιχο φαινόμενο θα εμφανιστεί. Όπου σαφώς χρειαζόμαστε ενίσχυση της δικής μας αεράμυνας, με πύκνωση της, με νέα ραντάρ, νέες συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων, νέα κέντρα διοίκησης, αλλά δεν είναι δόκιμο να θεωρούμε πως μια τέτοια ενίσχυση θα “λύσει κάθε πρόβλημα”. Θα προσφέρει δηλαδή μια πλήρη και μακρόχρονη κάλυψη της χώρας, ή έστω των πιο κρίσιμων περιοχών και υποδομών. Καθώς αν ο αντίπαλος, διαλέξει (και ήδη το κάνει) μια επίλυση πολλών βαλλιστικών βλημάτων και πυραύλων cruise, συνδυασμένα με όγκο μη επανδρωμένων, αργά ή γρήγορα (και πιθανότατα γρήγορα αν κρίνουμε από το ελληνικό ιστορικό αποθέματων ακριβών πυρομαχικών), θα εξαντλήσει την σύνθετη αεράμυνα.