«Κάθε καλοκαίρι, στα περισσότερα χωριά των Ιωαννίνων, γονατίζουμε ευλαβικά στα μικρά κενοτάφια για να τιμήσουμε λιτά και απέριττα, τους ανθρώπους μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς και τους συγχωριανούς μας, που έγιναν τα θύματα, της Ναζιστικής βαρβαρότητας.
Δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1943, από τους Γερμανούς καταδρομείς, της 1ης ορεινής, μεραρχίας, ορεινών καταδρομών, “ Εντελβάις” του γερμανικού στρατού της “ Wehrmacht”».
Είναι τα λόγια του Γιαννιώτη ιστορικού ερευνητή Αλέκου Ράπτη, ο οποίος επί 10ετίες ασχολείται με την αναζήτηση των δραματικών γεγονότων που βύθισαν στο πένθος και συγκλόνισαν την Ήπειρο.
Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια, με τις μνήμες όσων, ελαχίστων, ακόμη βρίσκονται εν ζωή και έζησαν την θηριωδία μέσα από τα παιδικά τους μάτια, να μην ξεθωριάζουν.
Το καλοκαίρι της ναζιστικής θηριωδίας
«Την απόλυτη καταστροφή βίωσαν τα Ζαγοροχώρια από τον Ιούλη του 1943 έως την 12η Οκτωβρίου 1944, οπότε οι Γερμανοί εγκαταλείπουν τη χώρα. Πυρπολημένα σπίτια, ρημαγμένες περιουσίες, άστεγοι, τρομαγμένοι και κυνηγημένοι στα βουνά κάτοικοι, χωριά που έχασαν την ταυτότητά τους. Τουλάχιστον 89 θύματα και σχεδόν 2.000 κτίρια κατεστραμμένα μεταξύ των οποίων σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, αγροτικά κτίσματα. Η μαύρη καταγραφή της γερμανικής επέλασης στην περιοχή μας είναι αποκαλυπτική του μεγέθους της θηριωδίας» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δρ Φιλοσοφίας Αγγελική Αγγέλη από τους Μηλιωτάδες του Ανατολικού Ζαγορίου.
Η καμένη, από τους Ναζί, εκκλησία του Αγίου Νικολάου Ασπραγγέλων και οι τσίγκοι των σπιτιών που μας περιβάλλουν αποτελούν τα ανεξίτηλα σημάδια μιας ανεπανάληπτης βαρβαρότητας που βίωσε το Ζαγόρι, επισημαίνει η κ. Αγγέλη.
Η 1η ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλέκος Ράπτης, αποτέλεσε έναν από τους πιο εγκληματικούς στρατιωτικούς σχηματισμούς της ναζιστικής Γερμανίας στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίζει:
«Το 2008 ο αείμνηστος Γερμανός ιστορικός ερευνητής και καλός μου φίλος, Herman Frank Meyer και συγγραφέας του βιβλίου “ Blutiges Edelweiss”, αναφέρει μεταξύ άλλων για την 1η ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών “ Εντελβάις”, στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κολωνίας :
“ …κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Σοβιετική Ένωση 1941, οι καταδρομείς συνήθιζαν να σκοτώνουν. Αυτό το έκαναν κάθε μέρα για ενάμιση χρόνο. Υπολογίζω ότι είχαν σκοτώσει περίπου 60.000 ανθρώπους και όταν μεταφέρθηκαν πρώτα στο Μαυροβούνιο – Σερβία και μετά στην Ελλάδα – Ήπειρο, είχαν γίνει τόσο βάναυσοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες που δεν είχαν πρόβλημα να διαπράξουν αυτές τις αιματηρές πράξεις…”».
Στο γιατί οι Γερμανοί, στοχοποιούν με τέτοια μανία τα χωριά, η Αγγελική Αγγέλη ανατρέχει σε ιστορικές μαρτυρίες και καταγραφές και δίνει απάντηση.
«Από την άνοιξη του ‘43, το Ζαγόρι γίνεται πυρήνας της εθνικής αντίστασης. Συγκεκριμένα στους Ασπραγγέλους και στο Γρεβενίτι, αναπτύσσονται αντάρτικα αντιστασιακά σώματα, κυρίως του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στο Γρεβενίτι λειτουργεί και νοσοκομείο για τους αντάρτες. Η μεραρχία ορεινών καταδρομών “ Εντελβάις” λαμβάνει εντολή να προβεί σε εκκαθάριση αυτών των ομάδων και να εφαρμόσει τη λογική των αντιποίνων, με πολλαπλάσια θύματα για κάθε απώλεια των κατοχικών στρατευμάτων. Η κατευθυντήρια οδηγία, όπως την κατέγραψαν οι κάτοικοι της είναι σαφής: “ Όλοι οι οπλισμένοι άνδρες πρέπει κατά βάση να εκτελούνται επί τόπου. Χωριά απ’ όπου έχουν πέσει πυροβολισμοί ή έχουν απαντηθεί ένοπλοι άντρες πρέπει να καταστρέφονται και ο αρσενικός πληθυσμός αυτών των χωριών να τουφεκίζεται. Αλλού, όλοι οι άντρες που είναι ικανοί να φέρουν όπλα από 16-60 ετών πρέπει να συγκεντρώνονται και να στέλνονται στα Γιάννενα”. Mε μια σειρά επιχειρήσεων με τις κωδικές ονομασίες “ Πάνθηρας”, “ Σαΐνι”, “ Χρυσαετός”, οι δυνάμεις κατοχής πυρπολούν τα χωριά του Ζαγορίου, δολοφονούν αθώους, και σπέρνουν τον φόβο δίχως κανένα έλεος».
Χαρακτηριστική είναι η ιστόρηση του Φρίξου Τζιόβα για το κάψιμο των Ασπραγγέλων στις 15 Ιουλίου 1943: «…Είδαμε τους καπνούς να ανεβαίνουν πάνω από το ψηλό βουνό που έκρυβε το χωριό. Μας έκαιγαν. Τι θα γινόμαστε χωρίς σπίτι μέσα στο χαλασμό του κόσμου; Τρυπώσαμε σε σπηλιές της χαράδρας και τις γεμίσαμε βόγγους και μοιρολόγια…Τι απόμεινε; Ο νους μου δεν πήγαινε στο αύριο, στην επιβίωση σταματούσε η ζωή στα χτεσινά. Προχωρούσα σα χαμένο κορμί, πες πως έβλεπες ένα σκιάχτρο, γιατί ήξερα τι θα βρω. …. Όπως τα φαντάστηκα ήταν. Από τα 130 καστρόσπιτα έκαψαν τα 112 συν το σχολειό, την εκκλησιά και το Μοναστήρι. Δύο γριές που είχαν μείνει, βρέθηκαν μισότρελες και μισοψημένες κι έξω από το χωριό τα κουφάρια ενός αντρόγυνου που έγινε στόχος των δολοφόνων…»
Στην Κόνιτσα, τα μαρτυρικά χωριά Αηδονοχώρι και Κεφαλόβρυσο βίωσαν τη φρίκη της γερμανικής ναζιστικής βαρβαρότητας.
Αηδονοχώρι 9 Ιουλίου 1943
Ο Αλέκος Ράπτης καταγράφει προφορικές μαρτυρίες ηλικιωμένων
Την 8η Ιουλίου 1943, οι περισσότεροι κάτοικοι, βρισκόταν στον κάμπο, άλλοι για να θερίσουν και άλλοι, να σκαλίσουν τα καλαμπόκια τους και άλλοι, να ποτίσουν τους αγρούς τους.
Γύρω στις 4 το απόγευμα, ακούγονται, δύο εκρήξεις, βαρέως πυροβολικού, στη Μελισσόπετρα.
Μετά από 5 περίπου λεπτά, ακούγονται άλλες εκρήξεις στη θέση «Κανάλες», στην πλευρά του χωριού, ενώ ταυτόχρονα, ένα γερμανικό αεροπλάνο πετούσε, σε χαμηλό ύψος, μεταξύ Μέρτζιανης και Προφήτη Ηλία.
Κάποιοι, από τους κατοίκους, έτρεξαν στα σπίτια τους, για να πάρουν λίγα, από τα υπάρχοντά τους, ενώ οι υπόλοιποι, κατέφυγαν, μέσα από τις χαράδρες, προς το βουνό Βορτόπι, για να σωθούν και κρύφτηκαν, στη σπηλιά, στη θέση «Κόλια Πέστη».
Εκείνη την ημέρα, οι Γερμανοί καταδρομείς, της «Εντελβάις», ερχόντουσαν, από βορειοανατολικά και μια ακόμη διμοιρία, από τα βορειοδυτικά, στη θέση «Άγιος Δημήτριος». Στο πέρασμα τους έκαψαν, μια καλύβα, και ένα σπίτι.
Την επόμενη μέρα, στις 9 Ιουλίου 1943, οι Γερμανοί καταδρομείς, εισέβαλαν στο χωριό.
H Zιάκου Χαρίκλω και η 16χρονη κόρη της Ζιάκου Μαριάνθη έτρεξαν φοβισμένες και κρύφτηκαν στο υπόγειο του σπιτιού τους. Όμως τις ακολούθησαν δύο Γερμανοί καταδρομείς, της «Εντελβάις».
Οι δύο γυναίκες έτρεμαν από το φόβο που τις είχε κυριέψει κι είχαν γονατίσει κάτω στο χώμα, στο υπόγειο. Η μάνα κράταγε την κοπέλα κοντά της για να την προστατέψει, ήταν δεν ήταν 16 χρονών η κοπέλα, όταν μπήκε ο Γερμανός με το πιστόλι στο χέρι. Σημάδεψε με το πιστόλι τη μάνα στο κεφάλι και πυροβόλησε μια φορά. Το πιστόλι μπλόκαρε, το όπλισε ξανά, ξανάριξε και 2η φορά και πάλι το πιστόλι μπλόκαρε. Γύρισε ο Γερμανός γεμάτος λύσσα προς τη μεριά του τοίχου και πέταξε το πιστόλι βρίζοντας. Οι δυο γυναίκες στάθηκαν για λίγο σαστισμένες, μαρμαρωμένες θαρρείς για πάντα.
Οι Γερμανοί καταδρομείς της «Εντελβάις», έκαψαν όλα τα σπίτια του χωριού Αηδονοχώρι και εκτέλεσαν ή έκαψαν ζωντανούς, μέσα στα σπίτια τους, 22 κατοίκους του χωριού, ενώ διέπραξαν και 5 βιασμούς γυναικών .
Κεφαλόβρυσο, 10 Ιουλίου 1943
Στις 9 Ιουλίου 1943, ο διοικητής του 98ου συντάγματος συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμιγκερ, διατάσσει 9 λόχους του 2ου τάγματος του 98ου συντάγματος της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», να ελέγξουν τον δρόμο από Λεσκοβίκι προς Αηδονοχώρι.
Την επομένη μέρα 10 Ιουλίου 1943, ο υπολοχαγός Μίχαελ Παίσιγκερ διοικητής του 6ου λόχου του 2ου τάγματος του 98ου συντάγματος, εφαρμόζει τη διαταγή που προβλέπει: «Εκκαθάριση και φύλαξη του δρόμου προώθησης προς Ιωάννινα», που στην πραγματικότητα σημαίνει την εφαρμογή της τακτικής «της καμένης γης». που έχει να κάνει με δολοφονίες αμάχων και κάψιμο σπιτιών.
Στο Κεφαλόβρυσο, ο κόσμος βρίσκεται σε τρομερή κατάσταση πανικού καθώς έχουν πληροφορηθεί από τις 6 Ιουνίου 1943 για το μακελειό που προκάλεσαν οι Γερμανοί ορεινοί καταδρομείς «Εντελβάις», σε χωριά της Αλβανίας κοντά στην μεθόριο.
Μην έχοντας λοιπόν, άλλη επιλογή οι κάτοικοι του χωριού Κεφαλόβρυσο, αποφασίζουν να φύγουν από το χωριό τα ξημερώματα της 10ης Ιουλίου 1943 και να κρυφτούν στα λαγκάδια της Νεμέρτσικας, για να σώσουν τις οικογένειές τους και το λιγοστό βιός τους.
Το πρωινό της 10ης Ιουλίου 1943 οι πρώτοι Γερμανοί καταδρομείς της «Εντελβάις», βρίσκονται απέναντι στο Βασιλικό και αρχίζουν να καίνε κάποια σπίτια του χωριού.
Η τύχη του Κεφαλόβρυσου είναι πλέον προδιαγεγραμμένη. Ο 6ος λόχος με διοικητή τον υπολοχαγό Μίχαελ Παίσιγκερ, μπαίνει μέσα στο χωριό και αναπτύσσεται σε 3 ομάδες.
Οι Γερμανοί καταδρομείς αρχίζουν να συλλαμβάνουν ως ομήρους, όσους έχουν παραμείνει στο χωριό και όσους συναντούν μπροστά τους.
Κάποιοι κάτοικοι του χωριού, που δοκιμάζουν να σπάσουν τα δεσμά , εκτελούνται επί τόπου, ενώ κάποιοι άλλοι, είναι πιο τυχεροί και καταφέρνουν να σωθούν.
Η τραγωδία ολοκληρώνεται τις επόμενες ώρες, καθώς οι Γερμανοί της «Εντελβάις», φυλακίζουν τους δύστυχους κατοίκους που έχουν συλλάβει, μέσα σε 2 σπίτια, ενώ στη συνέχεια βάζουν φωτιά και τους καίνε ζωντανούς.
Τις επόμενες ώρες το χωριό Κεφαλόβρυσο παραδίνεται στις φλόγες, Γερμανοί καταδρομείς της «Εντελβάις», βάζουν φωτιά στα σπίτια με εμπρηστική πυρίτιδα, ενώ επιδίδονται στο πλιάτσικο και στην καταλήστευση των πάντων.
Συνολικά εκτέλεσαν ή έκαψαν ζωντανούς μέσα στα σπίτια τους 22 κατοίκους του χωριού, ενώ διέπραξαν και βιασμό μιας κοπέλας.
Στον νομό Ιωαννίνων, σύμφωνα με τον Αλέκο Ράπτη, κατά το διάστημα από 7 Ιουλίου 1943, έως και 7 Νοεμβρίου 1943, οι Γερμανοί καταδρομείς της «Εντελβάις», πραγματοποίησαν εκτελέσεις και δολοφονίες αμάχων, βιασμούς κοριτσιών και γυναικών, έκαψαν σπίτια, ολόκληρα χωριά και οικισμούς, κατέστρεψαν υποδομές, πραγματοποίησαν λεηλασίες σε τρόφιμα, σε είδη ρουχισμού, σε έπιπλα και σκεύη, ενώ διέπραξαν αρπαγές μικρών και μεγάλων ζώων.
Ο Δήμος Ζαγορίου αριθμεί 15 αναγνωρισμένα μαρτυρικά χωριά, όπου κάθε χρόνο πραγματοποιούνται εκδηλώσεις τιμής και μνήμης. Η κ. Αγγέλη επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως, «η ελάχιστη αυτή αναγνώριση των μαρτυρικών χωριών, δεν δικαιολογεί τη λήθη της Πολιτείας απέναντι στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και την αποποίηση της ευθύνη της για την ανάπτυξη τούτου του τόπου».
Συνολικά κατά την περίοδο 1943 – 1944, η 1η ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», κατέστρεψε και έκαψε 342 χωριά, και 6.804 οικίες ενώ δολοφόνησε και εκτέλεσε πάνω από 2.660 αθώους, άμαχους πολίτες. Οι πλέον βίαιες ναζιστικές θηριωδίες, ήταν εκείνες που έπνιξαν στο αίμα και τη φωτιά, τους Λυγγιάδες, το Κομμένο της Άρτας, και την Μουσιωτίτσα στη Δωδώνη.
Μ.Τζώρα
ΣΣ: Επισυνάπτονται φωτογραφίες από φωτογραφικό αρχείο Αλέκου Ράπτη