Διαχρονικά η ύπαρξη αμυντικής βιομηχανίας, είναι για μια χώρα ζήτημα εθνικού κύρους. Για την Ελλάδα είναι ζήτημα εθνικής ασφαλείας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τα ίδια κριτήρια, που εφαρμόζονται για παράδειγμα στην βιομηχανία συσκευασίας όσπριων, χωρίς φυσικά να την υποτιμούμε. Και για να εξηγούμεθα δεν μπορεί, οι εργαζόμενοι που πρέπει να είναι εξειδικευμένοι τεχνίτες, να μπαίνουν στις διαδικασίες «κινητικότητος» του Δημοσίου, διότι με τον τρόπο αυτό κλονίζεται το μέλλον και οι προοπτικές επιβίωσης της ήδη κλονισμένης αμυντικής βιομηχανίας.
Έχουν ακουσθεί πολλές φορές ότι η κρατική αμυντική βιομηχανία είναι μια «μαύρη τρύπα» που απλά τα κονδύλια που δίδονται από τον κρατικό κορβανά εξανεμίζονται διότι στο τέλος καταλήγουν απλά να πληρώνουν τους μισθούς των εργαζομένων και να μην παράγεται έργο. Στο παρελθόν πράγματι αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές αλλά και σήμερα· και όχι μόνο σε κάποια συγκεκριμένη αμυντική βιομηχανία. Την τελευταία πενταετία στο μάτι του κυκλώνα βρίσκονται τα ΕΑΣ για τα οποία υπάρχει πληθώρα δημοσιευμάτων, μεταξύ αυτών και το ότι το υπουργείο Οικονομικών ζήτησε στο πρόσφατο παρελθόν διαβεβαιώσεις ότι θα τους ανατεθούν συμβόλαια από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, προκειμένου να εγκρίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Φυσικά με το προβληματικό «παρελθόν» των ΕΑΣ, φαντάζει απόλυτα λογικό το υπουργείο Οικονομικών που τα εποπτεύει να θέλει να διασφαλίσει τα χρήματα των φορολογουμένων.
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και αυτό δεν αφορά μόνο τα ΕΑΣ αλλά σε γενικές γραμμές το σύνολο της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Το πρόβλημα επικεντρώνεται στο ότι το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο εποπτεύει την αμυντική βιομηχανία, έχει πλήρη άγνοια των όσων συμβαίνουν σε αυτήν, για τον απλό λόγο ότι προσπαθεί να κατανοήσει τα προβλήματα με καθαρά «λογιστικό» τρόπο.
Χωρίς φυσικά να υποτιμούμε την λογιστική επιστήμη, είναι προφανές πως όταν το υπουργείο Οικονομικών ομιλεί για τα χρήματα των φορολογουμένων δεν κάνει την σύνδεση ότι οι συμβάσεις του υπουργείου Εθνικής Αμύνης πάλι από τους φορολογουμένους θα χρηματοδοτηθούν. Φυσικά δεν θα πρέπει να αφήνουμε κατά μέρος και τα εγγενή προβλήματα όλων των κρατικών βιομηχανιών, στα οποία περιλαμβάνονται διοικητικές δυσκαμψίες, αδυναμία προσλήψεως ειδικευμένου προσωπικού και ανυπαρξία μακρόπνοων αναπτυξιακών σχεδίων.
Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ακόμη ένα πρόβλημα που πλήττει συνολικά την ελληνική οικονομία. Το κόστος των πρώτων υλών. Ακόμη και αν οι Ένοπλες Δυνάμεις αποφάσιζαν αύριο να παραγγείλουν πυρομαχικά ή άλλα υλικάοι εταιρείες θα έπρεπε να εισαγάγουν από το εξωτερικό πρώτες ύλες για να τα κατασκευάσουν. Αυτό απαιτεί χρήματα και προφανώς μια πηγή για να βρεθούν και να επενδυθούν είναι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να αγορασθούν οι πρώτες ύλες, να ξεκινήσει η παραγωγή και με την ολοκλήρωση και τις παραδόσεις να υπάρξει απόσβεση της επένδυσης και κέρδος.
Αν λοιπόν το υπουργείο Οικονομικών θέλει να σέβεται τα χρήματα των φορολογουμένων, θα πρέπει πρώτα να φροντίσει να εποπτεύει την σωστή εμπορική λειτουργία των βιομηχανιών. Και εδώ λοιπόν εντοπίζεται το πρόβλημα, που είναι το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της πολιτικής εποπτείας των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών. Σήμερα, την ασκεί το υπουργείο Οικονομικών ως μοναδικός μέτοχος. Το ίδιο διορίζει και τις διοικήσεις με τα δικά του «οικονομικά» κριτήρια. Εκ του αποτελέσματος, και φυσικά εννοούμε όχι μόνο την παρούσα περίοδο αλλά πολλές δεκαετίες πίσω, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικά.
Πιστεύουμε ως εκ τούτου, ότι οι αμυντικές βιομηχανίες, μέχρις ότου ιδιωτικοποιηθούν, θα πρέπει να περιέλθουν στην εποπτεία του υπουργείου Εθνικής Αμύνης μέσω της δημιουργίας μιας Γενικής Διευθύνσεως Αμυντικής Βιομηχανίας, όπως κάποτε υπήρχε η Υπηρεσία Πολεμικής Βιομηχανίας (ΥΠΟΒΙ). Μιας διεύθυνσης ισότιμης με Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ).
Αυτές οι λογικές, που δυστυχώς εφαρμόσθηκαν επί δεκαετίες είχαν ως αποτέλεσμα την τραγική υποβάθμιση της εγχωρίας αμυντικής παραγωγής. Και για να μην ξεχνιόμαστε, οι γείτονες αναπτύσσονται και καραδοκούν. Η βιομηχανία τους μας έχει ξεπεράσει, και είναι βέβαιο ότι και αυτοί έχουν «οικονομίστικα» ζητήματα. Όμως παράγουν συστήματα δικά τους τα οποία και μπορούν να τα υποστηρίξουν. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία καλύπτει με εγχώρια παραγωγή περίπου το 70% των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων τηςμ σε σχέση με το 30% το 2000, ενώ σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, κατέλαβε τη 12η θέση στις εξαγωγές όπλων μεταξύ 2017 και 2021.
Εν κατακλείδι, για την Ελληνική αμυντική βιομηχανία, φυσικά και πρέπει να υπάρχει εποπτεία και μάλιστα σε αυστηρό και ανταγωνιστικό πλαίσιο, αλλά με παραγωγικά κριτήρια και όχι απόλυτα οικονομικά. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με ισοσκελισμένους ισολογισμούς αλλά με όπλα…