Αν και ο αρχικός του σχεδιασμός διέφερε, τελικά καθιερώθηκε ως ένας νυκτερινός μαχητής, όπου οι ποικίλες αρετές του το ανέδειξαν σε ένα από τα καλύτερα στο είδος του αεροπλάνα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, δεν αξιολογήθηκε αρκούντως από στελέχη της ναζιστικής κυβερνήσεως και από ανωτάτους αξιωματικούς της Luftwaffe. Κατά συνέπεια, δε χρησιμοποιήθηκε στο βαθμό που θα μπορούσε να επιτελέσει καθοριστικότερο ρόλο στην κυριαρχία των αιθέρων. Ουσιαστικά επικρίθηκε επειδή ήταν τόσο εξειδικευμένο.
Η ιδέα δημιουργίας του οφείλεται προσωπικά στον Ernst Heinkel, ο οποίος είχε προτείνει ένα ελαφρύ βομβαρδιστικό πολλαπλών χρήσεων. Το Υπουργείο Αεροπορίας έδειξε από την αρχή έντονο ενδιαφέρον, αλλά οι επίμονες και διαρκείς νυκτερινές επιθέσεις της RAF, όπου είχαν μετατραπεί σε αληθινό εφιάλτη για τους Γερμανούς, καθηστέρησαν την εξέλιξή του. Τελικά ζητήθηκε από τον Heinkel να τροποποιήσει την πρότασή του, εστιάζοντας αποκλειστικά σε ένα νυκτερινό μαχητικό. Ο πτέραρχος Josef Kammhuber κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την έγκριση της μαζικής παραγωγής του, όντας εντυπωσιασμένος από τα πρώτα σχέδια και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του μετά από μια επίσκεψη στο εργοστάσιο κατασκευής στο Ροστόκ. Ταυτόχρονα, η Focke-Wulf είχε ήδη υπογεγραμμένο συμβόλαιο στα γραφεία της για έναν άλλον νυκτερινό μαχητή, το Ta-154 «Moskito», για το οποίο μιλήσαμε εκτενώς σε προηγούμενη ανάρτηση: https://www.ptisidiastima.com/focke-wulf-ta-154-moskito-luftwaffe.
Παρά το ότι το He 219 ήταν ταχύτατο, ευέλικτο και με ισχυρό οπλισμό, ανταγωνιζόμενο την ποιότητα συμμαχικών μαχητικών όπως το de Havilland DH.98 «Mosquito», ο διευθύνων σύμβουλος της Lufthansa και οργανωτικός υπεύθυνος της Luftwaffe, αρχιπτέραρχος Erhard Milch, κατάφερε να επιτύχει τη διακοπή της παραγωγής, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλα τρέχοντα προγράμματα. Η εταιρεία είχε προλάβει έως τότε να κατασκευάσει 288 αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων και των πρωτοτύπων.
Το He 219 ήταν ολόκληρο κατασκευασμένο από μέταλλο με διπλό κάθετο και οριζόντιο ουραίο. Τροφοδοτείτο από δύο δωδεκακύλινδρους υδρόψυκτους κινητήρες Daimler-Benz DB 603A. Το διθέσιο κόκπιτ (όπου τα δύο μέλη του προσωπικού, τοποθετημένα με πλάτη το ένα απέναντι στο άλλο, διέθεταν εκτινασσόμενα καθίσματα) προσέφερε άριστη ορατότητα, ξεκινώντας ακριβώς μπροστά από το ρύγχος της ατράκτου και ακόμη πιο μπροστά από τις κάννες των πυροβόλων, έτσι ώστε η αντανάκλαση από την εκπυρσοκρότηση να μην επηρεάζει τα μάτια του πιλότου. Ήταν επίσης το πρώτο αεροπλάνο που ετέθη σε υπηρεσία με τρίκυκλο σύστημα προσγειώσεως και περιστρεφόμενο ρυγχαίο τροχό. Διέθετε λοιπόν στοιχεία μοναδικά και ανύπαρκτα σε οποιοδήποτε άλλο αντίστοιχο αεροσκάφος των συμμάχων ή των δυνάμεων του Άξονος.
Το πρώτο πρωτότυπο δοκιμάστηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1942, ενώ τον επόμενο μήνα έλαβαν χώρα στο Peenemünde της Βαλτικής και οι έλεγχοι του οπλισμού του (δύο εμπρόσθια σταθερά MG151 των 20 χιλιοστών και ένα κινητό MG131 των 13 χιλιοστών στο οπίσθιο τμήμα του κόκπιτ). Το δεύτερο πρωτότυπο πέταξε λίγες ημέρες αργότερα με τέσσερα, αντί για δύο, εμπρόσθια MG151 και δύο πυροβόλα ιδίου τύπου, ένα σε κάθε πτέρυγα. Στις 25 Μαρτίου του 1943 ακολούθησαν συγκριτικές πτήσεις με το Ju188S και το Dornier 217. Τα θετικά συμπεράσματα αύξησαν την παραγγελία του από 100 αρχικά, σε 300 αεροσκάφη. Η παραγωγή του συνεχίστηκε κανονικά στη Βιέννη, το Ρόστοκ, το Μιέλεκ και το Μπούτσιν, όταν ένα νέο πρωτότυπο έκανε την εμφάνισή του εφοδιασμένο με το ραντάρ Lichtenstein SN-2. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους ένας μικρός αριθμός He219A-0 πέταξαν στο Βένλο της Ολλανδίας, ενώ τη νύκτα της 11ης προς 12η Ιουνίου ο επισμηναγός Werber Strieb, με εξέχουσα καριέρα ως πιλότος αεροσκαφών νυκτερικών αποστολών, κατέρριψε πέντε Avro Lancasters εν μία νυκτί. Τις επόμενες δέκα ημέρες σημειώθηκαν είκοσι καταρρίψεις βρετανικών βομβαρδιστικών σε έξι αποστολές, έξι εκ των οποίων ήταν de Havilland DH.98, τα οποία ουδέποτε στο παρελθόν είχαν αναχαιτιστεί κατά τη νύκτα.
Το πολλά υποσχόμενο μαχητικό με τα έως τότε αξιοσημείωτα επιτεύματα δεν έπεισε τον Erhard Milch, ο οποίος το Δεκέμβριο του 1943 ζήτησε την ακύρωση του προγράμματος, ισχυριζόμενος πως η γραμμή παραγωγής του He 219 θα καθυστερούσε αυτήν άλλων αεροσκαφών, ενώ τα Junkers μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα από τα He219 εναντίον των Lancaster και Halifax. Αυτό όμως που δεν έλαβε υπόψιν του ήταν πως τα «mosquitoes» πετούσαν πλέον συστηματικά ως συνοδευτικά βαρέων βομβαρδιστικών κατά τις νυκτερινές αποστολές. Επίσης, τα υποδεέστερα Junkers υστερούσαν κατά πολύ στην αντιμετώπισή τους. Τελικά το πρόγραμμα ακυρώθηκε επισήμως το Μάϊο του 1944, παρά το γεγονός του ότι το He219 είχε καταστεί δημοφιλές ανάμεσα στους πιλότους αλλά και στο προσωπικό εδάφους. Οι τύποι που παρήχθησαν έως τότε εστάλησαν σε διάφορες μονάδες. Το πλάνο του αναγνωριστικού He219A-1 εγκαταλήφθηκε νωρίς με συνοπτικές διαδικασίες, άρα η έκδοση που κυριάρχησε ήταν αυτή του νυκτερινού He219A-2/R1 με τα δύο MK108 εμπρόσθια πυροβόλα, δύο MG151 στις βάσεις των πτερύγων και άλλα δύο MK108 πίσω από τον πιλότο.
Τo τελευταίo της σειράς ήταν ένα τριθέσιο He219Β-1 στο οποίο επρόκειτο να προσαρμοστεί ένας Jumo 222A/B των 2.500 ίππων, αλλά τελικά τροφοδοτήθηκε με έναν DB 603Aa των 1.800 ίππων, όπως ακριβώς και το He219A-5/R2.
Αν το He219 ήταν διαθέσιμο σε μεγαλύτερα νούμερα, θα μπορούσε να είχε διαπρεπή ρόλο στις αναχαιτίσεις βομβαρδιστικών της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας που προκαλούσαν ανυπολόγιστες ζημιές σε ζωτικής σημασίας γερμανικές υποδομές. Όμως μόνο 294 αεροσκάφη όλων των τύπων κατασκευάστηκαν, τα οποία και πάλι δεν είχαν τέτοια χρήση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράταση της διαρκείας του πολέμου με άγνωστα αποτελέσματα ως προς την τελική του έκβαση.