Το όλο θέμα του τουρκικού «εθνικού» άρματος Altay θα μπορούσε από μια πλευρά να είναι υλικό κωμωδίας αλλά στην πράξη δεν είναι. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα που ξεκίνησε ως ιδέα στα τέλη της δεκαετία του 90 και ξεκίνησε να υλοποιείται από το 2007 και μετά, είχε μια σαφή στόχευση. Να προμηθεύσει την Τουρκία με ένα σύγχρονο άρμα μάχης, το οποίο θα εμπεριείχε όσο το δυνατόν περισσότερη εγχώρια τεχνογνωσία. Κάτι που η γειτονική χώρα, όσο και αν δεν μας αρέσει, έχει πετύχει σε μεγάλο βαθμό σε ότι αφορά τις δυνάμεις τεθωρακισμένων της καθώς πλέον παράγει το σύνολο των ΤΟΜΑ/ΤΟΜΠ της όπως και το σύνολο των ελαφρά θωρακισμένων οχημάτων περιπολίας, αναγνώρισης, κ.λπ.
Η κορύφωση όμως του προγράμματος εγχώριας κατασκευής άρματος μάχης, που ήταν το Altay, έχει μπλοκάρει εδώ και χρόνια, καθώς δεν μπορεί να δοθεί λύση στην αναζήτηση κινητήρα. Η αρχική μελέτη για αυτό είχε στηριχθεί στο συγκρότημα EuroPowerPack που συνδυάζει τον κινητήρα MT883 της γερμανικής MTU και το αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων HSWL 295ΤΜ της Renk. Το συγκεκριμένο «πακέτο» αυτό είναι από τα πιο καθιερωμένα στη διεθνή αγορά αρμάτων μάχης, καθώς χρησιμοποιείται στα ισραηλινά Merkava MK4 όσο και στα Leclerc των Αραβικών Εμιράτων, ενώ παραλλαγές αυτού του συνδυασμού κινητήρα-κιβωτίου (σε πιο παλιές εκδόσεις τους) κινούν και τα Leopard 2. Μάλιστα η τουρκική εταιρεία Otokar που έχει αναλάβει την ανάπτυξη του Altay, είχε προμηθευθεί 5 σετ EuroPowerPack για αντίστοιχα πρωτότυπα του άρματος, για διεξαγωγή δοκιμών σε διαφορετικές φάσεις του προγράμματος εξέλιξης.
Η Τουρκία βέβαια ήλπιζε σε μια παράλληλη ανάπτυξη και ενός «εθνικού» κινητήρα, με μεταφορά τεχνογνωσίας από το εξωτερικό. Κάτι που είχε αναλάβει αρχικά ο όμιλος Tumosan που αναζήτησε διεθνείς συνεργασίες, υπογράφοντας τελικά το 2015 ένα μνημόνιο με την αυστριακή εταιρεία AVL. Ήδη η Tumosan είχε κερδίσει μια χρηματοδότηση 190 εκατομμυρίων δολαρίων από την Διεύθυνση Αμυντικών Βιομηχανιών της Τουρκικής Προεδρίας (SSB) για να αναπτύξει τον εγχώριο κινητήρα άρματος. To πρόβλημα όμως ξεκίνησε από το 2016 και την τουρκική εμπλοκή στη Συρία. Κάτι που έφερε αρχικά ένα άτυπο και στη συνέχεια ένα φανερό εμπάργκο στην μεταφορά στρατιωτικής τεχνογνωσίας, από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι το 2017 η Tumosan ανακοίνωσε επίσημα πως δεν μπορούσε να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα εξέλιξης γιατί απλώς δεν εύρισκε την αναγκαία διεθνή βοήθεια.
Μετά την αποτυχία της Tumosan, διάδοχος στην προσπάθεια εμφανίστηκε ο ανταγωνιστικός της όμιλος BMC, ο οποίος στην Τουρκία παράγει μια μεγάλη γκάμα λεωφορείων, φορτηγών και ελαφριών τεθωρακισμένων, ενώ έχει κερδίσει και το συμβόλαιο για την παραγωγή της πρώτης παρτίδας 250 Altay (η Τουρκία προγραμματίζει να παραγγείλει συνολικά 4 παρτίδες 250 αρμάτων η καθεμία, φθάνοντας σε σύνολο τα 1.000). H BMC όμως αν και παρήγαγε κινητήρες ντίζελ για εμπορικές και στρατιωτικές εφαρμογές (με τεχνογνωσία τόσο της Volvo όσο και της βρετανικής Leyland) αυτοί έφθαναν το μέγιστο τους 700 ίππους, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερα από τους 1.500+ που απαιτούσε το Altay. Σε αναζήτηση λοιπόν λύσης, ιδρύθηκε το 2017 η BMC Power (θυγατρική του ομίλου με εξειδίκευση στην παραγωγή κινητήρων) με στόχο να αναζητήσει διεθνείς συμμαχίες και βέβαια να προσφέρει στο Altay έναν αξιοπρεπή κινητήρα-κιβώτιο.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε το εξής: Οι ιδιοκτήτες τόσο της Tumosan όσο και της BMC είναι από τους φανατικούς υποστηρικτές του Ερντογάν. Η Tumosan ελέγχεται από τον όμιλο Albayrak της ομώνυμης οικογένειας, η οποία όμως έχει και την συντηρητική εφημερίδα Yeni Safak που φυσικά στηρίζει τον Ερντογάν. Από την πλευρά της BMC, ένας βασικός μέτοχος της, ο επιχειρηματίας Ethem Sancak, έχει δηλώσει στο παρελθόν για τον Ερντογάν ότι είναι «δώρο Θεού, από αυτούς που ο Αλάχ μας στέλνει κάθε 300 χρόνια». Καθόλου τυχαία, ο Sancak για κάποια χρόνια κατείχε και τον μηντιακό όμιλο Star (με εφημερίδα και τηλεοπτικό κανάλι), που στήριζε -το μαντεύει κανείς εύκολα- τον Ερντογάν. Για την Τουρκία της εποχής Ερντογάν η διαδρομή αυτή είναι η πεπατημένη, καθώς τόσο τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και οι μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας διατηρούν μια σχέση «στοργής» με τον κύκλο του Τούρκου Προέδρου, ειδικά αν οι δραστηριότητες τους έχουν σχέση με τις αμυντικές προμήθειες της χώρας.
«Yeni Safak»: το πρώτο Altay παραγωγής θα είναι έτοιμο το 2020
Για να επιστρέψουμε στη ΒΜC Power και τη δική της αναζήτηση διεθνούς εταίρου για την παραγωγή κινητήρα για το Altay, αυτός βρέθηκε στην Fiat-Iveco, με στόχο πλέον να αναπτυχθεί ένα συγκρότημα μαζί με κιβώτιο ταχυτήτων ισχύος 1.600 έως 1.800 ίππων, με το κωδικό όνομα «Βatu» (Κυρίαρχος), το οποίο όμως δεν έχει αποδώσει ακόμη αποτελέσματα. Πρόθεση της BMC είναι η σχεδίαση του κινητήρα να μπορεί να δώσει μια ολόκληρη «οικογένεια» μοντέλων, από 400 έως 1.800 ίππους ώστε να καλυφθούν σε μεγάλο μέρος οι ανάγκες της Τουρκίας σε ισχυρούς ντίζελ στρατιωτικών και πολιτικών εφαρμογών.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των άκαρπων προσπαθειών είναι φέτος, το 2021, να ακούμε από τον Ismail Demir, τον επικεφαλής της SSB πως η Τουρκία είναι σε επαφές με την Νότια Κορέα, για να προμηθευθούν από εκεί ένα πακέτο κινητήρα-κιβωτίου για το Altay. Οι σχετικές δηλώσεις έγιναν στις 3 Μαρτίου σε συνέντευξη του, αλλά το ίδιο είχε ειπωθεί από το περασμένο καλοκαίρι, καθώς ήταν φανερό πως οι εταιρίες δυτικών χωρών ήταν είτε απρόθυμες να προσφέρουν τεχνογνωσία είτε δεσμεύονταν από ένα πλέγμα εμπάργκο που έχουν επιβληθεί στην Άγκυρα.
Η κορεατική «στροφή»
Η επιλογή της Νότιας Κορέας ως συνεργάτη για τον κινητήρα του Altay δεν είναι παράξενη. Το τουρκικό άρμα έχει σχεδιαστεί με βάση το σύγχρονο κορεατικό αντίστοιχο του, Black Panther K2 που κατασκευάζει η Hyundai Rotem, η οποία είναι και τεχνικός σύμβουλος στο πρόγραμμα του Altay εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Έτσι, το σκάφος του Altay μοιάζει πολύ με του Black Panther, οπότε είναι δεδομένο πως θα δεχθεί τον αντίστοιχο κορεατικό κινητήρα. Ο τελευταίος είναι το μοντέλο DV27K της κορεατικής Doosan Infracore, ένας 12κύλινδρος ντίζελ με ισχύ 1.500 ίππων. Ο κινητήρας της Doosan ήδη εγκαθίσταται στην δεύτερη παρτίδα Black Panther η οποία παράγεται για τον Κορεατικό Στρατό από το 2016. Μόνο που εδώ ξεκινά νέος γύρος προβλημάτων για την Τουρκία. Στην Κορέα, ο κινητήρας της Doosan θα συνδυαζόταν με κιβώτιο ταχυτήτων επίσης εγχώριας κατασκευής, της εταιρείας ST Dynamics. Δυστυχώς για την τελευταία το αυτόματο κιβώτιο της, το EST15K, δεν έχει καταφέρει να περάσει τις δοκιμές του κορεατικού στρατού, κυρίως στο θέμα της αντοχής, καθώς εμφανίζει συχνά βλάβες πριν το όριο συνεχούς λειτουργίας 320 ωρών ή 9.600 χιλιομέτρων. Έτσι η Κορέα αποφάσισε μέχρι να λυθεί το ζήτημα, να εγκαταστήσει στα Black Panther ένα συνδυασμό, με τον κινητήρα της Doosan με μετάδοση όμως… της γερμανικής Renk. Και πάλι δηλαδή, η Τουρκία πέφτει πάνω στη Renk, η οποία δεν μπορεί να της εξάγει τα προϊόντα της.
Το αποτέλεσμα; Αυτή τη στιγμή η Τουρκία μπορεί μεν να παζαρεύει την απόκτηση του κορεατικού κινητήρα, αλλά δεν υπάρχει κιβώτιο με την απαραίτητη αντοχή να τον σηκώσει. Έτσι ακόμη και να αποκτήσει τον κινητήρα, το θέμα κιβωτίου μένει ανοιχτό, μέχρι η ST Dynamics να δώσει λύση και να μπορεί η Άγκυρα να αποκτήσει ένα 100% νοτιοκορεατικό πακέτο για το Altay.
Αν αυτό συμβεί λήγουν τα προβλήματα για το νέο τουρκικό άρμα; Μάλλον όχι. Θυμίζουμε πως το Altay είχε σχεδιαστεί με το γερμανικό EuroPowerPack στο επίκεντρο του. Το συγκεκριμένο πακέτο όμως αποδίδει 1.500 ίππους με δυνατότητα να φθάσει τους 1.630 (με αλλαγή προγραμματισμού) και έχει ροπή 5.000 Νm. Συγκριτικά, το κορεατικό πακέτο με κινητήρα Doosan και μετάδοση ST Dynamics έχει ισχύ 1.480 ίππους, και ροπή 4.560 Νm. Είναι δηλαδή και πιο ασθενικό και με λιγότερη ροπή. Σαν μην έφθαναν αυτά, το κορεατικό πακέτο είναι βαρύτερο του γερμανικού κατά 700 κιλά, και μεγαλύτερο σε όλες τις διαστάσεις. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πως η κορεατική λύση είναι οριακή για το Altay και ίσως προβληματική, μιας και αυτό προβλέπεται να ζυγίζει 63-65 τόνους, ενώ το κορεατικό άρμα Black Panther είναι στους 56. Άρα το σημαντικά βαρύτερο Altay πρέπει να κινηθεί (αργά…) με ένα πιο υποτονικό και ογκώδη κινητήρα (όπου ο όγκος του ίσως περιορίζει τον απαιτούμενο χώρο για συστήματα ψύξης, λίπανσης κ.λπ.).
Η διαδρομή αυτή για το Altay έχει πολλά να διδάξει στην Τουρκία. Το κυριότερο είναι πως όντας στο μεταίχμιο να αποκτήσει διεθνή τεχνογνωσία για να εξελίξει καίρια αμυντικά της προγράμματα (το άρμα, το πρόγραμμα εθνικού πλοίου, το εγχώριο μαχητικό), η εμπλοκή της στη Συρία και η προσέγγιση της με τη Μόσχα, μπορεί να της προσέφεραν σημαντικό διεθνές κύρος και επιρροή στην περιοχή της, αλλά είχαν και μεγάλο κόστος. Τόσο πολιτικό, όσο και οικονομικό, όσο και αμυντικό. Για την Τουρκία το Altay δεν είναι «ένα ακόμη πρόγραμμα». Εφόσον αυτό ολοκληρωθεί την περνά σε άλλη κατηγορία παραγωγών αμυντικού υλικού μιας και θα έχει καταφέρει (τότε) να κατασκευάζει τοπικά το σύνολο των οπλικών συστημάτων της για το Στρατό Ξηράς. Από το τυφέκιο πεζικού σε στολές, κράνη, πυρομαχικά, μέχρι πυροβόλα, άρματα, πυραύλους, επιθετικά ελικόπτερα, UAV, τηλεπικοινωνίες, δίκτυα, οχήματα μεταφοράς. Επιτρέποντας της δηλαδή να βγει ακόμη πιο επιθετικά στην διεθνή αγορά για εξαγωγές αμυντικού υλικού, αλλά και να τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερο τη φιλοδοξία της.
Ένα ακόμη μάθημα είναι πως η ανάπτυξη κρίσιμων απαρτιών μπορεί να μπλοκάρει έως και οριστικά ένα αμυντικό πρόγραμμα με μεγάλο κόστος σε βάθος χρόνου. Έτσι η φιλόδοξη ανάπτυξη του Altay ίσως έπρεπε να ξεκινήσει «ανάποδα», από τον κινητήρα και την θωράκιση (άλλο θέμα αυτό για το συγκεκριμένο άρμα), πριν φθάσει στο κυρίως σκάφος.
Στο ερώτημα αν το πρόγραμμα του Altay μπορεί να θεωρηθεί ως «τελειωμένο» η εκτίμηση μας, είναι αρνητική. Παρά τα προβλήματα το άρμα έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, έχουν επενδυθεί μεγάλα ποσά σε αυτό, η εγχώρια τεχνογνωσία έχει αυξηθεί (για παράδειγμα η Aselsan που φτιάχνει τα ηλεκτρονικά του σκάφους έχει πλέον πλήρη σουίτα δικής της παραγωγής) και το όλο θέμα παραμένει στο τραπέζι, καθώς η Τουρκία έχει ένα στόλο κυρίων αρμάτων που γερνάνε συνεχώς, παρά τις πολλές αναβαθμίσεις. Άρα η χώρα σίγουρα θα χρειαστεί ένα νέο άρμα για να αντικαταστήσει τα παλαιότερα της, είτε τώρα είτε σε μια διετία ή τριετία. Το αν αυτό το άρμα είναι το σημερινό Altay ή κάποια παραλλαγή του, ή κάποια μεταφορά τμημάτων του σε άλλα άρματα, φυσικά δεν το γνωρίζουμε. Αλλά η τουρκική επιμονή και τα συμφέροντα γύρω από το «τουρκικό εθνικό άρμα» είναι πολύ σημαντικά για να το ξεχάσουν (και ξεχάσουμε).