Η Boeing Defense Systems ανέλαβε συμφωνία (task order) ύψους 2,044 δισ. δολαρίων που «σπρώχνει» αποφασιστικά προς την υλοποίηση το B-52 Commercial Engine Replacement Program (CERP), δηλαδή το πρόγραμμα αντικατάστασης κινητήρων του ιστορικού Stratofortress. Η ανάθεση αφορά τη φάση Post-Critical Design Review (PCDR) Development, δηλαδή την περίοδο αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης τελικού σχεδιασμού, όταν ένα πρόγραμμα παύει να είναι κυρίως “engineering on paper” και περνά σε ολοκλήρωση συστημάτων, ενσωματώσεις και δοκιμές στο πραγματικό αεροσκάφος. Με απλά λόγια, η Αμερικανική Αεροπορία θεωρεί πλέον ότι ο βασικός σχεδιασμός έχει «κλειδώσει» και χρηματοδοτεί το επόμενο μέρος, να “δέσει” το νέο σύστημα πρόωσης με όλα τα υποσυστήματα του βομβαρδιστικού, να τροποποιήσει αεροσκάφη δοκιμών και να πιστοποιήσει στην πράξη ότι η λύση λειτουργεί όπως πρέπει.
Το task order προβλέπει την ολοκλήρωση δραστηριοτήτων ολοκλήρωσης συστημάτων μετά το Critical Design Review και, κυρίως, την τροποποίηση και δοκιμή δύο B-52 με τους νέους κινητήρες και τα «παρελκόμενα» υποσυστήματα που τους συνοδεύουν. Οι εργασίες θα μοιραστούν σε Oklahoma City (Oklahoma), San Antonio (Texas), Seattle (Washington) και Indianapolis (Indiana), ενώ το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης τοποθετείται στις 31 Μαΐου 2033. Η χρηματοδότηση θα είναι σταδιακή, ξεκινώντας από κονδύλια RDT&E (Research, Development, Test & Evaluation) του οικονομικού έτους 2026, με αρχική δέσμευση 35,774 εκατ. δολαρίων κατά την ανάθεση. Η Tinker Air Force Base στην Οκλαχόμα είναι η αναθέτουσα αρχή, κάτι απολύτως λογικό, καθώς η Tinker αποτελεί κομβικό κέντρο υποστήριξης και διαχείρισης του στόλου B-52.
Οι νέοι κινητήρες F130 και τι αλλάζουν στο B-52
Η καρδιά του CERP είναι η αντικατάσταση των παλαιών Pratt & Whitney TF33-PW-103 (με τεχνολογία δεκαετίας 1960) με νέους Rolls-Royce F130, τη στρατιωτική παραλλαγή εμπορικού turbofan, με στόχο όχι να μετατραπεί το B-52 σε ταχύτερο αεροσκάφος, αλλά να γίνει οικονομικότερο, πιο αξιόπιστο, με μεγαλύτερη εμβέλεια/παραμονή στον αέρα και—κυρίως— να είναι βιώσιμο από πλευράς υποστήριξης για πολλές δεκαετίες ακόμη. Σε έγγραφα του αμερικανικού Πενταγώνου επισημαίνεται ότι οι TF33 αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες υποστήριξης λόγω μειωμένων πηγών αναταλλακτικών και απαρχαιωμένων τεχνολογιών, με την πρόβλεψη ότι θα γίνουν ουσιαστικά μη βιώσιμοι έως περίπου το 2030.
Οι Rolls-Royce F130 για το B-52 είναι κινητήρες κατηγορίας περίπου 17.000 λίβρων ώσης, παράγωγα της οικογένειας BR725, με στόχο να προσφέρουν παρόμοια απόδοση με τους TF33 ώστε να περιοριστεί το ρίσκο ενσωμάτωσης, αλλά με τεράστιο άλμα σε απόδοση, αξιοπιστία και υποστήριξη. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για το B-52;
Πρώτον, καλύτερη κατανάλωση μεταφράζεται είτε σε μεγαλύτερη εμβέλεια είτε σε περισσότερο χρόνο παραμονής στον αέρα για την ίδια αποστολή—κρίσιμο για έναν φορέα όπλων μακράς ακτίνας που συχνά επιχειρεί σε μεγάλες αποστάσεις. Δεύτερον, η βελτίωση αξιοπιστίας μειώνει τον χρόνο στο έδαφος και αυξάνει τις διαθεσιμότητες, κάτι που σε στρατηγικό επίπεδο σημαίνει «περισσότερα διαθέσιμα αεροσκάφη ανά ημέρα» χωρίς την ανάγκη γιγάντωσης του τεχνικού προσωπικού. Τρίτον, μειώνεται το βάρος της εφοδιαστικής αλυσίδας: αντί για έναν κινητήρα με δυσκολία ανταλλακτικών και διαδικασιών επισκευής, υιοθετείται μια λύση με ευρύτερη βιομηχανική βάση και φιλοσοφία υποστήριξης που προσεγγίζει τις εμπορικές πρακτικές. Σχετικές αναλύσεις της USAF έχουν μιλήσει για περίπου 30% καλύτερη κατανάλωση και δραστική μείωση της ανάγκης για βαριές εργασίες κινητήρων, ώστε το όφελος να επιστρέφει οικονομικά πριν την απόσυρση του τύπου.
Το κρίσιμο, όμως, είναι ότι το CERP δεν είναι «τοποθετούμε νέους κινητήρες και τελείωσε». Περιλαμβάνεται αντικατάσταση και σε συναφή υποσυστήματα: νέες βάσεις/φορείς και ατράκτους κινητήρων (struts και nacelles), αναβάθμιση του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ισχύος και αλλαγές σε ενδείξεις/οθόνες cockpit που συνδέονται με τη νέα αρχιτεκτονική και τις αναδυόμενες απαιτήσεις. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η USAF «βλέπει» το B-52 ως πλατφόρμα που θα συνεχίσει να ενσωματώνει νέα όπλα, αισθητήρες, επικοινωνίες και απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας—άρα χρειάζεται περισσότερη και πιο αξιόπιστη ηλεκτρική ισχύ, καθώς και σύγχρονη διαχείριση και απεικόνιση.
Το αποτέλεσμα αυτής της δέσμης αλλαγών είναι η μετάβαση σε διαμόρφωση που αναφέρεται ως B-52J. Η ονοματοδοσία αντικατοπτρίζει ότι η αλλαγή είναι αρκετά βαθιά ώστε να μιλάμε για ουσιαστικά «νέα υποέκδοση» με διαφορετικές απαιτήσεις υποστήριξης, εκπαίδευσης και πιστοποίησης, ειδικά όταν εμπλέκονται πυρηνικές αποστολές και αυστηρά πρωτόκολλα πιστοποίησης.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, το CERP κουμπώνει πάνω στο αμερικανικό “bomber mix” των επόμενων δεκαετιών. Το stealth B-21 θα αναλάβει ρόλους διείσδυσης, το B-2 παραμένει εξειδικευμένο εργαλείο, και το B-52—με τεράστια ικανότητα μεταφοράς όπλων—παραμένει ο «νταλικέρης-μεταφορέας» μεγάλου αριθμού πυραύλων μακράς ακτίνας, stand-off όπλων και, σταδιακά, νεότερων κατηγοριών προηγμένου οπλισμού.