Κατά 21% μειώθηκαν οι πωλήσεις αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού σε ξένες κυβερνήσεις όπως ανακοίνωσε χθες το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Η εξέλιξη αυτή καταγράφηκε, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν εγκαταλείπει μερικές από τις πιο επιθετικές πρακτικές στις πωλήσεις όπλων, που ακολουθούσε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών ανακοίνωσε τα στοιχεία για τις πωλήσεις όπλων για το οικονομικό έτος 2021, το οποίο έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι πωλήσεις συμπεριλάμβαναν την πώληση των επιθετικών ελικοπτέρων AH-64E στην Αυστραλία οικονομικού ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά και την πώληση μεταγωγικών ελικοπτέρων CH-53K στο Ισραήλ, οικονομικής αξίας 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν έβαλε “φρένο” στην πώληση επιθετικών όπλων στη Σαουδική Αραβία, εξαιτίας των θυμάτων μεταξύ των αμάχων στην Υεμένη και σκοπεύει να ανακοινώσει την νέα πολιτική που θα ακολουθήσει στις εξαγωγές αμερικανικών οπλικών συστημάτων.
Η πολιτική αυτή για τις εξαγωγές όπλων δίνει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα για την αξιολόγηση των σχετικών πωλήσεων αμερικανικών οπλικών συστημάτων.
Η μείωση στις πωλήσεις αμερικανικών οπλικών συστημάτων για το 2021 ακολουθεί τις πωλήσεις ρεκόρ μαχητικών αεροσκαφών και κατευθυνόμενων πυραύλων που καταγράφηκαν κατά τον τελευταίο χρόνο της προεδρίας Τραμπ.
Οι μεγάλες αμυντικές συμφωνίες για το οικονομικό έτος 2020 συμπεριέλαβαν την αγορά από την Ιαπωνία 63 μαχητικών F-35 που κατασκευάζει η Lockheed Martin, με οικονομικό ύψος 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εντός των συνολικών εσόδων των πωλήσεων όπλων, που είχαν οι ΗΠΑ το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Οι ξένες κυβερνήσεις μπορούν να αγοράσουν όπλα που παράγονται από αμερικανικές εταιρίες μέσω δύο τρόπων: τις άμεσες εμπορικές πωλήσεις με τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ μιας κυβέρνησης και μιας αμερικανικής αμυντικής εταιρίας, αλλά και τις ξένες αμυντικές πωλήσεις (FMS) κατά τις οποίες μία ξένη κυβέρνηση επικοινωνεί με έναν αξιωματούχο του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας στην πρεσβεία των ΗΠΑ που βρίσκεται στην πρωτεύουσα της.
Οι δύο τρόποι πώλησης αμερικανικού στρατιωτικού υλικού και αμυντικών οπλικών συστημάτων στο εξωτερικό απαιτούν την έγκριση της αμερικανικής κυβέρνησης, αλλά και την τήρηση ειδικών νόμων που έχουν ψηφιστεί από το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Οι άμεσες πωλήσεις αμερικανικών οπλικών συστημάτων από αμυντικές εταιρίες των ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 17% στα 103 δισεκατομμύρια δολάρια το οικονομικό έτος 2021 από 124 δισεκατομμύρια δολάρια το οικονομικό έτος 2020, ενώ οι πωλήσεις όπλων μέσω της αμερικανικής κυβέρνησης μειώθηκαν κατά 31% στα 34,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021 από 50,8 δισεκατομμύρια δολάρια την προηγούμενη χρονιά, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Τραμπ παρουσίασε το 2018 ένα πρόγραμμα «πώλησης αμερικανικών όπλων» που χαλάρωσε τους περιορισμούς που εφαρμόζονταν στις πωλήσεις στρατιωτικού υλικού και οπλικών συστημάτων, ενώ ενθάρρυνε τους Αμερικανούς αξιωματούχους να αναλάβουν έναν μεγαλύτερο ρόλο στην αύξηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό για την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ.