Του Βασίλη Πια, ΠΤΗΣΗ, Τεύχος 116, Σεπτέμβριος 1994
Στις 30 Μαΐου 1942, ο επικεφαλής της Διοίκησης Βομβαρδισμού της RAF, πτέραρχος Άρθουρ Χάρις, δίνει εντολή σε χίλια βομβαρδιστικά να ισοπεδώσουν μία από τις μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, την Κολωνία. H επίθεση αυτή διχάζει ακόμη και σήμερα όσον αφορά τη σκοπιμότητά της, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των χιλιάδων νεκρών ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Παρακάτω παρουσιάζεται η επιχείρηση αυτή που αποτέλεσε το προοίμιο των συμμαχικών στρατηγικών βομβαρδισμών εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας.
O Άρθουρ Χάρις αναλαμβάνει τη Διοίκηση Βομβαρδισμού από το Φεβρουάριο του 1942 και τολμά κάτι που δεν έκανε ο προκάτοχός του: ισοπεδώνει με τα βομβαρδιστικά του μεγάλες γερμανικές πόλεις, αδιαφορώντας για τις εκατόμβες θυμάτων ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό, πολίτες, γυναίκες και παιδιά.
Το αρχηγείο της διοίκησης βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα έξω από το Λονδίνο, σε μια περιοχή γεμάτη από οξιές, είκοσι δυο μέτρα κάτω από το έδαφος, τέλεια προφυλαγμένο από τις επιθέσεις της Λουφτβάφε. Σ’ αυτό λοιπόν το αντιαεροπορικό καταφύγιο-αρχηγείο, νωρίς το πρωί της 23ης Φεβρουαρίου 1942, κατευθύνθηκε για να αναλάβει τα καθήκοντά του ο πτέραρχος ‘Άθουρ Χάρις. Το τυπικό παράδοσης-παραλαβής προέβλεπε πέρα από τις επίσημες στολές και την παράταξη όλου του προσωπικού που υπηρετούσε εκεί, μπροστά στο νέο αρχηγό.
Όμως διαρκούντος του πολέμου, ακόμα και η RAF έπρεπε να ξεχάσει τέτοιες πολυτέλειες. Παρόλα αυτά, ο Άρθουρ Χάρις φορούσε το καλό του πουκάμισο, με τις αναδιπλώμενες μανσέτες, τα επίχρυσα μανικετόκουμπα και την καρφίτσα στο γιακά, που τόνιζε τη μαύρη γραβάτα του, και το παγωμένο σαν Εσκιμώου πρόσωπό του. Μέσα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, κατευθύνθηκε στο γραφείο τού μέχρι πρότινος αρχηγού της διοίκησης, πτεράρχου Τσαρλς Πόρταλ.
Μέχρι το τέλος του πολέμου σ εκείνο το στενόμακρο, χαμηλοτάβανο γραφείο, ο Χάρις θα έπαιρνε τις πλέον κρισιμότερες αποφάσεις, για αυτόν και για τους άνδρες της Διοίκησης Βομβαρδισμού.O πτέραρχος Πόρταλ, ένας ψηλός, ξερακιανός άνδρας, με πλακουτσωτή μύτη, που δεν έδειχνε καν τα πενήντα του χρόνια, χαιρέτησε τον Χάρις, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά σε έναν αγώνα γκολφ, και μετά τις τυπικές φιλοφρονήσεις ο Πόρταλ μπήκε αμέσως στο θέμα του. “Υποθέτω, αγαπητέ Χάρις, ότι είναι πλήρες ξεκαθαρισμένο πως σημεία στόχοι από εδώ και πέρα θα είναι κατοικημένες περιοχές και όχι για παράδειγμα ναυπηγεία ή εργοστάσια αεροσκαφών”.
H απόφαση αυτή, που είχε ληφθεί έπειτα από τη συγκατάθεση του υπουργείου Στρατιωτικών, ενθουσίασε τον Χάρις, που δεν έβλεπε τη στιγμή για να την πραγματοποιήσει. Αφότου εγκαταστάθηκε για τα καλά στην “τρύπα”, όπως είχε ονομαστεί το αρχηγείο της διοίκησης, δεν άργησαν και οι πρώτες πολύωρες συσκέψεις με τους επιτελείς του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φωνές του ακούγονταν από το γραφείο επιχειρήσεων στα διπλανά γραφεία χαρτών και ασυρμάτου. Οι νεότεροι αξιωματικοί τον θαύμαζαν, αλλά και τον φοβόντουσαν ταυτόχρονα, μια και ποτέ δεν μπορούσαν να μαντέψουν τι έκρυβε στο μυαλό του, πίσω από το απαθές του πρόσωπο.
Αυτή η ατμόσφαιρα επικρατούσε και εκείνο το Σάββατο της 30ης ΜαΪου 1942, την ημέρα που ο Χάρις πήρε τη μεγάλη απόφαση. Λίγο πριν τις εννέα το πρωί, έπειτα από ένα μικρό περίπατο στο δάσος, βρισκόταν ήδη στο γραφείο επιχειρήσεων, για την καθιερωμένη σύσκεψη με τους επιτελείς του, όπου θα καθοριζόταν ο στόχος εκείνης της νύχτας. Σαν ενδεικνυόμενοι στόχοι από το υπουργείο Στρατιωτικών είχαν δοθεί, από τα μέσα Φεβρουαρίου, τέσσερις πόλεις: Έση, Ντούισμπουργκ, Ντίσελντορφ και Κολωνία. Τώρα λοιπόν στον Άρθουρ Χάρις δινόταν η ευκαιρία να πραγματοποιήσει μέρος του σχεδίου. Να ισοπεδώσει δηλαδή ολοκληρωτικά μέσα σε μια νύχτα, μια μεγάλη γερμανική πόλη. Το ρίσκο για μια τέτοια επιχείρηση ήταν αρκετά μεγάλο. O Χάρις υπολόγιζε να στείλει πάνω από την πόλη-στόχο το λιγότερο χίλια βομβαρδιστικά διαφορετικών τύπων. Προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, δε δίστασε να στείλει ακόμα και μοίρες βομβαρδισμού που βρίσκονταν στα πρώτα στάδια εκπαίδευσης.
Η συνέχεια στο Military History