Το Γερμανοπολωνικό Σύμφωνο Μη Επίθεσης που προβλεπόταν να έχει δεκαετή διάρκεια, έδωσε -παροδικά- τέλος σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα που σημαδεύτηκε από συνοριακά επεισόδια, οικονομικές κυρώσεις και αμοιβαία καχυποψία, αρχής γενομένης από την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919.
Με την υπογραφή του Συμφώνου το 1934 η ναζιστική -πλέον- Γερμανία αναγνώριζε τα πολωνικά σύνορα και ξεκινούσε μια σειρά οικονομικών συναλλαγών με τη 2η Πολωνική Δημοκρατία. Από την πλευρά της η Πολωνία προσχωρούσε πρόθυμα, φοβούμενη μια Γερμανο-Σοβιετική σύμπραξη εναντίον της, την οποία η συμμαχία της με τη Γαλλία δεν θα μπορούσε να αποτρέψει αποτελεσματικά.
Αν και ο ηγέτης της Πολωνίας και “πατριάρχης” της ανεξαρτησίας της χώρας, γηραιός πλέον στρατάρχης Πιλσούντσκι, έτρεφε χρόνια -και δικαιολογημένα- αισθήματα δυσπιστίας προς τους Γερμανούς, οι καταστάσεις τον έκαναν να φοβάται μια ολική πολωνική περικύκλωση οπότε επέλεξε το “μη χείρον”. Ένας υποκειμενικός λόγος ήταν πως θεωρούσε τον Χίτλερ περισσότερο “λαϊκή” φιγούρα, ριζοσπαστικό στοιχείο στη γερμανική πολιτική και όχι πιόνι της παλιάς πρωσσικής σχολής σκέψης. Τα δέκα χρόνια -όπως υπολόγιζε- θα εξαγόραζαν χρόνο για να ισχυροποιηθεί η θέση της Πολωνίας, ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.
Η συνέχεια στο Military History