SEA SPARROW
ΑΣΠΙΔΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ TH ΘΑΛΑΣΣΑ
Πρόκειται αναμφισβήτητα για το πιο διαδεδομένο αντιαεροπορικό βλήμα του δυτικού οπλοστασίου και η επιχειρησιακή του ζωή υπερβαίνει τα 30 χρόνια. Με την ανάπτυξη του προγράμματος ESSM και τις συνεχείς βελτιώσεις του βλήματος αναμένεται να παραμείνει σε υπηρεσία για αρκετά χρόνια ακόμη. Ανάμεσα στους χρήστες του βλήματος περιλαμβάνεται και το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.
Του Βασίλειου Παπακώστα
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 το Αμερικανικό Ναυτικό έχει διαπιστώσει την έλλειψη ενός αντιαεροπορικού βλήματος μικρής εμβέλειας με δυνατότητα αντιμετώπισης αεροσκαφών αλλά και της πρώτης γενεάς βλημάτων εναντίον πλοίων όπως το σοβιετικό SS-N-2 Styx.
Ήδη από τη δεκαετία του ’50 έχει αναπτυχθεί μια σειρά βλημάτων μέσης/μακράς εμβέλειας για την αντιμετώπιση αεροσκαφών. Έτσι το 1964 η εταιρία Raytheon αναλαμβάνει την ανάπτυξη ενός συστήματος με βάση το βλήμα AIM-7E2 Sparrow το οποίο θα ήταν διαθέσιμο μερικά χρόνια αργότερα. Το σύστημα ονομάστηκε Basic Point Defence Missile System.
Οι πρώτες δοκιμές έγιναν στο διάστημα Μαΐου-Ιουνίου 1965. Το μέγεθος ωστόσο του συστήματος (βάρος 17,5 τόνοι) δεν επέτρεπε την εγκατάστασή του σε σκάφη μικρού/μεσαίου εκτοπίσματος. Το 1968 ξεκίνησε λοιπόν ένα νέο πρόγραμμα το NATO Sea Sparrow Surface Missile System Project σαν μια κοινή προσπάθεια των ΗΠΑ, Ιταλίας, Δανίας και Νορβηγίας.
Νέες εντυπωσιακές εικόνες από την άσκηση του ΠΝ και της ΠΑ νοτίως της Καρπάθου
H Raytheon ανέλαβε και πάλι την ανάπτυξη του συστήματος το οποίο θα χρησιμοποιούσε το νέο εκτοξευτή Mk29. Το νέο σύστημα είχε βάρος 13 τόνους. H πρώτη εκτόξευση ακολούθησε το Μάρτιο του 1972 και οι επιχειρησιακές δοκιμές ολοκληρώθηκαν το 1974 στο σκάφος USS Downes.
Τον Αύγουστο του 1973 η εταιρία είχε πετύχει το πρώτο συμβόλαιο παραγωγής και το σύστημα έγινε επιχειρησιακό το 1975. Σταδιακά στο πρόγραμμα εντάχθηκαν και άλλες χώρες μέλη του NATO: 1970 Βέλγιο και Ολλανδία, 1977 Γερμανία, 1982 Καναδάς και Ελλάδα, 1987-’88 Τουρκία και Πορτογαλία και τέλος το 1991 η Ισπανία. Το 1990 έγινε επίσης δεκτή η Αυστραλία σαν η μοναδική μη ΝΑΤΟϊκή χώρα.
TO ΣΥΣΤΗΜΑ BPDMS
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση των δυνατοτήτων του NATO Sea Sparrow θα παρουσιάσουμε σύντομα τις δυνατότητες του συστήματος BPDMS το οποίο αποτελεί πάντως παρελθόν και για το ναυτικό των ΗΠΑ.
Όπως ήδη προαναφέραμε το σύστημα χρησιμοποιούσε μια έκδοση του βλήματος AIM-7E2. Το νέο βλήμα έλαβε τον κωδικό RIM-7H. Πρόκειται στην ουσία για ένα τροποποιημένο βλήμα AIM-7E2 με αναδιπλούμενα πτερύγια και μικρότερα ουραία πτερύγια ώστε να είναι δυνατή η φύλαξή του στον εκτοξευτή Mk25 του συστήματος.
O τελευταίος δεν είναι άλλος από τον εκτοξευτή βλημάτων ASROC. Διατηρείται η καθοδήγηση CW (Συνεχούς Κύματος) χαμηλής ισχύος κεραία του ραντάρ που επιτρέπει την αμφίδρομη εκπομπή/λήψη από και προς το σύστημα.
ελέγχου πυρός. O έλεγχος πυρός γίνεται με τη βοήθεια του συστήματος Mk115. H παραγωγή του Mk115 ξεκίνησε το 1967. Πρόκειται για χειροκίνητο σύστημα που αποτελείται από τη συσκευή εκπομπής Mk33 και τη συσκευή λήψης Mk19. H λειτουργία του συστήματος γίνεται στην I/J μπάντα συχνοτήτων.
O χειριστής αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ολόκληρη τη διαδικασία εκτόξευσης καθώς επίσης και τις αναγκαίες διορθώσεις στην πορεία του βλήματος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την επιμήκυνση του χρόνου αντίδρασης και την ουσιαστική αδυναμία του συστήματος για αντιμετώπιση βλημάτων εναντίον σκαφών. Οι δυνατότητες εξάλλου του συστήματος περιόριζαν την εμβέλεια του βλήματος στα 7 χιλιόμετρα.
TO ΒΛΗΜΑ SEA SPARROW
H αρχική έκδοση του βλήματος όπως προαναφέραμε ήταν το RIM-7H (RIM-7E5) που βασιζόταν στο AIM-7E2. H πρώτη έκδοση του βλήματος που ήταν συμβατή με το σύστημα Mk91 και τον εκτοξευτή Mk29 ήταν η έκδοση RIM-7H5 Block και η οποία πήρε και την ονομασία NATO Sea Sparrow.
Αργότερα παρουσιάστηκε μία ακόμη έκδοση του βλήματος η RIM-7F με νέο κινητήρα Mk58 ή Mk65 με βελτιωμένες επιδόσεις εναντίον χαμηλά ιπταμένων στόχων συμβατή και αυτή με το συνδυασμό Mk91/Mk29. H έκδοση που χρησιμοποιείται σήμερα είναι η RIM-7M που υιοθετήθηκε το 1983 με σημαντικές βελτιώσεις.
Το νέο βλήμα εξωτερικά είναι πανομοιότυπο με τους προκατόχους του. Το μήκος του φθάνει τα 3,66 μέτρα, η διάμετρος τα 20.3 εκατοστά και το συνολικό του βάρος τα 230 kg. Το άνοιγμα πτερύγων πλήρως ανεπτυγμένο φθάνει τα 101,6 εκατοστά και σε κατάσταση αποθήκευσης τα 61 εκατοστά.
Χρησιμοποιείται ο νέος κινητήρας Mk58 Mod 4 που προσδίδει αυξημένη εμβέλεια η οποία σε συνδυασμό με το σύστημα Mk91 φθάνει τα 22 χιλιόμετρα. H πραγματική του εμβέλεια πάντως υπολογίζεται ότι δεν υπερβαίνει τα 15 χιλιόμετρα. Το μέγιστο ύψος εμπλοκής φθάνει τα 15 χιλιόμετρα.
H ταχύτητα του βλήματος υπερβαίνει τα 3 Mach. Χρησιμοποιείται επίσης νέα θραυσματική γόμωση WAU-17/B (αντί της παλαιότερης WAU-10/B βάρους 30 kg) βάρους 38,6 kg. Χρησιμοποιείται επίσης ένας νέος ενεργός πυροσωλήνας που εμποδίζει την άστοχη ενεργοποίηση του βλήματος σε χαμηλό ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας όταν αυτό αντιμετωπίζει βλήματα Sea Skimmers.
Επίσης χρησιμοποιείται βελτιωμένος αυτόματος πιλότος που εξασφαλίζει οικονομία ενέργειας με την επιλογή των βέλτιστων διαδρομών προς το στόχο. O νέος επεξεργαστής του βλήματος MBC (Missile Borne Computer) παρέχει τον έλεγχο των υποσυστημάτων του βλήματος, συμπληρωματική επεξεργασία σημάτων και υπολογισμούς που αφορούν την κατεύθυνση του βλήματος.
O MBC παρέχει επίσης τη δυνατότητα επαναπρογραμματισμού. H σημαντικότερη ίσως προσθήκη της έκδοσης «Μ» είναι η υιοθέτηση μονοπαλμικού ερευνητή. H δυνατότητα των ερευνητών αυτών για εύρεση της συχνότητας του στόχου σ’ ένα μόνο παλμό τα εκθέτει σε μικρότερο βαθμό στα ECM του στόχου.
Οι νέες αυτές βελτιώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των δυνατοτήτων του βλήματος σε χαμηλά ύψη και την απόρριψη του φαινομένου clutter. Το νέο βλήμα διαθέτει κύκλωμα BIT (Built In Test). Το 1988 ενσωματώθηκαν στην έκδοση «Μ» νέες βελτιώσεις για την ακόμη υψηλότερη αποτελεσματικότητα εναντίον χαμηλά ιπταμένων στόχων και τη χρήση βελτιωμένης συσκευής MBC.
Με τη συνεχιζόμενη εξάπλωση των VLS συστημάτων έγινε φανερή η ανάγκη τροποποίησης του βλήματος ώστε να είναι δυνατή η χρήση του από συστήματα κάθετης εκτόξευσης. H δυνατότητα αυτή δόθηκε με την προσθήκη στο πίσω μέρος του βλήματος της συσκευής JVC (Jet Vane Control).
H συσκευή αυτή αποτελείται από τέσσερα πτερύγια και σε συνδυασμό με την έξοδο του κινητήρα προσδίδει την αναγκαία ώθηση για την έξοδο του βλήματος από τον εκτοξευτή VLS. Μόλις ο αισθητήρας του βλήματος στραφεί προς το στόχο η συσκευή αποσπάται από το σώμα του βλήματος. Από το 1991 το Ναυτικό των ΗΠΑ υιοθέτησε μια νέα βελτιωμένη έκδοση του βλήματος τη RIM-7P. Και αυτή έχει τη δυνατότητα κάθετης εκτόξευσης με τη χρήση της συσκευής JVC.
Διαθέτει βελτιωμένο επεξεργαστή με διπλάσια ταχύτητα επεξεργασίας και απαλείψιμη επαναπρογραμματιζόμενη μνήμη (EEPROM) με βελτιωμένο λογισμικό που περιλαμβάνει νέους αλγορίθμους εμπλοκής. Περιλαμβάνει επίσης τη διαμόρφωση LAG (Low Attitude Guidane) με υψηλότερες δυνατότητες εμπλοκής βλημάτων Sea Skimmers.
Μια ακόμη έκδοση η οποία βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξης είναι η: RIM-7R η οποία θα χρησιμοποιεί διπλό ερευνητή ημιενεργού καθοδήγησης, IR και βελτιωμένα ECCM. O νέος αυτός ερευνητής εξελίσσεται στα πλαίσια του προγράμματος MHIP (Missile Homing Improvement Program).
Στη σχεδίαση του Sea Sparrow βασίστηκε η κατασκευή του Aspide από την ιταλική εταιρία Selenia. Το βλήμα εξωτερικά είναι πανομοιότυπο με το Sparrow. Έχει διάμετρο 0,203 μ., μήκος 3,70 μ. και βάρος 220 κιλά. Φέρει γόμωση HE βάρους 35 kg και κινητήρα SNIA Viscosa που προσδίδει στο βλήμα ταχύτητα 4 Mach.
H μέγιστη εμβέλειά του υπολογίζεται σε 15 χιλιόμετρα και το μέγιστο ύψος εμπλοκής στα 5 χιλιόμετρα. Διαθέτει ερευνητή CW της εταιρίας Selenia. To βλήμα εκτοξεύεται από οκταπλούς εκτοξευτές. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τα συστήματα ελέγχου πυρός της εταιρίας Ferranti WSA-4 ή της Selenia: NA-10/NA-21/NA-30.
Χρησιμοποιούνται κυρίως τα ραντάρ ιχνηλάτησης και φωτισμού RTN-10X που λειτουργεί στην μπάντα «Ι» με μέγιστη εμβέλεια 20 ν.μ. και RTN-30X που λειτουργεί επίσης στην μπάντα «Ι» με εμβέλεια 30 ν.μ.
TO ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ESSM
Παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα κατασκευής του βελτιωμένου ESSM (Evolved Sea Sparrow Missle) προτάθηκε το 1988 από τη Raytheon, το σχετικό διαγωνισμό κέρδισε τελικά τον περασμένο Ιούνιο η εταιρία Hughes.Το συμβόλαιο ύψους 167 εκ. δολ. αφορά την ανάπτυξη 60-70 βλημάτων τα οποία θα δοκιμαστούν το 1997 με στόχο η παραγωγή του νέου βλήματος να ξεκινήσει το 1999. H εταιρία Hughes μετέχει με ποσοστό 36% στο όλο πρόγραμμα και το υπόλοιπο ποσοστό καταλαμβάνουν εταιρίες από 8 ΝΑΤΟϊκά κράτη και την Αυστραλία.
Στο πρόγραμμα θα μετέχουν σαν υποκατασκευαστές ελληνικές (EAB, Econ, Elfon, Intracon) και τουρκικές (Roketsan, Calekalip) εταιρίες. Στόχος του προγράμματος είναι η κατασκευή ενός βελτιωμένου βλήματος που θα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει μελλοντικούς κινδύνους και ιδιαίτερα υπερηχητικά/sea skimmers βλήματα. Το ESSM θα έχει βάρος 281 κιλά («Μ» 230 κιλά), μήκος 3,64 μ. (3,66 μ.) και διάμετρο 21,6 εκ. (20,3 εκ.). Το RIM-7 PTC (κωδική ονομασία του ESSM) διατηρεί τον ψηφιακό MBC, τη μνήμη EEPROM και τη διαμόρφωση LAG του βλήματος RIM-7P. Οι κυριότερες διαφορές του ESSM με τις παλαιότερες εκδόσεις είναι η υιοθέτηση νέου κινητήρα (έναντι του Mk58 Mod 4) που θα προσδώσει τουλάχιστον διπλάσια ταχύτητα από αυτήν του RIM-7P.
Επίσης καταργούνται τα κυρίως πτερύγια του βλήματος και υιοθετείται νέο σύστημα ελέγχου ουραίων πτερυγίων που επιτρέπει την εκτέλεση ελιγμών φόρτισης 30-35 kg και την αντιμετώπιση βλημάτων με δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών φόρτισης 4g.
Το βλήμα διατηρεί την ημιενεργό καθοδήγηση των παλαιοτέρων εκδόσεων με την προσθήκη ζεύξης «S» μπάντας που επιτρέπει τη συνεργασία του με το σύστημα AEGIS. Πάντως δεν αποκλείεται μελλοντικά η υιοθέτηση νέου ερευνητή ημιενεργού καθοδήγησης με IR τερματική καθοδήγηση και πιο συγκεκριμένα ο ερευνητής MHIP.
Το σύστημα θα είναι συμβατό με το κάνιστρο Mk22 και τον εκτοξευτή Mk41. Ακόμη δεν έχει χρηματοδοτηθεί η δυνατότητα βολής και από τους Mk29 και Mk48.
OI ΕΚΤΟΞΕΥΤΕΣ
O πρώτος εκτοξευτής που χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με το βλήμα Sea Sparrow είναι όπως προαναφέραμε ο Mk25 που βασίζεται στον εκτοξευτή ASROC ο οποίος με τη σειρά του αποτελεί τροποποίηση του πύργου Μκ33 για πυροβόλο 3in/50 cal. Το βάρος του εκτοξευτή φθάνει τους 14,3 τόνους. Παρέχει τη δυνατότητα εκτόξευσης και των 8 βλημάτων σε χρόνο 16 sec (1 βλήμα ανά 2 sec). H ταχύτητα περιστροφής του πύργου φθάνει τις 30ο ανά sec και η ταχύτητα ανύψωσης τις 24 ανά sec.
H δυνατότητα ανύψωσης του συστήματος φθάνει τις +65ο/-15ο. O εκτοξευτής που συνδέθηκε με το σύστημα NATO Sea Sparrow είναι ο σημαντικά ελαφρύτερος Mk29 ο οποίος αναπτύχθηκε από την εταιρία Raytheon. Το βάρος του εκτοξευτή περιορίζεται στους 5,7 τόνους. Πρόκειται για 8πλό εκτοξευτή με εύθραυστες επιφάνειες στις άκρες κάθε «κελιού» εκτόξευσης. H φόρτωση των βλημάτων γίνεται χειροκίνητα.
O χρόνος εκτόξευσης παραμένει ο ίδιος με τον Mk25 και φθάνει το 1 βλήμα ανά 2 sec. Οι ταχύτητες περιστροφής του πύργου και ανύψωσης είναι σημαντικά βλετιωμένες και φθάνουν τις 40ο και 65ο ανά sec αντίστοιχα. H ανύψωση του συστήματος φθάνει τα +85ο/5ο. Πρόκειται για τον πιο διαδεδομένο εκτοξευτή του συστήματος NATO Sea Sparrow αν και η κατάσταση αναμένεται να μεταβληθεί σταδιακά με την έλευση των συστημάτων VLS τα οποία παρέχουν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον Mk29.
Το πρώτο σύστημα VLS παρουσίασε η εταιρία FMC και ήταν ο εκτοξευτής Mk41 ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές διαμορφώσεις (8-64 βλήματα) και έχει τη δυνατότητα να βάλλει ποικιλία βλημάτων. Μπορεί να φέρει το κάνιστρο Mk13 για βλήματα SM-2 Block II, Mk14 για βλήματα Tomahawk, Mk15 που σχεδιάστηκε αρχικά για βλήματα VL ASROC και τέλος το κάνιστρο Mk22 για βλήματα RIM-7.
0 συνήθης συνδυασμός βλημάτων περιλαμβάνει 61 βλήματα SM-2 ή 48 βλήματα SM-2 και 13 βλήματα Tomahawk. H έρευνα για VLS ξεκίνησε από την FMC το 1966. Το 1975 κέρδισε τον ανάλογο διαγωνισμό και το 1976 υπογράφηκαν τα συμβόλαια παραγωγής για τον Mk41. H παραγωγή του συστήματος ξεκίνησε το 1984. Πέρα από τη δυνατότητα του συστήματος για χρήση περισσοτέρων του ενός τύπου βλημάτων, το συνολικό βάρος του συστήματος φθάνει το 50% έναντι του προγενεστέρου Mk26 (αναλογικά με τον αριθμό βλημάτων). Ειδικά για τη διαμόρφωση για χρήση RIM-7, ο εκτοξευτής έχει βάρος 14,5 τόνους κενός και 24,4 τόνους με 8 κάνιστρα Mk22 και ίδιο αριθμό βλημάτων.
Το βάρος του κανίστρου Mk22 φθάνει τα 980 κιλά και με το βλήμα RIM-7 τον 1,2 τόνο. O ρυθμός βολής φθάνει το 1 βλήμα/sec. O εκτοξευτής διαθέτει μηχανισμό BITE (Build-In Test Equipment). O χρόνος MTBF (Mean Time Between Failure) φθάνει τις 1.653 ώρες και ο χρόνος MTTR (Mean Time To Repair) τις 1,2 ώρες. O κεντρικός έλεγχος (Launch Control Unit) παρέχει τη διασύνδεση του συστήματος Ελέγχου όπλων του σκάφους και του εκτοξευτή. Για υψηλότερη ανθεκτικότητα του εκτοξευτή και απορρόφηση βλημάτων αυτός διαθέτει πρόσθετη θωράκιση 1,9 cm από ατσάλι τύπου HY0-80.
Μια ποικιλία διαμορφώσεων έχει υιοθετηθεί από το Αμερικανικό Ναυτικό: Mk41 Mod 0 29 βλημάτων και Mk41 Mod 1 61 βλημάτων για την κλάση Arleigh Burke (Mk41 Mod 2 από το σκάφος DDG-59), 2 Mk41 Mod 0 των 61 θέσεων για την κλάση «Τiconderoga» κ.ά. Επίσης ο εκτοξευτής έχει υιοθετηθεί και από ναυτικά άλλων χωρών όπως: Mk41 Mod 2 των 29 θέσεων για την κλάση Tribal και 2 μονάδες των 8 θέσεων για τις τουρκικές φρεγάτες κλάσης MEKO-200TIIB (πιθανότατα Mod 2).
Το 1980 η εταιρία Raytheon παρουσίασε το σύστημα VLS Mk48 το οποίο ήταν το πρώτο VLS συμβατό με το βλήμα Sea Sparrow. Τα πλεονεκτήματα των συστημάτων είναι σημαντικά: το σπουδαιότερο από αυτά είναι η παροχή κάλυψης 360o. Το σύστημα VLS διαθέτει διπλάσιο αριθμό βλημάτων έτοιμων για βολή (16 έναντι 8) και σε κορεσμένο περιβάλλον η επιβιωσιμότητα του πλοίου επιφανείας είναι σαφώς υψηλότερη. Το κόστος του συστήματος Mk48 φθάνει μόλις το 70% του Mk29.
Το σύστημα Mk48 προσφέρεται σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις: Mod 0 με διπλά κάνιστρα και κατακόρυφη έξοδο αερίων εκτόξευσης, Mod 1 επίσης με διπλά κάνιστρα και με έξοδο αερίων παραπλεύρως και την έκδοση Mod 2 με 16 μονά κάνιστρα σε 4 σειρές και κατακόρυφη έξοδο αερίων. Το σύστημα αποτελείται από τρία μέρη:
α) τη συσκευή ελέγχου εκτόξευσης MLC (Missile Launch Controller) η οποία δέχεται τα δεδομένα ιχνηλάτησης και ελέγχει τη διαδικασία «προθέρμανσης» και τον έλεγχο/σειρών διαδικασιών εκτόξευσης του συστήματος FCS (Fire Control System). Κάθε τέτοιος controller μπορεί να συνεργαστεί με δύο μονάδες FCS. H συσκευή μεταβιβάζει επίσης τα δεδομένα βολής του στόχου στο βλήμα.
β) τη μονάδα διασύνδεσης μεταξύ των συσκευών MLC και 4 βλημάτων που βρίσκονται μέσα στα κάνιστρά τους.
γ) τον εκτοξευτή. Κάθε διπλό κάνιστρο έχει βάρος 1,8 τόνους και ένα πλήρες σύστημα 16 κανίστρων με βλήματα έχει βάρος 15,6 τόνους. O ρυθμός βολής φθάνει το 1 βλήμα/2 sec. H κλίση του βλήματος προς το στόχο ξεκινά 0,7o/sec μετά την εκτόξευση, ενώ το μέγιστο ύψος που θα φθάσει το βλήμα όταν αντιμετωπίζει χαμηλά ιπτάμενους στόχους περιορίζεται κάτω από τα 200 πόδια
Το σύστημα έχει ήδη υιοθετηθεί σε διάφορες κλάσεις: Kare I Doormao (modi), Meko200HN (Mod 2), Halifax (mod 0).
TA ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ
Συνολικά έχουν χρησιμοποιηθεί τρία τουλάχιστον συστήματα ελέγχου πυρός για το βλήμα Sea Sparrow με κάποιες παραλλαγές. Το πρώτο σύστημα που υιοθετήθηκε και αποτελεί στάνταρ του Αμερικανικού Ναυτικού είναι το Mk91.
Αναπτύχθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με επικεφαλής την εταιρία Raytheon και με τη συμμετοχή ευρωπαϊκών εταιριών. Το σύστημα αποτελείται από δύο κεραίες (μία για λήψη και μία για εκπομπή) διαμέτρου 93 cm.
Τα στοιχεία μεταδίδονται από το ραντάρ έρευνας αυτόματα και ακολουθεί αυτόματη ιχνηλάτηση και καταύγαση του στόχου από το σύστημα Mk91. H ευρεία δέσμη του ραντάρ εφοδιάζει το βλήμα με τα στοιχεία του στόχου και το βλήμα με ανάλογη καθοδήγηση κατευθύνεται προς αυτόν χωρίς να είναι απαραίτητο να ακολουθήσει το απευθείας μονοπάτι προς το στόχο όπως στο σύστημα Mk115.
Τα δεδομένα έρευνας και ιχνηλάτησης της συσκευής λήψης παρουσιάζονται στην κονσόλα Mk83 Mod 0. H συσκευή εκπομπής Mk73 Mod 0 είναι μία παραβολική κεραία που παρέχει ιχνηλάτηση και καταύγαση για εναέριους και επίγειους στόχους και χρησιμοποιεί τεχνικές ECCM. Το σύστημα προσφέρεται σε δύο εκδόσεις: Mod 0 (με μία μονάδα κατεύθυνσης) και Mod 1 (με δύο μονάδες κατεύθυνσης).
Υπάρχει επίσης δυνατότητα καθοδήγησης μέσω τηλεοπτικής κάμερας που διαθέτει το σύστημα. Λόγω της απαιτούμενης ακρίβειας το σύστημα λειτουργεί σε υψηλή συχνότητα (μπάντα I/J). Εκτός από το Ναυτικό των ΗΠΑ το σύστημα χρησιμοποιείται και από τα Ναυτικά των ακολούθων χωρών: Δανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Νορβηγία.
Ένα δεύτερο σύστημα που αναπτύχθηκε είναι η λεγόμενη «Ολλανδική» διαμόρφωση. Αυτή περιλαμβάνει το ραντάρ ένδειξης στόχων WM-25 και το ραντάρ φωτισμού STIR 1.8. Έχει υιοθετηθεί από 6 ναυτικά του NATO μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το Ελληνικό και το Τουρκικό. Και τα δύο μέρη του συστήματος αναπτύχθηκαν και κατασκευάστηκαν από την ολλανδική εταιρία Signaal. Το σύστημα WM-25 αποτελείται από δύο κεραίες που βρίσκονται στον ίδιο θόλο ώστε να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες. O θόλος έχει διάμετρο 2,39 μ. και ύψος 3,26 μ. H μία κεραία του συστήματος είναι το ραντάρ έρευνας και η δεύτερη το ραντάρ ιχνηλάτησης.
H χρησιμοποιούμενη συχνότητα είναι η «Ι/J» με αποτέλεσμα η εμβέλεια του συστήματος να περιορίζεται στα 45 χιλιόμετρα για στόχους 1 τετραγωνικού μέτρου. Το σύστημα παρέχει δυνατότητες αυτόματης ιχνηλάτησης, απόρριψης clutter και ανθεκτικότητα στα ηλεκτρονικά αντίμετρα. Έχει σχεδιαστεί ώστε να έχει ικανοποιητική απόδοση στα χαμηλά ύψη. Το βάρος του συστήματος φθάνει τα 780 κιλά και η μέγιστη ισχύς τα 1000 kW. Επίσης διαθέτει δύο κανάλια ιχνηλάτησης στόχων για πυροβόλα.
Έχουν κατασκευαστεί περισσότερα από 300 συστήματα και υπηρετεί σε 14 Ναυτικά. Στην οικογένεια WM βασίστηκε το αμερικανικό σύστημα Mk92. Το ραντάρ καταύγασης STIR (Signaal’s Tracking and Illumination Radar) εκτελεί αυτόματο εγκλωβισμό ιχνηλάτησης και φωτίζει το στόχο με το βλήμα με καθοδήγηση CW. Το σύστημα λειτουργεί σε δύο συχνότητες: I (8-10 GHz), K (20-40 GHz). Ειδικότερα η δεύτερη παρέχει υψηλή ακρίβεια για την αντιμετώπιση βλημάτων sea skimmers. Το εύρος της δέσμης της I είναι 1,4 και της K 0,3. Στη διαμόρφωση ιχνηλάτησης στην πρώτη επιτυγχάνεται μέγιστη εμβέλεια 72 χιλιόμετρα και στη δεύτερη 17 χιλιόμετρα.
H διάμετρος της κεραίας φθάνει τα 1,8 μ. Οι δυνατότητες ανύψωσης κυμαίνονται μεταξύ -30ο/+100ο, η ταχύτητα περιστροφής τις 170ο/sec και η ταχύτητα ανύψωσης τις 115ο/sec. H μέγιστη ισχύς του συστήματος φθάνει τα 200 KW στην μπάντα I και τα 40KW στην μπάντα K. Με πιθανότητα εγκλωβισμού του στόχου να φθάνει το 90% οι δυνατές εμβέλειες φθάνουν τα: 39+ χιλιόμετρα για στόχο επιφανείας 0,5 μ., 32+ χιλιόμετρα για στόχο 0,1 μ. Το βάρος του συστήματος φθάνει τα 1.700 kg. Το σύστημα διαθέτει και τηλεοπτική κάμερα, ενώ σαν «οψιόν» προσφέρεται και συσκευή υπερύθρων «ΙR».
0 συνδυασμός WM-25/STIR χρησιμοποιείται στις ελληνικές Kortenaer και τις τουρκικές MEKO-200TN. Μία παραλλαγή αυτής της διαμόρφωσης χρησιμοποιείται στις MEKO-200HN. Σαν ραντάρ ένδειξης στόχων χρησιμοποιείται το MW-08 στη θέση του WM-25. Πρόκειται για 3D ραντάρ μικρής εμβέλειας, μέγιστης ισχύος 50KW που κατασκευάζεται επίσης από την εταιρία Signaal. Λειτουργεί στη συχνότητα G (4-6 GHz) και παρέχει ημισφαιρική κάλυψη σε μία μόνο σάρωση.
Παρέχει υψηλές δυνατότητες τόσο σε χαμηλά όσο και σε μεγαλύτερα ύψη, ανθεκτικότητα στα ECM και απόρριψη clutter. Με πιθανότητα εντοπισμού 50% σε μία σάρωση επιτυγχάνει εμβέλεια: 27 χιλιόμετρα για στόχο επιφανείας 0,1 μ, 46 χιλιόμετρα για στόχο 1 μ και 55 χιλιόμετρα για στόχο 2 μ2. Παρέχει ακρίβεια διόπτευσης 0,25 ακτίνας 30 μ. και ανύψωσης 12. Έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης 160 εναερίων στόχων και 40 στόχων επιφανείας. H κάλυψη ανύψωσης φθάνει τις 0ο-70ο και η ταχύτητα περιστροφής τα 28 rpm.
Το σύστημα έχει δυνατότητα κλίσης ±29ο και ±17ο ως προς τον εγκάρσιο και διαμήκη άξονα αντίστοιχα. Το ραντάρ MW-08 σε συνδυασμό με το ραντάρ ιχνηλάτησης/φωτισμού STING E/O υιοθετήθηκε και από το Τουρκικό Ναυτικό για τις πυραυλακάτους 11, 12, 13. Ένα τρίτο σύστημα καθοδήγησης δημιουργήθηκε μετά από απαίτηση του Τουρκικού Ναυτικού για ενσωμάτωση του Sea Sparrow στο υπάρχον σύστημα καθοδήγησης για τα Seaguard CIWS.
Μία τέτοια ενσωμάτωση έχει ήδη προηγηθεί από την ίδια εταιρία, του βλήματος RIM-7M στο σύστημα Skyguard. Έτσι στις τουρκικές φρεγάτες MEKO-200TIIA και TIIB έχει υιοθετηθεί μία εντελώς νέα διαμόρφωση. Στην κλάση IIA το ραντάρ WM-25 έχει αντικατασταθεί από το ραντάρ AWS-6 το οποίο λειτουργούσε αποκλειστικά σαν ραντάρ ένδειξης στόχων για τα συστήματα CIWS. Πρόκειται για 3D ραντάρ που κατασκευάζει η εταιρία Siemens.
H λειτουργία είναι στην μπάντα G (4-6 GHz) και παρέχει διαμορφώσεις έρευνας μικρής/μέσης εμβέλειας και ένδειξη στόχων. Στη διαμόρφωση της έρευνας παρέχει μέγιστη εμβέλεια 110 χιλιόμετρα (αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας) και 60 χιλιόμετρα για τη διαμόρφωση ένδειξης στόχων.
H τυπική του εμβέλεια για ένα μαχητικό αεροσκάφος φθάνει τα 55 χιλιόμετρα. H ταχύτητα περιστροφής ποικίλλει (ανάλογα με την εκτελούμενη λειτουργία) από 10 έως 60 rpm. Το ραντάρ ανατροφοδοτεί την κονσόλα ελέγχου με νέα δεδομένα κάθε 2 sec. O αριθμός των ιχνηλατούμενων στόχων φθάνει τους 250.
Το σύστημα έχει συνολικό βάρος 530 κιλά. Παρέχει κλίσεις ±25ο και ±10ο ως προς τον εγκάρσιο και διαμήκη άξονα αντίστοιχα. Το λογισμικό του συστήματος έχει γραφεί σε γλώσσα Ada. Στην ίδια κλάση έχει αντικατασταθεί η μία συσκευή φωτισμού στόχου με την ανάλογη μονάδα TMX του Seaguard. H μονάδα μπορεί εναλλακτικά να καθοδηγήσει και βλήματα επιφανείας-αέρος με την προσθήκη δεύτερου δέκτη ραντάρ και κατακαυστήρα CW. H λειτουργία του συστήματος γίνεται στις συχνότητες I/J.
Περιλαμβάνει επίσης συσκευή FLIR η οποία λειτουργεί στο φάσμα 8-12μs και αποστασιόμετρο laser που λειτουργεί σε μήκος κύματος 1.0μs. Εναλλακτικά είναι δυνατή η αντικατάσταση της συσκευής FLIR με τηλεοπτική κάμερα. H χρήση E/O μέσων και εναλλακτικών μέσων προσδίδει στο σύστημα ισχυρή αντίσταση στα ηλεκτρονικά αντίμετρα. Με το σκεπτικό αυτό άλλωστε η Signaal ανέπτυξε το σύστημα Sting. To TMX παρέχει δυνατότητες ανύψωσης -35ο/+120ο.
Στην κλάση IIB παρουσιάζεται μία ακόμη διαφορετική διαμόρφωση. H συσκευή TMX έχει απομακρυνθεί και στη θέση της έχει επανέλθει το STIR 1.8. Σαν ραντάρ ένδειξης στόχων έχει υιοθετηθεί το AWS-9 (TYPE 996) το οποίο αναλαμβάνει το διπλό στόχο του κυρίως ραντάρ έρευνας αέρος και ταυτόχρονα το ρόλο της ένδειξης στόχων. O συνδυασμός αυτός παρέχει μειωμένους χρόνους αντίδρασης του συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας του πλοίου. Παρά το ότι η λειτουργία του ραντάρ αναφέρεται στις συχνότητες E/F (δηλαδή σε χαμηλές συχνότητες) η εταιρία επιβεβαιώνει τις δυνατότητες παροχής δεδομένων στόχου στα FCS, κάτι που είναι μάλλον παράδοξο για ένα 3D ραντάρ μεγάλης εμβέλειας που λειτουργεί σε χαμηλές συχνότητες.
Το σύστημα είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στα ηλεκτρονικά αντίμετρα και έχει αυξημένες δυνατότητες απόρριψης clutter. Συνολικά έχουν κατασκευαστεί περισσότερα από 9.000 βλήματα Sea Sparrow. Από αυτά τα 500 έχουν κατασκευαστεί για λογαριασμό Ναυτικών του εξωτερικού.
Τα υπάρχοντα συστήματα θα παραμείνουν σε υπηρεσία και στον επόμενο αιώνα καθώς οι επιδόσεις στον αντιαεροπορικό αγώνα παραμένουν ικανοποιητικές. Νέες απειλές εμφανίζονται με βλήματα επιφανείας-επιφανείας τα οποία είναι υπερηχητικά με δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών φόρτισης αρκετών g. To ANS, προϊόν γαλλογερμανικής συνεργασίας θα έχει τη δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών 10g. Ήδη στην αγορά προσφέρονται υπερηχητικά βλήματα όπως το ρωσικό SS-N-22. Στο μελλοντικό πεδίο ναυτικού πολέμου οι ταχύτητες δεν αποκλείεται να πλησιάζουν τα 5-6 Mach.
O Sea Sparrow με τη μορφή του ESSM θα παραμείνει σε υπηρεσία για πολλά ακόμη χρόνια αφού σχεδιάστηκε για να μπορεί να αντιμετωπίζει τις νέες απειλές. Δεν αποκλείεται μάλιστα να είναι το βλήμα που θα αντικαταστήσει τα βλήματα Standard. Στα μελλοντικά σχέδια περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός μιας νέας έκδοσης: Long Ship Defence Missile (LSDM) με διπλάσια εμβέλεια από αυτήν του ESSM και ταχύτητα 3 Mach. H ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό είναι πολύ σημαντική καθώς θα δώσει τη δυνατότητα σε μία σειρά απο ελληνικές εταιρίες να έχουν πρόσβαση σε ένα πρόγραμμα αιχμής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μία χώρα που καλείται να υπερασπίσει ένα πέλαγος όπως το Αιγαίο.
Απαραίτητη προϋπόθεση η ολοκλήρωση του νέου βλήματος στους εκτοξευτές Mk29 και Mk48 που θα εξοπλίζουν τον κορμό του Π.Ν. για τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα οι τουρκικές MEKO-200TIIB έχουν τη δυνατότητα για άμεση υιοθέτηση του νέου βλήματος στους εκτοξευτές Μκ41.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρώτη δημοσίευση Τεύχος ΠΤΗΣΗ 130, Δεκέμβριος 1995