Πρόσφατη δημοσίευση στην ιστοσελίδα Indian Defence Research Wing αποκάλυψε την διαμάχη ανάμεσα στην Ινδία και τη γαλλική Dassault Aviation, σχετικά με την πρόσβαση στον πηγαίο κώδικα των μαχητικών Rafale που έχει προμηθευθεί η Ινδική Αεροπορία.
Πρόκειται για αναφορά που υπογραμμίζει την πολιτική της Γαλλίας να κρατά “κλειστά” τα τεχνολογικά της μυστικά. Και η μέχρι τώρα άρνηση της Γαλλίας να παραχωρήσει πλήρη πρόσβαση στον πηγαίο κώδικα του Rafale εμπόδιζε την Ινδία να ενσωματώσει εγχώρια όπλα, όπως τον πύραυλο άερος-αέρος Astra και τον αντιράνταρ Rudram.
Η στάση της Γαλλίας να διατηρεί τον πλήρη έλεγχο δεν είναι κάτι καινούργιο. Η χώρα έχει ιστορικά αποφύγει την εύκολη ενσωμάτωση όπλων από τρίτους στα αεροσκάφη και τα πλοία της. Η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρόκλησης. Τα ελληνικά Mirage F.1, που εισήλθαν σε υπηρεσία τη δεκαετία του 1970, χρησιμοποιούσαν για πολλά χρόνια τους αμερικανικούς πυραύλους AIM-9 Sidewinder, αλλά η ενσωμάτωσή τους έγινε με μια ελληνική “πατέντα”. Το Mirage F.1 όμως ήταν αεροσκάφος δεύτερης γενιάς, οπότε η τότε τεχνολογία επέτρεπε -μέχρι κάποιο σημείο- αυτοσχέδιες λύσεις.
Αργότερα, τα Mirage 2000, τρίτης γενιάς, είχαν αποκλειστικά γαλλικούς πυραύλους Magic 2 σε ελληνική υπηρεσία (αργότερα και Matra Super 530). Αυτό δημιούργησε προβλήματα υποστήριξης για την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, καθώς σε περίοδο πολέμου έπρεπε να διατηρεί αποθέματα τόσο των AIM-9 (για τα υπόλοιπα αεροσκάφη της, όπως τα F-16) όσο και των Magic 2 σε πολλά αεροδρόμια, ώστε να εξυπηρετούνται και οι δύο τύποι μαχητικών σε διασπορά.
Η ινδική επιδίωξη αμυντικής αυτονομίας
Η Ινδία αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις με τα Rafale, αλλά η στάση της είναι πιο αποφασιστική. Η εκεί Πολεμική Αεροπορία και το Ναυτικό επιθυμούν να ενσωματώσουν εγχώρια όπλα, όπως ο πύραυλος Astra με εμβέλεια από 110 χλμ. έως 300 (!) ανάλογα την έκδοση του, καθώς και τον Rudram των 200 χιλιομέτρων εμβελείας. Όπλα που αναπτύχθηκαν από τον τοπικό Οργανισμό Αμυντικής Έρευνας και Ανάπτυξης (DRDO) και μεγάλες αεροδιαστημικές βιομηχανίες, όπως η Adani και η Bharat.
Η Ινδία έχει πάντως βρει κάποιες εναλλακτικές λύσεις όπως αποδεικνύεται από την επιτυχημένη χρήση ισραηλινών βομβών αέρος-εδάφους Spice, σε παλαιότερες πλατφόρμες όπως το Mirage 2000. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ενσωμάτωση έγινε με τη χρήση τάμπλετ στο πιλοτήριο, το οποίο παρείχε στοιχεία στο όπλο, χρησιμοποιώντας συνδέσεις Bluetooth/Wi-Fi. Αν και αυτή η μέθοδος αποδείχθηκε αποτελεσματική, δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για ένα σύγχρονο μαχητικό όπως το Rafale, το οποίο βασίζεται σε πολύπλοκα ηλεκτρονικά. Η IAF διαθέτει σήμερα 36 Rafale F3, ενώ το Ναυτικό αναμένεται να παραλάβει 26 Rafale M έως το 2027, από την πολύ πρόσφατη συμφωνία αξίας $7,4 δις.
H ινδική απαίτηση έχει διπλό χαρακτήρα, καθώς η χρήση εγχώριων όπλων στα μαχητικά της, θα μειώσει το κόστος προμήθειας αλλά και θα αυξήσει τη διαλειτουργικότητα, επιτρέποντας κοινό οπλοστάσιο (όσο γίνεται) μεταξύ των Rafale, των Mirage, των Su-30 και των εγχώριων ελαφριών μαχητικών Tejas. Ευρύτερα όμως, η Ινδία έχει θέσει στρατηγικό στόχο την αμυντική αυτονομία, μέσω ανάπτυξης της εγχώριας βιομηχανίας της -με σύνθημα το “Make in India”- που ήδη είναι ιδιαίτερα δυναμική. Οπότε είναι απαραίτητο να ζητά την παροχή τεχνογνωσίας και την πρόσβαση στο “εσωτερικό” των ξένων συστημάτων, αμερικανικών, γαλλικών, ρωσικών κ.α., που αγοράζει σε υπέρογκες τιμές.
Να σημειώσουμε πως η Ινδία είχε αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα μεταφοράς τεχνολογίας και με τα ρωσικής σχεδίασης μαχητικά που χρησιμοποιεί κατά κόρον, δηλαδή τα MiG-29 και τα Su-30 (πλέον κάνει και εγχώρια παραγωγή τους), οπότε και εκεί είχε εξάρτηση από την Μόσχα. Έτσι πλέον, αν και έχει βρει λύσεις ενσωμάτωσης όπλων σε αυτά (με συνεργασία της Ρωσίας), έχοντας “μάθει από το πάθημα”, απαιτεί στις νέες αγορές της σημαντική τεχνολογική υποστήριξη και πρόσβαση σε κρίσιμα συστήματα.

Οι εύλογες ανησυχίες της Γαλλίας
Από την πλευρά τους, η Dassault Aviation και η Thales διαφυλάσσουν τον πηγαίο κώδικα του Rafale και του ραντάρ του, ως κρίσιμη πνευματική ιδιοκτησία, που αναπτύχθηκε μετά από δεκαετίες έρευνας και μεγάλων επενδύσεων. Η Γαλλία ανησυχεί ότι η παραχώρησή του στην Ινδία θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαρροές προς τρίτες χώρες, όπως η Κίνα ή η Ρωσία, δεδομένων των πολύπλοκων γεωπολιτικών σχέσεων του Νέου Δελχί αλλά και των δικτύων κατασκοπείας.
Ένα ακόμη σημείο ανησυχίας είναι η πιθανή απώλεια αγοράς για τα γαλλικά όπλα. Το Rafale εξοπλίζεται με πυραύλους MICA και Meteor της MBDA, αλλά π.χ. ο ινδικός Astra, με χαμηλότερο κόστος και αξιόλογες επιδόσεις, θα μπορούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον άλλων χειριστών του Rafale, όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, εφόσον βρεθεί λύση ενσωμάτωσης του. Και βέβαια το Παρίσι προβληματίζεται ότι η πιθανή παραχώρηση του κώδικα στην Ινδία θα δημιουργήσει προηγούμενο, ενθαρρύνοντας και άλλους πελάτες να ζητήσουν παρόμοια πρόσβαση, περιπλέκοντας τη διαχείριση των εξαγωγών της και την ασφάλεια των συστημάτων της.
Μια πιθανή λύση θα ήταν η παροχή συγκεκριμένων κιτ ανάπτυξης λογισμικού (SDKs), που θα επέτρεπαν στην Ινδία να ενσωματώνει τα όπλα της χωρίς να αποκτά πλήρη πρόσβαση στον κώδικα. Εναλλακτικά, η Γαλλία θα μπορούσε να προσφέρει μια περιορισμένη άδεια χρήσης του, με αυστηρούς όρους που να προστατεύουν την πνευματική της ιδιοκτησία.
Η Dassault πάντως έχει ήδη δείξει προθυμία να συνεργαστεί, καθώς έχει συμφωνήσει να βοηθήσει στην ενσωμάτωση ινδικών όπλων, αν και χωρίς να παραχωρεί κρίσιμο κώδικα. Ωστόσο, η Ινδία θεωρεί αυτή την προσέγγιση ανεπαρκή και δαπανηρή, καθώς απαιτεί συνεχή συνεργασία με τη Dassault για κάθε αλλαγή.
Παρά τις τριβές, η συνεργασία Ινδίας-Γαλλίας παραμένει ισχυρή, όπου το Παρίσι βλέπει στο Νέο Δελχί τον βασικό εταίρο του στον Ινδο-Ειρηνικό για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιρροής. Ακόμη, η Dassault θα προχωρήσει σε δημιουργία γραμμής υποστήριξης στην Ινδία, κάτι που θα μπορούσε να ενισχύσει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η επίλυση του ζητήματος του πηγαίου κώδικα είναι κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία της συνεργασίας.
Γενικότερα, η συγκεκριμένη “διαμάχη” είναι από τα πιο σύνθετα προβλήματα στο χώρο της άμυνας. Όπου κάθε χώρα-μεγάλος πελάτης, κάνοντας επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε νέα συστήματα, απαιτεί και μεταφορά τεχνολογίας και χρήση δικών του δημιουργημάτων, είτε αυτά είναι όπλα, είτε δίκτυα, αισθητήρες κ.ο.κ. (δυστυχώς η χώρα μας εδώ έχει παρελθόν… πολύ φτωχών επιδόσεων). Το τι πετυχαίνει καθένας να αποσπάσει εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από το ύψος της παραγγελίας, την ανάγκη του κατασκευαστή, τις γεωπολιτικές σχέσεις των χωρών που αναμιγνύονται, τη δυνατότητα συμπαραγωγής και στρατηγικής συνεργασίας, την κοινή δράση εντός π.χ. μιας συμμαχίας ή συσπείρωσης, τους φόβους διαρροής, το κρίσιμο τελικά των απορρήτων στοιχείων και την δυνατότητα τους να αποδεσμευτούν. Κάποιοι κατασκευαστές εμφανίζονται πιο ευέλικτοι, άλλοι είναι “κάθετοι” στο τι παραχωρούν και τι όχι, ενώ η τελική απόφαση σαφώς έχει κυβερνητική ανάμιξη.