Το πρωτότυπο του βαρέως βομβαρδιστικού Consolidated B-24 Liberator πραγματοποιεί την παρθενική του πτήση.
Το αεροσκάφος σχεδιάστηκε για να υπερβεί τις επιδόσεις και ικανότητες του εξαιρετικά επιτυχημένου “ξαδέλφου” του, Β-17 Flying Fortress. Ο σχεδιασμός του ξεκίνησε μέσα στο 1938 και ο στόχος ήταν ένα αεροσκάφος που θα ξεπερνούσε το Β-17 σε εμβέλεια, ταχύτητα και μεταφερόμενο φορτίο όπλων. Η σχεδίαση προήλθε από την απαίτηση του Αεροπορικού Σώματος του Στρατού των ΗΠΑ (USAAF, προδρόμου της Αμερικανικής Αεροπορίας) που προσέγγισε την εταιρεία Consolidated ζητώντας της να εγκαταστήσει μια γραμμή παραγωγής του Β-17 της Boeing στις εγκαταστάσεις της, τυπική διαδικασία εκείνα τα πρώτα χρόνια του πολέμου για να αυξηθεί η παραγωγή ενός επιτυχημένου οπλικού συστήματος. Οι διευθυντές και αρχιμηχανικοί της Consolidated επισκέφθηκαν το εργοστάσιο της Boeing για να εξετάσουν την γραμμή παραγωγής και επιστρέφοντας συμφώνησαν να αποδείξουν στο Αεροπορικό Σώμα πως μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο.
Χρησιμοποιώντας μια μεγάλη πτέρυγα του σχεδιστή David R. Davis, το αεροσκάφος θα αποκτούσε εξαιρετικές επιδόσεις άνωσης και οικονομίας καυσίμου που μεταφράζονταν σε μεγάλη ακτίνα δράσης, πολύ μεγαλύτερη από οποιοδήποτε αεροσκάφος ως τότε σε υπηρεσία. Οι σχεδιαστές εκμεταλλεύτηκαν το διπλό ουραίο που χρησιμοποιούσε η αεράκατος Consolidated Model 31 και μια νέας σχεδίασης ευμεγέθη άτρακτο. Από τη στιγμή που το ζητούμενο ήταν να αυξηθεί κατακόρυφα το μεταφερόμενο φορτίο, ολόκληρη η άτρακτος “χτίστηκε” γύρω από δύο μεγάλες αποθήκες βομβών, καθεμιά από τις οποίες είχε τον όγκο του χώρου βομβών ενός Β-17.
Το 1939 το πρωτότυπο του XB-24 πέταξε στον ουρανό επιτυγχάνοντας επιδόσεις πρωτόγνωρες για την εποχή, ιδίως στους τομείς της εμβέλειας και του όγκου των βομβών που μπορούσε να μεταφέρει. Το σχέδιο του Β-24 δεν ήταν τόσο “κομψό” όσο του Flying Fortress κερδίζοντας μάλιστα το ελάχιστα κολακευτικό παρατσούκλι “ιπτάμενο βαγόνι”. Όμως η ακτίνα δράσης που ξεπερνούσε τα 1.700 μίλια και η ταχύτητα που έφτανε τα 290 μίλια την ώρα ήταν αρκετά για να κλείσουν γρήγορα όλα τα στόματα. Το ίδιο και για το φορτίο των 2.268 κιλών βομβών που μπορούσε να μεταφέρει σε αυτές τις αποστάσεις.
Το Β-24 ξεκίνησε να παράγεται μαζικά το 1941 και έφτασε στη Βρετανία, όπου έλαβε το όνομα “Liberator” (Ελευθερωτής) αναλαμβάνοντας άμεσα καθήκοντα περιπολίας πάνω από τον Ατλαντικό χάρη στην εμβέλειά του. Σύντομα, τα Β-24 κέρδισαν πολλούς πόντους εναντίον των γερμανικών U-boots εξασφαλίζοντας την κρίσιμη αρτηρία μεταφοράς πρώτων υλών και πολεμικού υλικού από τη Βόρεια Αμερική.
Το Β-24 θα δώσει το “παρών” σε όλα σχεδόν τα πεδία μαχών του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, από τη Βόρειο Αφρική ως τη Βιρμανία, τον Ινδικό Ωκεανό, την Ιαπωνία, τον Ατλαντικό και φυσικά την Ευρώπη, όπου θα καταφέρει σκληρά χτυπήματα βαθιά στο έδαφος του αντιπάλου, είτε επρόκειτο για πετρελαιοπηγές στη Ρουμανία, είτε για εργοστάσια στη Γερμανία, παράδοση εφοδίων στους Ελεύθερους Γάλλους ή “μαλάκωμα” των αντιστάσεων σε αποστάσεις πολύ πίσω από τις ακτές της Νορμανδίας.
Συνολικά 18.482 αεροσκάφη θα κατασκευαστούν σε διάφορες εκδόσεις υπηρετώντας και με τα χρώματα της RAF, της Αυστραλίας, της Νοτίου Αφρικής, της ΕΣΣΔ και της Κίνας ενώ σε μια σπάνια περίπτωση, ένα αεροσκάφος αιχμαλωτίστηκε από την δύναμη ειδικών επιχειρήσεων της Luftwaffe, Kampfgeschwader 200, στο Ιταλικό μέτωπο και χρησιμοποιήθηκε σε αποστολές διείσδυσης εναντίον βρετανικών σχηματισμών βομβαρδιστικών πριν καταρριφθεί από γερμανικά πυρά.
Τμήματα του αεροσκάφους θα μελετηθούν από τα εργαστήρια των Γερμανών βοηθώντας στην ανάπτυξη νέων αεροσκαφών ενώ το σύστημα προσγείωσης από “Liberators” που είχαν καταπέσει ενσωματώθηκε σε πειραματικά σχέδια, όπως του πρωτοτύπου Junkers Ju 287. Μετά τον πόλεμο, αεροσκάφη του τύπου θα αξιοποιηθούν ως μεταφορικά από αεροπορικές εταιρίες ενώ το σχέδιο θεωρείται κομβικό για την ανάπτυξη τόσο του Boeing B-29 Superfortress όσο και των Consolidated B-32 και Β-36.