Πραγματοποιεί την πρώτη του πτήση το «προηγμένο μονοπλάνο μαχητικό» Spitfire της Supermarine Aviation Works Ltd. (μετέπειτα Vickers) κατά την ανακοίνωση.
Η σχεδίαση του αεροσκάφους που θα γίνει ένα από τα πιο εμβληματικά όπλα του κατοπινού πολέμου ξεκίνησε το 1934, από τον σχεδιαστή Reginald Mitchell κατόπιν της ανακοίνωσης F7/30 του Υπουργείου Αεροπορίας που προωθούσε πλέον σχέδια νέας τεχνολογίας. Η απαίτηση του υπουργείου καλούσε για ένα μονοπλάνο αεροσκάφος δίωξης υψηλών επιδόσεων οπλισμένο με όχι λιγότερα από οκτώ πολυβόλα των 0,303 in. (7,7 mm) και ο Mitchell ανταποκρίθηκε αμέσως βασιζόμενος σε επιτυχημένα σχέδια που είχε αναπτύξει από τη δεκαετία του 1920 για μονοκινητήρια αγωνιστικά υδροπλάνα.
Ένα από αυτά τα σχέδια, το Supermarine SB.6 αποτέλεσε τη βάση για το νέο μαχητικό αεροσκάφος. Το SB6 είχε κατορθώσει να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας στη διοργάνωση του Schneider Trophy το 1929 φτάνοντας την ταχύτητα των 574 χλμ/ώρα. Στις 5 Μαρτίου 1935, το πρωτότυπο K5054 του Spitfire πέταξε για πρώτη φορά “φορώντας” έναν υδρόψυκτο 12-κύλινδρο κινητήρα Rolls-Royce PV-12 ισχύος 1.000 περίπου ίππων. Επιδεικνύοντας κατά γενική ομολογία εξαιρετικά πτητικά χαρακτηριστικά και επιδόσεις, το αεροσκάφος κέρδισε τον διαγωνισμό και άρχισε να παραδίδεται στην R.A.F. το καλοκαίρι του 1938. Δυστυχώς, ο δημιουργός του είχε ήδη χάσει τη μάχη με τον καρκίνο που τον ταλαιπωρούσε από το 1933 και από το 1937 το ρόλο του ανέλαβε ο σχεδιαστής Joseph (Joe) Smith.
Το σχέδιο του Spitfire είχε τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να εξελιχθεί σε βάθος χρόνου. Εγκαταλείποντας το ξύλο και το πανί, η άτρακτος του αεροσκάφους ήταν επιστρωμένη με φύλλα αλουμινίου ενώ η ελλειπτική του πτέρυγα με το μικρό πάχος σε συνδυασμό με τον νέο κινητήρα Merlin υπερσυμπίεσης δύο σταδίων του απέδωσε μοναδικές επιδόσεις ξεπερνώντας το λίγο παλιότερο Hurricane. Το 1940, η έναρξη της Μάχης της Βρετανίας βρήκε το Spitfire με κινητήρα Merlin ισχύος 1.030 ίππων που του απέδιδαν μέγιστη ταχύτητα 580 χλμ./ώρα και επιχειρησιακή οροφή 34.000 ποδών ξεπερνώντας τον κύριο αντίπαλό του, το γερμανικό Messerschmit Bf.109 έχοντας το σαφές πλεονέκτημα ειδικά σε ύψη άνω των 15.000 ποδών. Ταχύτερο από τον αντίπαλό του και εξίσου ευέλικτο το Spitfire θα “έπαιρνε την ουρά” σε κάθε σχεδόν περίπτωση. Η υπεροχή αυτή γέννησε τον θρύλο του Spitfire που έγινε αγαπητό σε φίλους και τρομερό στους εχθρούς, ενώ έκανε την Διοίκηση Καταδιωκτικών να στέλνει κατά κανόνα τα Spitfire κατά των καταδιωκτικών και τα πολυαριθμότερα Hurricane εναντίον των βομβαρδιστικών.
Η Μάχη της Βρετανίας κερδίθηκε χάρη στις επιδόσεις και προσπάθειες όλων, αν και τα Hurricane πιστώθηκαν με περισσότερες “νίκες”, ο μεγαλύτερος αριθμός τους και το γεγονός ότι μάχονταν εναντίον των δυσκίνητων βομβαρδιστικών αποτελεί τεκμήριο της επιτυχίας του Spitfire. Στο μεταξύ η Supermarine ετοίμαζε ήδη τη νεώτερη γενιά του καταδιωκτικού. Εγκαταλείποντας τα 8 πολυβόλα των 7,7 mm για 4 πυροβόλα των 20 mm και για νέες βελτιωμένες εκδόσεις του κινητήρα Merlin, τα Spitfire έμειναν στην κορυφή της βρετανικής Δίωξης ως το τέλος του πολέμου. 20 συνολικά εκδόσεις του μαχητικού παρήχθησαν μέχρι το τέλος του πολέμου, ένας συνολικός αριθμός 20.334 καταδιωκτικών. Το 1943 τα νέα Spitfire εξοπλίστηκαν με τον κινητήρα Rolls-Royce Griffon με ισχύ 2.050 ίππων που απέδιδε ταχύτητα 710 χλμ./ώρα και οροφή 40.000 ποδών. Τα αεροσκάφη αυτής της έκδοσης επαναδιεκδίκησαν την υπεροχή στους αιθέρες που είχαν χάσει με την είσοδο του Focke Wulf Fw.190 και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για την αναχαίτιση των πυραύλων V1.

Άλλες εκδόσεις των Spitfire θα είναι αυτές της ελαφράς κρούσης, εξοπλισμένα με μια βόμβα των 250 ή 500 λιβρών στην κοιλιακή χώρα και δύο των 250 λιβρών στις πτέρυγες, της φωτοαναγνώρισης και της ναυτικής αεροπορίας, εφορμώντας από τα βρετανικά αεροπλανοφόρα από το 1943. Τα Spitfire θα υπηρετήσουν στην Ευρώπη, στη Βόρειο Αφρική, στην Αυστραλία, θα συμβάλουν τα μέγιστα στην υπεράσπιση της Μάλτας και θα εξαχθούν στην Πορτογαλία, στην Τουρκία και στη Σοβιετική Ένωση. Σημαντική ήταν η δράση τους στις μάχες της Σικελίας και της Ιταλίας ενώ ξεχωριστή μνεία θα πρέπει να γίνει και για την χρήση τους στην Άπω Ανατολή. Παρέμειναν σε υπηρεσία με τη R.A.F. μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ως καταδιωκτικά και ως το 1954 ως αναγνωριστικά. Εκτός της R.A.F., το Spitfire φόρεσε στη διάρκεια του πολέμου τα χρώματα των αεροποριών του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Νοτίου Αφρικής. Μετά το τέλος του πολέμου, το Spitfire πολέμησε σε ξένους ουρανούς, μεταξύ αυτών και τον ελληνικό κατά τις επιχειρήσεις του Εμφυλίου, του Πολέμου Ανεξαρτησίας του Ισραήλ και σε κατασκοπευτικές πτήσεις της Σουηδίας πάνω από τη Σοβιετική Ένωση.